Όσοι ανάπτυξαν αντισώματα κατά του SARS-CoV-2 κινδυνεύουν λιγότερο από επαναμόλυνση

Γνωρίζουμε ήδη από πληθώρα μελετών ότι η μεγάλη πλειονότητα των ατόμων που μολύνθηκαν από τον κορωνοϊό SARS-CoV-2, τον ιό που προκαλεί τη νόσο COVID-19, αναπτύσσουν αντισώματα έναντι του ιού.

Ωστόσο, η σχέση μεταξύ της παρουσίας αντισωμάτων και της πιθανότητας επαναμόλυνσης από τον SARS-CoV-2 παραμένει ακόμα ασαφής. Υπάρχουν αναφορές για περιπτώσεις ανθρώπων που μολύνθηκαν για δεύτερη φορά από τον ίδιο ιό, και προφανώς εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την προστασία που παρέχουν τα αντι-SARS-CoV-2 αντισώματα.

Η ερευνητική ομάδα της Δρ. Lynne Penberthy στο Εθνικό Ινστιτούτο για τον Καρκίνο (NCI) των ΗΠΑ μελέτησε την πιθανότητα επαναμόλυνσης ατόμων που είχαν ήδη αναπτύξει αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2. 

Οι ερευνητές στο NCI συνέλεξαν δεδομένα από περισσότερα από 3,2 εκατομμύρια άτομα που είχαν ελεγχθεί για την παρουσία αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2.

Τα αποτελέσματα συγκεντρώθηκαν από διαγνωστικά εργαστήρια, ηλεκτρονικά ιατρικά αρχεία και από εργαστήρια ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών. Αυτό το τεράστιο σύνολο αποτελεσμάτων αντιπροσώπευε περίπου το 50% των τεστ αντισωμάτων που έγιναν στις ΗΠΑ από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 2020 στις ΗΠΑ. 

Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι το 11% των ατόμων που συμμετείχαν στη μελέτη είχαν αναπτύξει αντισώματα έναντι του SARS-CoV-2. Ποσοστό πάνω από 88% των ελεγχθέντων είχαν αρνητικό τεστ αντισωμάτων, ενώ σε ποσοστό λίγο κάτω από το 1% το αποτέλεσμα του τεστ ήταν ασαφές.

Στη συνέχεια, οι ερευνητές επέλεξαν άτομα με ή χωρίς αντισώματα κατά του SARS-CoV-2 τα οποία έλεγξαν ανά διαστήματα με μοριακό τεστ (RT-PCR) για ενεργό λοίμωξη από τον SARS-CoV-2. Παρακολούθησαν το 10% των ατόμων της μελέτης.

Οι ερευνητές του NCI ανέλυσαν τα αποτελέσματα των μοριακών τεστ σε διάφορα διαστήματα μετά το αρχικά θετικό τεστ αντισωμάτων και συγκεκριμένα στις 0-30 ημέρες, 31-60 ημέρες, 61-90 ημέρες και μετά τις 90 ημέρες.

Στα άτομα που δεν είχαν αντισώματα, παρατήρησαν ένα σταθερό ποσοστό λοίμωξης (3% έως 4% είχαν θετικό μοριακό τεστ σε κάθε χρονικό διάστημα). Αντίθετα, στα άτομα με αντισώματα κατά του SARS-CoV-2, η πιθανότητα θετικού μοριακού τεστ ήταν πολύ χαμηλότερη με την πάροδο του χρόνου.

Ειδικά στο διάστημα των 90 ημερών ή περισσότερο, μόνο το 0,3% των θετικών για αντισώματα ατόμων είχαν θετικό μοριακό τεστ, δηλαδή ποσοστό 10 φορές μικρότερο από ότι μεταξύ των αρνητικών για αντισώματα ατόμων.

Αντίστοιχα με άλλες μελέτες, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα αντισωμάτων κατά του SARS-CoV-2 μειώθηκαν με την πάροδο του χρόνου. Το 18% των ατόμων που στην αρχή της μελέτης είχε αντισώματα, στο τέλος ήταν αρνητικά. Ωστόσο, άλλες αναφορές έχουν δείξει ότι, ακόμα και με απουσία αντισωμάτων, η παραμονή ειδικών κύτταρων του ανοσοποιητικού συστήματος στον οργανισμό μπορούν να παρέχουν προστασία από επαναμόλυνση.

Η Δρ. Penberthy καταλήγει ότι τα άτομα που έχουν θετικό τεστ αντισωμάτων φαίνεται να έχουν σημαντική ανοσία έναντι του SARS-CoV-2, γεγονός που σημαίνει ότι έχουν χαμηλότερο κίνδυνο να μολυνθούν ξανά.

Απαιτούνται πρόσθετες μελέτες για να προσδιοριστεί πόσο διαρκεί αυτή η προστασία, ποιοι άνθρωποι μπορεί να έχουν περιορισμένη προστασία και πώς τα χαρακτηριστικά των ασθενών, όπως για παράδειγμα υποκείμενες συνοσηρότητες, μπορούν να επηρεάσουν αυτήν την προστασία. 

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το στοιχείο ότι η προστασία που παρέχουν στον οργανισμό τα αντισώματα που παράγονται μετά τη φυσική λοίμωξη είναι συγκρίσιμη με αυτήν που παρατηρείται στις κλινικές δοκιμές με το εμβόλιο για τον κορωνοϊό.

Αυτά τα ευρήματα υποστηρίζουν σαφώς ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη διανομή και χορήγηση των εμβολίων.

Συμπερασματικά: Άτομα με αντισώματα κατά του SARS-CoV-2 (δηλ. με προηγούμενη λοίμωξη), είναι πολύ λιγότερο πιθανό να μολυνθούν ξανά από το ιό τους επόμενους μήνες.

Δείτε επίσης