Οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων είναι δημοφιλείς για την απώλεια βάρους και τον έλεγχο του διαβήτη αλλά ένα πρόβλημα είναι ότι περιέχουν αρκετό κορεσμένο λίπος.
Εδώ και 60 χρόνια, οι ειδικοί της ιατρικής και της δημόσιας υγείας αγκάλιασαν τις δίαιτες χαμηλών λιπαρών, ανησυχώντας για τις επιδράσεις των κορεσμένων λιπαρών στην υγεία της καρδιάς. Η συμβουλή για περιορισμό των λιπών και αύξηση των υδατανθράκων βασίζεται εν μέρει σε στοιχεία από κλινικές δοκιμές που έδειξαν ότι το κορεσμένο λίπος αυξάνει τη LDL χοληστερόλη στο αίμα, έναν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις. Ως αποτέλεσμα, τα τρόφιμα με χαμηλά λιπαρά και ή και καθόλου λιπαρά πολλαπλασιάστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Πολλά από αυτά όμως έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε επεξεργασμένους υδατάνθρακες.
Ορισμένες μελέτες έδειξαν πως όταν το κορεσμένο λίπος αντικαθίσταται από υδατάνθρακες, ιδιαίτερα από επεξεργασμένες πηγές, δεν μειώνεται ο καρδιακός κίνδυνος και μπορεί αυτό να έχει δυσμενείς επιδράσεις σε συστατικά του μεταβολικού συνδρόμου, συμπεριλαμβανομένων των υψηλών τριγλυκεριδίων, της χαμηλής HDL χοληστερόλης και άλλους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την αντίσταση στην ινσουλίνη.
Επιπλέον, οι δίαιτες με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, και άρα υψηλής περιεκτικότητας σε κορεσμένα λιπαρά που υπερβαίνουν κατά πολύ τις τρέχουσες οδηγίες, έχουν γίνει δημοφιλείς για τη διαχείριση του διαβήτη βάσει προκαταρκτικών στοιχείων αποτελεσματικότητας, αν και υπάρχει ανησυχία για τη δυνατότητα του κορεσμένου λίπους να αυξήσει την LDL χοληστερόλη και κατά συνέπεια τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Τώρα, μια κλινική δοκιμή με επικεφαλής το Νοσοκομείο Παίδων της Βοστώνης, από τις μεγαλύτερες και πιο αυστηρές του είδους της, αμφισβητεί την ιδέα ότι το κορεσμένο λίπος επιβαρύνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Δείχνει ότι οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων -αν και υψηλότερες σε κορεσμένα λιπαρά- παράγουν ένα καλύτερο καρδιαγγειακό και μεταβολικό προφίλ από τις δίαιτες των χαμηλών λιπαρών. Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο American Journal of Clinical Nutrition.
“Παραδόξως, η δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων δεν επηρέασε αρνητικά την LDL (κακή) χοληστερόλη, παρά το γεγονός ότι τα επίπεδα των κορεσμένων λιπαρών ήταν πολύ υψηλότερα από τις τρέχουσες συστάσεις”, είπε ο David Ludwig, ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης μαζί με πρώτη συγγραφέα Cara Ebbeling.
Υδατάνθρακες, αντίσταση στην ινσουλίνη και ασθένειες
Ενώ η υψηλή LDL χοληστερόλη είναι ένας παραδοσιακός παράγοντας κινδύνου για καρδιακές παθήσεις, μια ομάδα άλλων παραγόντων κινδύνου συνδέεται όλο και περισσότερο με τις καρδιακές παθήσεις και το διαβήτη: τα υψηλά τριγλυκερίδια, η χαμηλή HDL (καλή) χοληστερόλη, η υψηλή αρτηριακή πίεση, το υψηλό σάκχαρο στο αίμα, η χρόνια φλεγμονή, η τάση για θρόμβωση του αίματος και το λιπώδες ήπαρ (λιπαρό συκώτι).
Αυτοί οι παράγοντες είναι τα χαρακτηριστικά του μεταβολικού συνδρόμου, γνωστό και ως σύνδρομο αντίστασης στην ινσουλίνη, επειδή τα κύτταρα του σώματος χάνουν την ευαισθησία τους στα σήματα της ινσουλίνης για να προσλάβουν τη γλυκόζη από το αίμα. Τα στοιχεία υποδεικνύουν την εμπλοκή των υδατανθράκων, και ιδιαίτερα των υπερ-επεξεργασμένων, όπως είναι τα πρόσθετα σάκχαρα και οι επεξεργασμένοι σπόροι. Καθώς οι άνθρωποι άρχισαν να ακολουθούν δίαιτες χαμηλών λιπαρών, οι υδατάνθρακες αυξήθηκαν και αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο αυξάνεται ο επιπολασμός του μεταβολικού συνδρόμου -από την άλλη μεριά η παχυσαρκία παραμένει επιδημία.
Συγκρίνοντας δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων και χαμηλών λιπαρών
Η Ebbeling και ο Ludwig ήθελαν να δοκιμάσουν την ιδέα ότι μια δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες θα βελτίωνε το προφίλ του καρδιομεταβολικού κινδύνου σε σύγκριση με μια δίαιτα χαμηλών λιπαρών. Σε συνεργασία με το Framingham State University, συμμετείχαν στη μελέτη 164 υπέρβαροι ή παχύσαρκοι ενήλικες (το 70% ήταν γυναίκες) που είχαν χάσει το 10-14% του σωματικού βάρους τους με μια δίαιτα μειωμένων θερμίδων.
Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες ακολούθησαν τυχαία μία από τις τρεις δίαιτες συντήρησης του βάρους για πέντε μήνες:
- Δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων (20% υδατάνθρακες, 60% λίπος, 20 % πρωτεΐνη).
- Μέτρια υδατάνθρακες δίαιτα (40% υδατάνθρακες, 40% λίπος, 20% πρωτεΐνη).
- Υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες (60% υδατάνθρακες 20% λίπος, 20%, πρωτεΐνη).
Και στις τρεις δίαιτες, το 35% του συνολικού λίπους που καταναλώθηκε ήταν κορεσμένο. Αυτό σήμαινε ότι η δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων είχε τριπλάσιο κορεσμένο λίπος από τη δίαιτα υψηλών υδατανθράκων (21% κορεσμένο λίπος επί των συνολικών θερμίδων έναντι 7%), πολύ πάνω από το εύρος των τρεχουσών συστάσεων. Δηλαδή οι τρεις δίαιτες είχαν σταθερή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη αλλά μπορούσαν να διαφέρουν κατά τρεις φορές στους υδατάνθρακες και στο κορεσμένο λίπος. Όλοι οι συμμετέχοντες έλαβαν έτοιμα γεύματα που μπορούσαν να φάνε σε καφετέριες ή στο σπίτι τους. Αυτό το πρωτόκολλο εξασφάλιζε ότι τηρούν τη δίαιτα, σε αντίθεση με πολλές άλλες μελέτες που δίνουν απλώς διατροφικές οδηγίες στους συμμετέχοντες.
“Είχαμε μια εμπορική υπηρεσία τροφίμων που παρέχει περισσότερα από 100.000 γεύματα, προσαρμοσμένα στις θερμιδικές ανάγκες κάθε συμμετέχοντα”, είπε η Ebbeling. “Τα γεύματα σχεδιάστηκαν για να διατηρήσουν τους συμμετέχοντες στο ίδιο βάρος καθόλη τη διάρκεια των πέντε μηνών, έτσι ώστε όλα όσα δούμε σε αυτή τη μελέτη να είναι ανεξάρτητα από την απώλεια βάρους”.
Να σημειωθεί ότι η δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων δεν ήταν κετογονική δίαιτα -μια περιοριστική δίαιτα πολύ χαμηλών υδατανθράκων κατά την οποία οι υδατάνθρακες αποτελούν συνήθως λιγότερο από το 10% των θερμίδων. “Η δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων που μελετήσαμε είναι πραγματιστική”, είπε ο Ludwig. “Υπήρχε χώρος για ολόκληρα φρούτα, όλα τα μη αμυλούχα λαχανικά, φασόλια και μικρές ποσότητες δημητριακών”.
Τα οφέλη του περιορισμού των υδατανθράκων – Μείωση της λιποπρωτεΐνης (α)
Σε σύγκριση με τις δίαιτες πολλών υδατανθράκων και λίγων λιπαρών, η δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων βελτίωσε το προφίλ μιας σειράς δεικτών του αίματος που σχετίζονται με τις καρδιαγγειακές παθήσεις και την αντίσταση στην ινσουλίνη.
Για παράδειγμα μείωσε τα τριγλυκερίδια κατά 9,2% ενώ η δίαιτα πολλών υδατανθράκων τα αύξησε κατά 7,6%. Η LDL χοληστερόλη αυξήθηκε 10,0% με τη λιπαρή δίαιτα και 8,2% με τη δίαιτα των πολλών υδατανθράκων, ενώ με την ενδιάμεση δίαιτα αυξήθηκε 11,7%. Τα αποτελέσματα αυτά δεν δείχνουν ότι η λιπαρή διατροφή είναι χειρότερη από την διατροφή με υδατάνθρακες όσον αφορά τη χοληστερόλη.
Ήταν σημαντικό ότι ο δείκτης φλεγμονής hsCRP μειώθηκε 9,9% με τη λιπαρή διατροφή και μόνο 1,7% με τους πολλούς υδατάνθρακες.
Επίσης, η λιποπρωτεΐνη (α), ένα άλλος δείκτης καρδιαγγειακού κινδύνου, μειώθηκε, κατά μέσο όρο, σχεδόν 15% με τη δίαιτα των περισσότερων λιπών, έναντι μείωσης 2% με τη μέση δίαιτα και μια μικρή αύξηση 0,2% με τη δίαιτα των υψηλών υδατανθράκων. “Διαπιστώσαμε επίσης ότι η δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων μείωσε τη λιποπρωτεΐνη (α), έναν υποτιμημένο παράγοντα κινδύνου για αθηροσκλήρωση, καρδιακές παθήσεις και εγκεφαλικό επεισόδιο που προηγουμένως δεν θεωρούνταν ότι επηρεάζεται από τη διατροφή”, είπε ο Ludwig.
Τέλος, η λιπαρή διατροφή αύξησε περισότερρο την αδιπονεκτίνη (33,6% έναντι 23% με τους πολλούς υδατάνθρακες). Η αδιπονεκτίνη είναι μια ορμόνη που παράγεται από τα λιποκύτταρα και προάγει την ευαισθησία στην ινσουλίνη ενώ προστατεύει από την αθηροσκλήρωση (σχηματισμό λιπαρών πλακών στις αρτηρίες). Οι ερευνητές έγραψαν ότι ο περιορισμός των υδατανθράκων μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου ανεξάρτητα από το σωματικό βάρος, μια πιθανότητα που δικαιολογεί μεγάλες πολυκεντρικές δοκιμές που βασίζονται σε “σκληρά” αποτελέσματα.
Οι συγγραφείς έγραψαν: “Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι μια διατροφική στρατηγική επικεντρωμένη στον περιορισμό των υδατανθράκων μπορεί να μην αυξάνει και ενδεχομένως να μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου”. Αυτό συμφωνεί με άλλες μικρότερες μελέτες και μετα-αναλύσεις για την επίδραση των υδατανθράκων στην καρδιά το διαβήτη και το λιπαρό συκώτι.
Σε ένα σχετικό, πρόσφατα δημοσιευμένο σχόλιο, ο Ludwig, η Ebbeling και οι συνεργάτες τους εμπλέκουν τους εξευγενισμένους υδατάνθρακες -και όχι τις υπερβολικές θερμίδες- ως “πυροδότες” της επιδημίας της παχυσαρκίας. Τρόφιμα όπως το λευκό ψωμί, το λευκό ρύζι, τα περισσότερα δημητριακά πρωινού και τα εξαιρετικά επεξεργασμένα σνακ προκαλούν απότομη άνοδο στη γλυκόζη του αίματος και την ινσουλίνη και επιβραδύνουν το μεταβολισμό, αυξάνοντας την πείνα και θέτοντας τις βάσεις για αύξηση του βάρους, έγραψαν οι συγγραφείς.
Σε αντίθεση με τα παραπάνω ευρήματα, ορισμένες μελέτες και μετα-αναλύσεις κλινικών δοκιμών (αλλά όχι όλες) αναφέρουν υψηλότερη LDL χοληστερόλη σε δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων. Στη δοκιμή DIETFITS, στην οποία συμμετείχαν 609 άτομα που είχαν ακολουθήσει μια «υγιή δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων» ή «υγιεινών χαμηλών λιπαρών» (και οι δύο με έμφαση στη μείωση της πρόσληψης επεξεργασμένων υδατανθράκων), η LDL χοληστερόλη αυξήθηκε κατά 5,7 mg/dL στην ομάδα των λιπαρών μετά από 12 μήνες. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις σοβαρής αύξησης της LDL χοληστερόλης σε δίαιτες πολλών λιπαρών, που αφορούν άτομα με γενετική προδιάθεση.
Τι γίνεται με τα παιδιά;
Αν και η κλινική δοκιμή έγινε σε ενήλικες, οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων είναι κατάλληλες για παιδιά, είπε ο Ludwig. Τα παιδιά που έρχονται στην κλινική Optimal Wellness for Life (OWL) στη Βοστώνη μπορούν να λάβουν δίαιτες με μειωμένες αναλογίες υδατανθράκων, ανάλογα με τις ατομικές τους ανάγκες. Οι παιδοκαρδιολόγοι αρχίζουν επίσης να υιοθετούν δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων.
“Οι ρίζες των καρδιακών παθήσεων βρίσκονται στην παιδική ηλικία”, ανέφερε ο Ludwig. “Μια μέτρια αλλαγή τώρα θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα τεράστιο όφελος όταν τα παιδιά φτάσουν στη μέση ηλικία, και αν δημιουργήσετε υγιείς συνήθειες νωρίς, είναι πιο πιθανό να μείνουν σε αυτές. Προσπαθούμε να αλλάξουμε την τροχιά της ζωής στον κίνδυνο των καρδιακών παθήσεων”.
Πηγή: Effects of a low-carbohydrate diet on insulin-resistant dyslipoproteinemia—a randomized controlled feeding trial, The American Journal of Clinical Nutrition (2021). DOI: 10.1093/ajcn/nqab287.