Αυτισμός: Μπορεί η γλουταθειόνη να μειώσει τα συμπτώματα;

Όλα μας τα κύτταρα παράγουν γλουταθειόνη (GSH), ένα μικρό μόριο που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα στο σώμα -είναι το δεύτερο σε ποσότητα μόριο μετά το νερό. Αποτελείται από τρία αμινοξέα που μπορεί να παράγει ο οργανισμός -κυστεΐνη, γλουταμινικό οξύ και γλυκίνη.

Αυτό το τριπεπτίδιο είναι το σημαντικότερο αντιοξειδωτικό που βρίσκεται μέσα στα κύτταρα, απαραίτητο για την εξουδετέρωση των δραστικών ειδών οξυγόνου (ή ελεύθερων ριζών) που δημιουργούνται κατά το μεταβολισμό των τροφών για την παραγωγή ενέργειας, αλλά και για την αναγέννηση άλλων αντιοξειδωτικών όπως οι βιταμίνη C και η βιταμίνη Ε.

Εκτός του ότι η γλουταθειόνη είναι το πιο σημαντικό αντιοξειδωτικό που παράγει το σώμα, εξυπηρετεί και πολλές άλλες λειτουργίες. Είναι απαραίτητη για την απομάκρυνση των τοξικών ουσιών και επίσης είναι σημαντική για τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.  

Οι περισσότεροι άνθρωποι γεννιούνται με πλήρως λειτουργική ικανότητα παραγωγής της γλουταθειόνης αλλά κάποιοι παράγουν 20-40% χαμηλότερα επίπεδα από τους συνομηλίκους τους. Η έρευνα έχει δείξει ότι μια τέτοια κατηγορία είναι τα παιδιά με αυτισμό. 

Τα αυτιστικά παιδιά έχουν και άλλες μεταβολικές ανωμαλίες, συμπεριλαμβανομένων των χαμηλών επιπέδων της κυστεΐνης -ενός σημαντικού συστατικού της γλουταθειόνης- της ταυρίνης και της ικανότητας αποτοξίνωσης από τον υδράργυρο. Κάτι που είναι επίσης γνωστό για τα παιδιά με αυτισμό είναι ότι πολλά από αυτά έχουν πολύ υψηλά επίπεδα οξειδωτικού στρες, μια κατάσταση που πιθανόν να συνδέεται με ανεπάρκεια γλουταθειόνης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, έως και το 80% αυτού του σημαντικού αντιοξειδωτικού έχει εξαντληθεί στα αυτιστικά παιδιά ως αποτέλεσμα υψηλότερων επιπέδων οξειδωτικού στρες.

Ο αυτισμός θεωρείται ότι αναπτύσσεται μέσω ενός συνδυασμού γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, αν και η ακριβής αιτία δεν είναι γνωστή. Το φάσμα των διαταραχών που εμπίπτουν στην ομπρέλα του αυτισμού χαρακτηρίζονται από δυσκολίες σε κοινωνικές δεξιότητες, συμπεριφορά και επικοινωνία, με περιορισμένα ενδιαφέροντα, ορισμένες φορές επιθετικότητα και επαναληπτικές συμπεριφορές. Οι εκτιμήσεις των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων στις ΗΠΑ δείχνουν ότι 1 στα 44 παιδιά ηλικίας οκτώ ετών το 2018 βρίσκονταν στο φάσμα αυτό.

Εκτός από τα συνήθη κοινωνικά και συμπεριφορικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά με αυτισμό, πολλά έχουν επίσης γαστρεντερικά προβλήματα. Για παράδειγμα, μια μετα-ανάλυση του 2014 έδειξε ότι τα παιδιά με αυτισμό είναι περίπου τέσσερις φορές πιο πιθανό από άλλα παιδιά να έχουν συμπτώματα όπως δυσκοιλιότητα, διάρροια ή κοιλιακή δυσφορία. Και μια άλλη μελέτη το 2015 που περιέλαβε 960 παιδιά, έδειξε ότι μπορεί να είναι 6-8 φορές πιο συχνά αυτά τα συμπτώματα. Επίσης, η κολιοκάκη είναι πιο συχνή στα αυτιστικά παιδιά.

Αυτιστικά παιδιά και γλουταθειόνη

Ένα ερώτημα είναι αν το οξειδωτικό στρες και η έλλειψη γλουταθειόνης είναι δυνατόν να ευθύνονται για ορισμένα από τα συμπτώματα του αυτισμού.

Όταν η παραγωγή γλουταθειόνης είναι χαμηλή στο σώμα, τα κύτταρα δεν ρυθμίζουν σωστά τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος στον εγκέφαλο. Ο εγκέφαλός μας αποτελείται κατά 15% από νευρώνες και κατά 85% από κύτταρα που υποστηρίζουν το ανοσοποιητικό σύστημα (ονομάζονται γλοία). Μπορεί να ακούγεται περίεργο, αλλά ο εγκέφαλός μας είναι στο μεγαλύτερο μέρος του ένα ανοσοποιητικό σύστημα. Και η βελτιστοποίηση της λειτουργίας του εγκεφάλου απαιτεί τη βέλτιστη παραγωγή γλουταθειόνης. Ειδικότερα, η γλουταθειόνη “σφουγγαρίζει” την περίσσεια γλουταμικού οξέος, εμποδίζοντάς το να προκαλεί τοξικότητα στον εγκέφαλο

Το γλουταμικό οξύ είναι ο πιο άφθονος νευροδιαβιβαστής του εγκεφάλου. Ο ρόλος του είναι να ενεργοποιεί τα εγκεφαλικά κύτταρα, έτσι ώστε να επιτελούνται εργασίες όπως η μάθηση και η απομνημόνευση. Αλλά ενεργοποιεί και το ανοσοποιητικό σύστημα στον εγκέφαλο. Τα γλοία ενεργοποιούνται περισσότερο όταν το γλουταμικό οξύ είναι αυξημένο, αλλά αυτό μπορεί να προκαλέσει το θάνατο των εγκεφαλικών κυττάρων. Αυτός είναι ο λόγος που αρκετοί επιστήμονες πιστεύουν ότι το γλουταμικό οξύ παίζει ρόλο σε διάφορα νευροεκφυλιστικά νοσήματα, όπως η νόσος Αλτσχάιμερ και η αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση. Άλλες μελέτες έχουν συνδέσει τα υψηλά επίπεδα του γλουταμινιού οξέος με κατάθλιψη, άγχος και ΔΕΠΥ (διάσπαση προσοχής και υπερκινητικότητα).

Σύμφωνα με μια ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε το 2021, η ανισορροπία στο σύστημα της γλουταθειόνης αποτελεί βασικό παράγοντα στην παθοφυσιολογία του φάσματος του αυτισμού. “Τα υπάρχοντα δεδομένα υποστηρίζουν έναν προστατευτικό ρόλο του συστήματος της GSH στην ανάπτυξη του αυτιστικού φάσματος”, έγραψαν οι συγγραφείς. Ένας λόγος φαίνεται να είναι ότι η ίδια η γλουταθειόνη οξειδώνεται πιο συχνά από το κανονικό σε μια μορφή που ονομάζεται δισουλφίδιο της γλουταθειόνης (GSSG: glutathione disulfide). Το GSSG μπορεί να αντιδράσει με ομάδες πρωτεΐνης σουλφυδρυλίου (SH), προκαλώντας πρωτεοτοξικό στρες και άλλες ανωμαλίες σε ένζυμα στον εγκέφαλο και το αίμα.

Θα μπορούσε η αύξηση της γλουταθειόνης να βελτιώσει τα συμπτώματα του αυτισμού; Για να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ αποφάσισαν το 2012 να δοκιμάσουν την επίδραση που μπορεί να έχει ένα συμπλήρωμα Ν-ακετυλοκυστεΐνης σε αυτιστικά παιδιά. Η Ν-ακετυλοκυστεΐνη (NAC) είναι ένα πρόδρομο μόριο της γλουταθειόνης που αυξάνει την παραγωγή της. Μπορεί επίσης να μειώσει το σχηματισμό του γλουταμικού οξέος, του διεγερτικού νευροδιαβιβαστή που σκοτώνει τα εγκεφαλικά κύτταρα όταν βρίσκεται σε υπερβολική ποσότητα.

Η μελέτη 12 εβδομάδων περιέλαβε 33 παιδιά (31 αγόρια και 2 κορίτσια) που χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες. Η μια ομάδα κατανάλωνε 900 mg NAC την ημέρα για τέσσερις εβδομάδες και η δόση αυξανόταν κατά 900 mg κάθε τέσσερις εβδομάδες. Στο τέλος της μελέτης, τα παιδιά στην ομάδα παρέμβασης κατανάλωναν 2,7 γραμμάρια NAC την ημέρα. Η άλλη ομάδα έλαβε εικονικό φάρμακο για το ίδιο χρονικό διάστημα. Στο τέλος της δοκιμής, τα παιδιά που κατανάλωναν Ν-ακετυλοκυστεΐνη είχαν “σημαντική βελτίωση” και μείωση των βαθμολογιών ευερεθιστότητας, ενώ το διατροφικό συμπλήρωμα αποδείχτηκε πως ήταν καλώς ανεκτό, ανέφεραν οι ερευνητές.

Δείτε επίσης