Επιδημιολογικές μελέτες και μελέτες σε ποντίκια υποδηλώνουν ότι οι γαλακτωματοποιητές που χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα προωθούν την ανάπτυξη ασθενειών που σχετίζονται με τη μικροβιακή δυσβίωση. Αλλά ενώ οι επιπτώσεις των πρόσθετων τροφίμων στην εντερική μικροχλωρίδα και στην υγεία του εντέρου έχουν αποδειχτεί σε ζωικά μοντέλα και στον δοκιμαστικό σωλήνα, δεν έχουν γίνει σημαντικές έρευνες στους ανθρώπους.
Η κατανάλωση τροφών υψηλής επεξεργασίας έχει αυξηθεί δραματικά από τα μέσα του 20ου αιώνα και σχετίζεται με αυξημένη συχνότητα εμφάνισης αρκετών χρόνιων φλεγμονωδών νοσημάτων όπως η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου και το μεταβολικό σύνδρομο -και τα δύο σχετίζονται με αλλαγές στη μικροχλωρίδα του εντέρου. Κοινό χαρακτηριστικό των εξαιρετικά επεξεργασμένων τροφίμων είναι η χρήση ενός ή περισσότερων γαλακτωματοποιητών ή πηκτικών που προστίθενται για να βελτιώσουν την υφή και να παρατείνουν τη διάρκεια ζωής. Μερικοί από τους γαλακτωματοποιητές που συνήθως προστίθενται σε τρόφιμα, όπως η λεκιθίνη, είναι φυσικά συστατικά μη επεξεργασμένων τροφίμων, ενώ άλλοι, όπως η καρβοξυμεθυλοκυτταρίνη (CMC), είναι συνθετικοί.
Μια ιταλική κλινική μελέτη δείχνει τώρα ότι ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο συνθετικό πρόσθετο τροφίμων, η καρβοξυμεθυλοκυτταρίνη (carboxymethylcellulose), μεταβάλλει το εντερικό περιβάλλον των υγιών ατόμων, διαταράσσοντας τα επίπεδα των ωφέλιμων βακτηρίων και θρεπτικών συστατικών. Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Gastroenterology και δείχνουν την ανάγκη για περαιτέρω μελέτη των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων αυτού του πρόσθετου τροφίμων στην υγεία.
Η έρευνα διεξήχθη από μια ομάδα επιστημόνων από το Ινστιτούτο Βιοϊατρικών Επιστημών του Κρατικού Πανεπιστημίου της Τζόρτζια, το INSERM (Γαλλία) και το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια. Βασικές συνεισφορές προήλθαν επίσης από ερευνητές του Πανεπιστημίου Penn State και του Ινστιτούτου Max Planck (Γερμανία).
Η καρβοξυμεθυλοκυτταρίνη (CMC ή E466) είναι ένα συνθετικό μέλος μιας ευρέως χρησιμοποιούμενης κατηγορίας προσθέτων τροφίμων, που ονομάζονται γαλακτωματοποιητές και προστίθενται σε πολλά επεξεργασμένα τρόφιμα για να ενισχύσουν την υφή και να προάγουν τη διάρκεια ζωής του προϊόντος.
Το πρόσθετο τροφίμων καρβοξυμεθυλοκυτταρίνη δεν έχει δοκιμαστεί εκτενώς σε ανθρώπους παρότι χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο σε επεξεργασμένα τρόφιμα από τη δεκαετία του 1960. Από καιρό εικαζόταν ότι είναι ασφαλές για κατανάλωση επειδή αποβάλλεται με τα κόπρανα χωρίς να απορροφηθεί. Ωστόσο, η αυξανόμενη εκτίμηση των ωφελειών για την υγεία που παρέχονται από τα βακτήρια που ζουν φυσιολογικά στο παχύ έντερο, και έτσι θα αλληλεπιδράσουν με τα μη απορροφημένα πρόσθετα, οδήγησε τους επιστήμονες να αμφισβητήσουν αυτήν την υπόθεση.
Πειράματα σε ποντίκια είχαν διαπιστώσει προηγουμένως ότι η καρβοξυμεθυλοκυτταρίνη, αλλά και κάποιοι άλλοι γαλακτωματοποιητές, αλλοίωσαν τα βακτήρια του εντέρου με αποτέλεσμα πιο σοβαρή ασθένεια σε μια σειρά χρόνιων φλεγμονωδών καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της κολίτιδας, του μεταβολικού συνδρόμου και του καρκίνου του παχέος εντέρου. Ωστόσο, δεν είχε διερευνηθεί προηγουμένως ο βαθμός στον οποίο τα αποτελέσματα αυτά είναι εφαρμόσιμα στον άνθρωπο.
Ορισμένα πρόσθετα τροφίμων μπορεί να προάγουν τη φλεγμονή
Η ερευνητική ομάδα πραγματοποίησε μια τυχαιοποιημένη μελέτη ελεγχόμενης σίτισης σε υγιείς εθελοντές για δύο εβδομάδες. Οι 16 συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και κατανάλωναν είτε μια δίαιτα χωρίς πρόσθετα είτε μια πανομοιότυπη δίαιτα συμπληρωμένη με καρβοξυμεθυλοκυτταρίνη, περίπου 15 γραμμάρια την ημέρα.
Επειδή οι ασθένειες που προωθεί το CMC στα ποντίκια χρειάζονται χρόνια για να εμφανιστούν στους ανθρώπους, οι ερευνητές εστίασαν στα εντερικά βακτήρια και τους μεταβολίτες. Διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση CMC άλλαξε τη σύνθεση των βακτηρίων που κατοικούσαν στο παχύ έντερο, μειώνοντας συγκεκριμένα είδη. Επιπλέον, δείγματα κοπράνων από συμμετέχοντες που έλαβαν καρβοξυμεθυλοκυτταρίνη εμφάνισαν έντονη εξάντληση ωφέλιμων μεταβολιτών που πιστεύεται ότι διατηρούν κανονικά ένα υγιές παχύ έντερο.
Τέλος, οι ερευνητές πραγματοποίησαν κολονοσκοπήσεις στους συμμετέχοντες στην αρχή και στο τέλος της μελέτης και παρατήρησαν ότι ένα υποσύνολο ατόμων που κατανάλωναν καρβοξυμεθυλοκυτταρίνη εμφάνισαν βακτήρια του εντέρου να εισχωρούν στη βλέννα, κάτι που είχε προηγουμένως παρατηρηθεί ότι είναι χαρακτηριστικό φλεγμονωδών ασθενειών του εντέρου και διαβήτη τύπου 2. Έτσι, ενώ η κατανάλωση CMC δεν οδήγησε σε καμία ασθένεια αυτή καθαυτή σε αυτή τη μελέτη των δύο εβδομάδων, συνολικά τα αποτελέσματα υποστηρίζουν τα συμπεράσματα μελετών σε ζώα ότι η μακροχρόνια κατανάλωση αυτού του πρόσθετου τροφίμων μπορεί να προάγει χρόνιες φλεγμονώδεις ασθένειες. Επομένως, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες αυτού του πρόσθετου.
«Σίγουρα καταρρίπτεται το επιχείρημα ότι “απλώς περνούν και εξέρχονται από τον οργανισμό” που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει την έλλειψη κλινικών μελετών για τα πρόσθετα», δήλωσε ο Δρ. Andrew Gewirtz του Georgia State University, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης.
Πέρα από την υποστήριξη της ανάγκης για περαιτέρω μελέτη της καρβοξυμεθυλοκυτταρίνης, η μελέτη παρέχει ένα γενικό σχέδιο για την προσεκτική δοκιμή μεμονωμένων πρόσθετων τροφίμων σε ανθρώπους με καλά ελεγχόμενο τρόπο.
Ο κύριος συγγραφέας Δρ. Benoit Chassaing, διευθυντής έρευνας στο INSERM, στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, σημείωσε ότι τέτοιες μελέτες πρέπει να είναι αρκετά μεγάλες. «Πράγματι, τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι οι αποκρίσεις στο CMC και πιθανώς σε άλλα πρόσθετα τροφίμων είναι εξαιρετικά εξατομικευμένες και τώρα σχεδιάζουμε προσεγγίσεις για να προβλέψουμε ποια άτομα μπορεί να είναι ευαίσθητα σε συγκεκριμένα πρόσθετα», είπε ο Chassaing.
Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης υποστηρίζουν την ιδέα ότι η ευρεία χρήση του CMC μπορεί να συμβάλλει στον αυξημένο επιπολασμό μιας σειράς χρόνιων φλεγμονωδών ασθενειών αλλάζοντας το μικροβίωμα και το μεταβολισμό του εντέρου και ότι αυτός μπορεί να είναι ένας λόγος που μια διατροφή η οποία περιέχει πολλά επεξεργασμένα τρόφιμα μπορεί να είναι ανθυγιεινή. Μετά τα μέσα του 20ου αιώνα, αυξήθηκε η συχνότητα εμφάνισης χρόνιων φλεγμονωδών ασθενειών περίπου παράλληλα με την αυξημένη κατανάλωση τροφών υψηλής επεξεργασίας. Έχει λοιπόν προταθεί εδώ και καιρό η πιθανότητα ορισμένα συστατικά τέτοιων τροφών να προάγουν τη φλεγμονή στο ανθρώπινο σώμα.
Αν και η δόση του CMC (15 γραμμάρια την ημέρα) που χρησιμοποιήθηκε σε αυτή τη μελέτη πιθανότατα υπερβαίνει την πρόσληψη από τα περισσότερα άτομα, μπορεί να προσεγγίζει τη συνολική ποσότητα κατανάλωσης γαλακτωματοποιητών από άτομα που καταναλώνουν σε μεγάλο βαθμό εξαιρετικά επεξεργασμένα τρόφιμα τα οποία περιέχουν πολυάριθμους βλαπτικούς γαλακτωματοποιητές.
Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας, την Εταιρεία Max Planck, το INSERM και το Ίδρυμα Kenneth Rainin.
Πηγή: Randomized controlled-feeding study of dietary emulsifier carboxymethylcellulose reveals detrimental impacts on the gut microbiota and metabolome, Gastroenterology (2021). DOI: 10.1053/j.gastro.2021.11.006.