Το 2015, o Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) δημοσίευσε την τελική του απόφαση, δηλώνοντας ότι τα μερικώς υδρογονωμένα έλαια δεν διατηρούν πλέον την κατάστασή τους ως “Γενικά Θεωρούμενα ως Ασφαλή”. Η 18η Ιουνίου του 2018 παραμένει η ημερομηνία μετά την οποία οι κατασκευαστές δεν θα μπορούσαν να προσθέσουν μερικώς υδρογονωμένα έλαια στα τρόφιμα. Ο FDA τα απαγόρευσε προκειμένου να μειωθεί η ποσότητα των τρανς λιπαρών που καταναλώνουν οι άνθρωποι.
Η διαδικασία της μερικής υδρογόνωσης (προσθήκη υδρογόνου στα φυτικά έλαια) επιτρέπει τη δημιουργία λιπών που είναι στερεά σε θερμοκρασία δωματίου, μια ιδιότητα που είναι επιθυμητή για την ανάπτυξη πολλών εμπορικών προϊόντων διατροφής όπως οι μαργαρίνες αλλά και άλλες τροφές όπως π.χ. οι σοκολάτες. Ωστόσο, κατά τη διαδικασία της μερικής υδρογόνωσης, σχηματίζονται τρανς λιπαρά οξέα. Τα συνθετικά τρανς λιπαρά έχει αποδειχθεί ότι αυξάνουν την LDL χοληστερόλη. Επιπλέον, μελέτες παρατήρησης δείχνουν ότι τα τρανς λιπαρά συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο. Στη συνέχεια αποκαλύφθηκαν και άλλα δεινά που προκαλούν τα τρανς λιπαρά όπως ότι μπορεί να συμβάλλουν στη παχυσαρκία και τη φλεγμονή.
Μια νέα μελέτη από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Μινεσότα συνέκρινε πρόσφατα τη θρεπτική σύνθεση των προϊόντων μαργαρίνης με το βούτυρο για να δει ποια είναι τώρα η πιο υγιεινή επιλογή όσον αφορά την καρδιαγγειακή υγεία -οι μαργαρίνες είναι μια υπερεπεξεργασμένη τροφή που περιέχει κατά 80%, τουλάχιστον, λίπος.
«Αυτό που βρήκαμε είναι ότι στην αγορά των ΗΠΑ, σήμερα, οι μαργαρίνες είναι μια καλύτερη επιλογή από το βούτυρο για την υγεία μας», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Cecily Weber. «Στο παρελθόν υπήρχε πολλή συζήτηση για το ποιο προϊόν ήταν καλύτερο για την υγεία, αλλά τώρα που τα τρανς λιπαρά έχουν αφαιρεθεί από τις μαργαρίνες, αυτές είναι μια καλύτερη επιλογή όσον αφορά την υγεία της καρδιάς».
Η μελέτη, με επικεφαλής την Weber και την καθηγήτριας Lisa Harnack, είναι η πρώτη που εξέτασε διεξοδικά τις μαργαρίνες και τα μείγματά τους με βούτυρο, από τότε που τέθηκε σε ισχύ η απαγόρευση του FDA. Οι λεπτομέρειες της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Public Health Nutrition.
Η Weber και οι συνεργάτες της εξέτασαν το προφίλ των λιπαρών οξέων και τη σχετική περιεκτικότητα σε βιταμίνες και μέταλλα 83 προϊόντων μαργαρινών και μείγματα βουτύρου που διατίθενται στην αγορά των ΗΠΑ το 2020 και τα συνέκριναν με το βούτυρο. Η Weber συνέλεξε τις πληροφορίες χρησιμοποιώντας τη βάση δεδομένων τροφίμων και θρεπτικών ουσιών από το Κέντρο Συντονισμού Διατροφής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα (NCC), που περιγράφει λεπτομερώς το διατροφικό περιεχόμενο χιλιάδων τροφίμων.
Η μελέτη διαπίστωσε:
- Μετά την απαγόρευση, τα προϊόντα μαργαρίνης περιέχουν σημαντικά λιγότερα κορεσμένα λιπαρά σε σύγκριση με το βούτυρο και δεν περιέχουν τεχνητά τρανς λιπαρά.
- Τα μαλακότερα προϊόντα μαργαρίνης βρέθηκε ότι περιέχουν λιγότερα κορεσμένα λίπη από τις μαργαρίνες stick, καθιστώντας τες την καλύτερη διατροφική επιλογή μεταξύ των προϊόντων μαργαρίνης.
- Όλα τα προϊόντα που εξετάστηκαν είτε δεν περιείχαν καθόλου τρανς λιπαρά είτε περιείχαν αμελητέα ποσότητα τρανς λιπαρών. Τα κορεσμένα λιπαρά σε 1 κουταλιά της σούπας κυμαίνονταν από το 11% της μέσης ανώτατης επιτρεπόμενης καθημερινής πρόσληψης στις μαργαρίνες έως το 18% για μαργαρίνες με μείγμα βουτύρου. Αντίθετα, 1 κουταλιά της σούπας κανονικό βούτυρο παρέχει έως το 36% της μέσης ανώτατης επιτρεπόμενης καθημερινής πρόσληψης για τα κορεσμένα λιπαρά, ενώ το χτυπητό βούτυρο έως το 21%.
- Το βούτυρο περιέχει κατά 60% κορεσμένα λιπαρά και 4% πολυακόρεστα λιπαρά ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τις μαργαρίνες είναι 29% και 33%.
- Οι καθαρές μαργαρίνες δεν περιέχουν χοληστερόλη, αυτές που είναι μείγματα με βούτυρο παρέχουν το 4%, της ανώτατης ημερήσιας σύστασης μέσω της διατροφής, το κανονικό βούτυρο το 10% και το χτυπητό βούτυρο το 7%ς.
- Μια κουταλιά της σούπας κανονικό βούτυρο παρέχει 102 θερμίδες, το χτυπητό βούτυρο 98 θερμίδες ενώ οι μαργαρίνες και τα μείγματά τους από 68 μέχρι 87 θερμίδες.
Να σημειωθεί ότι το 2004, πριν από την εφαρμογή της απαγόρευσης των υδρογονωμένων λιπών, μια μελέτη εξέτασε την περιεκτικότητα σε τρανς λιπαρά των προϊόντων και βρήκε ότι όλα τα προϊόντα μαργαρίνης περιείχαν μεταξύ 1,3 και 2,4 γραμμάρια τρανς λιπαρών ανά μια μερίδα 14 γραμμαρίων. Μια έρευνα αγοράς που ολοκληρώθηκε το 2006 μετά την προτροπή για μείωση των τρανς λιπαρών, διαπίστωσε ότι οι περισσότερες μαργαρίνες δεν περιείχαν τρανς λιπαρά, αλλά ορισμένες μαργαρίνες περιείχαν ποσότητες μεταξύ 0,5 και 2,5 γραμμαρίων ανά μερίδα.
Οι Διατροφικές Οδηγίες για τους Αμερικανούς 2020–2025 συνιστούν η πρόσληψη των κορεσμένων λιπαρών να μην υπερβαίνει το 10% της ημερήσιας ενεργειακής πρόσληψης και η πρόσληψη της χοληστερόλης να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερη. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι τα National Academies συνιστούν τα τρανς λιπαρά και η διατροφική χοληστερόλη να είναι όσο χαμηλά γίνεται χωρίς συμβιβασμούς στη θρεπτική αξία της διατροφής. Η μεγαλύτερη πηγή κορεσμένων λιπαρών είναι τα σάντουιτς, περίπου κατά 19% ενώ η δεύτερη πηγή είναι τα εδέσματα και τα γλυκά σνακς, κατά 11%.
«Τα ευρήματα είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τους διαιτολόγους και άλλους επαγγελματίες υγείας που σχετίζονται με τη διατροφή, ώστε να μπορούν να ενημερώνουν με τις συμβουλές τους και να προσφέρουν στους ανθρώπους τις καλύτερες επιλογές για την προώθηση της υγείας της καρδιάς», είπε η Weber. Επίσης είπε ότι τα νέα είναι σημαντικά για τους καταναλωτές, ώστε να γνωρίζουν ποιες μαργαρίνες είναι καλύτερες για την υγεία. Πρόσθεσε ότι οι κατασκευαστές τροφίμων πρέπει να επαινεθούν για την αναμόρφωση των προϊόντων τους για την εξάλειψη των τρανς λιπαρών και τη διατήρηση της γεύσης και της ποιότητάς των προϊόντων, διατηρώντας χαμηλή την περιεκτικότητά τους σε κορεσμένα λιπαρά.
«Είναι μια ιστορία επιτυχίας για τη δημόσια υγεία», είπε η Weber. «Οι καταναλωτές δεν χρειάζεται πλέον να ανησυχούν για την ανάγνωση των διατροφικών ετικετών των προϊόντων για να δουν αν περιέχουν υδρογονωμένα έλαια και τρανς λιπαρά. Μπορούν απλώς να γνωρίζουν ότι δεν το κάνουν πλέον».
Πριν από την απαγόρευση του FDA για τα υδρογονωμένα λίπη, οι μαργαρίνες αποτελούσαν μια σημαντική πηγή τρανς λιπαρών λόγω της χρήσης των υδρογονωμένων λιπών.
Υπερεπεξεργασμένη τροφή
Από την άλλη μεριά, θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι μαργαρίνες είναι μια πολύ επεξεργασμένη τροφή. Η Marion Nestle, καθηγήτρια διατροφής και δημόσιας υγείας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ανάφερες ότι η μαργαρίνη και άλλα παρόμοια τρόφιμα είναι τεχνητά προϊόντα που έχουν σχεδιαστεί για να υποκαθιστούν το βούτυρο. Σημείωσε ότι πολλά από αυτά τα προϊόντα πληρούν τον ορισμό των υπερεπεξεργασμένων. Ο προσωπικός της διατροφικός κανόνας είναι να μην τρώμε ποτέ τίποτα τεχνητό γιατί, όπως λέει, δεν εξελιχθήκαμε για να τρώμε βιομηχανικά συστατικά. «Προσπαθώ να τις αποφεύγω όσο το δυνατόν περισσότερο, έτσι οι μαργαρίνες είναι εκτός διατροφικού ραντάρ», είπε. Η Nestle αναφέρει ότι προτιμά το βούτυρο από τη μαργαρίνη, αλλά μόνο με μέτρο. «Είναι αληθινό φαγητό, ελάχιστα επεξεργασμένο, με ένα συστατικό: το αγελαδινό γάλα. Προτιμώ το γλυκό από το αλατισμένο βούτυρο», είπε.
Ο Andy De Santis, εγγεγραμμένος διαιτολόγος και ειδικός στην απώλεια βάρους, ανέφερε ότι η μαργαρίνη, και ειδικά ορισμένα εξειδικευμένα προϊόντα μαργαρίνης που παρασκευάζονται με υψηλότερες ποσότητες ιδιαίτερα υγιεινών ελαίων όπως το ελαιόλαδο και το λάδι αβοκάντο, αυξάνουν την έκθεση ενός ατόμου σε υγιή μονοακόρεστα λιπαρά οξέα που είναι γνωστό ότι μειώνουν την LDL επίπεδα (κακής) χοληστερόλης. Αντίθετα, είπε, «Γνωρίζουμε ότι το βούτυρο περιέχει σημαντικές ποσότητες κορεσμένων λιπαρών, το οποίο έχει το αντίθετο αποτέλεσμα στα επίπεδα χοληστερόλης. Αυτό μου δείχνει ότι η χρήση μαργαρίνης είναι ανώτερη από την άποψη της δημόσιας υγείας», πρόσθεσε.
Πηγή: Nutrient comparisons of margarine/margarine-like products, butter blend products and butter in the US marketplace in 2020 post-FDA ban on partially hydrogenated oils, Public Health Nutrition (2021). DOI: 10.1017/S1368980021004511.