Η ανάγκη για εκδίκηση – Νιώθουμε άμεσα καλά, αλλά τί γίνεται μακροπρόθεσμα;

Το παρακάτω κείμενο βασίζεται σε άρθρο του Geoff Beattie, The Conversation

Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε ονειρευτεί την εκδίκηση κάποια στιγμή στη ζωή μας, και ίσως ακόμη και να την εφαρμόσαμε. Η εκδίκηση είναι ίσως το πιο δημοφιλές θέμα στις κινηματογραφικές ταινίες ξεπερνώντας ακόμα και τα λαβ στόριες -το πιο διάσημο έργο του Σαίξπηρ, ο Άμλετ, έχει ως θέμα την εκδίκηση. Αλλά είναι τελικά μια καλή ιδέα; Mας κάνει σοφότερους και πιο ευτυχισμένους μακροπρόθεσμα;

Λέγεται ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγετε κρύο. Επίσης λέγεται ότι η εκδίκηση είναι γλυκιά. Για το τελευταίο υπάρχουν ορισμένα στοιχεία από τη νευροεπιστήμη που το δικαιώνουν. Σε μια μελέτη του 2004 που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science, οι ερευνητές σάρωσαν τον εγκέφαλο των συμμετεχόντων χρησιμοποιώντας τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) ενώ έπαιζαν ένα οικονομικό παιχνίδι που επικεντρωνόταν στην εμπιστοσύνη και μερικές φορές οδηγούσε σε εκδικητικές ενέργειες.

Το παιχνίδι εξελίχθηκε ως εξής: δύο άνδρες παίκτες αλληλεπιδρούσαν ανώνυμα μεταξύ τους, το άτομο Α και το άτομο Β. Ο καθένας ξεκίνησε το παιχνίδι με 10 μονάδες χρημάτων. Το άτομο Α παίρνει την πρώτη απόφαση και μπορεί είτε να μεταφέρει τις 10 μονάδες του στο άτομο Β είτε να τις κρατήσει για τον εαυτό του. Εάν μετέφερε τα χρήματα, ο πειραματιστής τετραπλασίαζε το ποσό που λάμβανε το άτομο Β σε 40 μονάδες, οπότε ο Β είχε 50 μονάδες. Το άτομο Β μπορούσε τώρα να στείλει πίσω το μισό από αυτό (25 μονάδες) στον Α ή να μη στείλει τίποτα απολύτως. Αν ο Β ενεργούσε έτσι και έστελνε πίσω τα μισά χρήματα, και οι δύο κατέληγαν με 25 μονάδες -ένα μεγάλο κέρδος από τα 10 με τα οποία είχε ξεκινήσει ο καθένας. Αλλά αν ο Β παραβίαζε την εμπιστοσύνη που του έδειξε ο Α και δεν έστελνε τίποτα πίσω, ο Β κατέληγε να έχει 50 μονάδες. Αν ο Α δεν εμπιστευόταν τον Β εξ’ αρχής και δεν μετέφερε χρήματα καθόλου, κατέληγαν και οι δύο με 10 μονάδες. Αν μετέφερε εμπιστευόμενος τον Β κατέληγαν και οι δύο με 25. Αλλά αν ο Β δεν ανταποκρινόταν στην εμπιστοσύνη είχε 50 και ο Α είχε μηδέν.

Οι ερευνητές ενδιαφέρθηκαν για τις κρίσεις του Α σε περίπτωσης αδικίας όταν ο Β κράταγε όλα τα χρήματα για τον ευαυτό του, καθώς και την επιθυμία να τιμωρήσει τον Β, αφαιρώντας τις μονάδες χρημάτων στην επόμενη κίνησή τους στο παιχνίδι. Εξέτασαν τις αλλαγές στη δραστηριότητα σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου του Α καθώς αναζητούσε εκδίκηση.

Όταν παραβιάστηκε η εμπιστοσύνη με αυτόν τον τρόπο, οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι επιδίωξαν την εκδίκηση και αυτό αντικατοπτρίστηκε στην αυξημένη δραστηριότητα στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την ανταμοιβή, στο ραχιαίο ραβδωτό σώμα. Η εκδίκηση, με άλλα λόγια, έχει να κάνει με το να νιώθουμε καλά, παρά να νιώθουμε άσχημα. Διαπιστώθηκε επίσης ότι εκείνοι οι συμμετέχοντες με την ισχυρότερη δραστηριότητα σε αυτήν την περιοχή του εγκεφάλου ήταν πρόθυμοι να υποστούν μεγαλύτερο προσωπικό κόστος (σε μονάδες χρημάτων που αφαιρέθηκαν από τον δικό τους λογαριασμό) προκειμένου να πάρουν την εκδίκησή τους.

Το δίλημμα της εκδίκησης

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η εκδίκηση (ή τιμωρία) κάνει καλό όχι μόνο σε εμάς δίνοντάς μας ευχαρίστηση αλλά και στην κοινωνία γιατί αφορά κυρίως την τιμωρία των παραβάσεων και τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης. Αλλά ορισμένα άλλα πράγματα δεν πρέπει να παραμεληθούν. Σε μια μελέτη του 2008, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι άνθρωποι συχνά ανέφεραν πολύ πιο αρνητική διάθεση αμέσως μετά από μια πράξη εκδίκησης.

Μια άλλη μελέτη εισήγαγε ένα ευρύτερο φάσμα μέτρων για την αξιολόγηση αυτών των ψυχολογικών επιπτώσεων. Εκτός από τη διερεύνηση της κατάστασης της διάθεσης των συμμετεχόντων αφού σκέφτηκαν μια πράξη εκδίκησης, οι ερευνητές συμπεριέλαβαν επίσης μια υπολογιστική ανάλυση της γλώσσας που χρησιμοποιούσαν οι συμμετέχοντες ενώ έγραφαν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους για το συμβάν με μια πιο λεπτομερή ανάλυση των συναισθημάτων τους και όχι απλώς μια παροδική διάθεση.

Το συμπέρασμά τους ήταν ότι οι συμμετέχοντες ανέφεραν ένα μείγμα συναισθημάτων. Η εκδίκηση δεν ήταν πάντα γλυκιά, μάλλον «η εκδίκηση είναι γλυκόπικρη».  Αυτό σημαίνει ότι η εκδίκηση έχει στην πραγματικότητα την ικανότητα να προκαλεί τόσο θετικά όσο και αρνητικά συναισθήματα (συμπεριλαμβανομένου του αισθήματος έντασης, αβεβαιότητας και φόβου). Αυτό από πολλές απόψεις υπάρχει το δίλημμα της εκδίκησης. Φαίνεται ελκυστική και ικανοποιητική, κάνοντας τα κέντρα ανταμοιβής του εγκεφάλου να λάμπουν θετικά αλλά ενώ ο σχεδιασμός της εκδίκησης μπορεί να είναι υπέροχος, το μετά μπορεί να είναι μια διαφορετική ιστορία.

Το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα εξαρτάται από πολλούς άλλους παράγοντες -συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο αλλάζουν τα συναισθήματά σας σχετικά με την αρχική πράξη και εάν μπορείτε τώρα να συμπονέσετε τον δράστη και να κατανοήσετε τη σκοπιά του. Το πώς αισθάνεστε για την προσωπικότητα του δράστη και το αν μπορεί να διορθώσει τη συμπεριφορά του χωρίς να χρειαστεί να εκδικηθείτε, έχει επίσης σημασία, όπως επίσης και το αν έχει την ικανότητα να αλλάξει και να ζητήσει συγγνώμη με ουσιαστικό τρόπο. Ακόμη και ο ίδιος ο χρόνος μπορεί να επηρεάσει την αίσθηση της εκδίκησης. Αυτό καθιστά δύσκολο να προσδιοριστεί εάν υπάρχουν μακροπρόθεσμα ψυχολογικά οφέλη. Να εκδικηθεί κανείς ή να μην εκδικηθεί; Ιδού η απορία.

Άλλες επιλογές

Τί μπορεί να κάνει κάποιος αντί της εκδίκησης, όταν τον αδικούν; Αυτό μπορεί μερικές φορές να είναι πολύ δύσκολο, όπως όλοι γνωρίζουμε. Μια μελέτη έδωσε ρητά οδηγίες στους συμμετέχοντες να γράψουν για τα βλαβερά γεγονότα, εστιάζοντας στα προσωπικά οφέλη, όπως το πώς τα άλλαξαν προς το καλύτερο, για να δουν αν αυτό θα μπορούσε να τους βοηθήσει να εγκαταλείψουν την ανάγκη τους για εκδίκηση.

Οι συμμετέχοντες έγραψαν ότι είχαν «γίνει πιο δυνατοί», «ανακάλυψαν άγνωστες δυνάμεις» και ότι «έγιναν σοφότεροι» χάρη στην εμπειρία τους. Είπαν επίσης ότι «είχαν επιτρέψει μια νέα εμπειρία». Το να γράφουν για τα γεγονότα με αυτόν τον τρόπο σήμαινε ότι μπορούσαν να συγχωρήσουν τον δράστη και ήταν λιγότερο πιθανό να ζητήσουν εκδίκηση. Υπέφεραν επίσης λιγότερο από μακροχρόνιο άγχος και θυμό, ενισχύοντας τελικά την ψυχολογική τους ευεξία.

Ίσως η σύγχρονη νευροεπιστήμη να μην έχει καλύψει την πολυπλοκότητα του φαινομένου της εκδίκησης. Δεν ξέρουμε τι συμβαίνει με την πάροδο του χρόνου. Ίσως το ραχιαίο ραβδωτό σώμα να “ανάβει” κάθε φορά που καθόμαστε και σχεδιάζουμε μια εκδίκηση για παρατεταμένη περίοδο ή ίσως η αίσθηση της αναμενόμενης ανταμοιβής γίνεται λιγότερο έντονη με την πάροδο του χρόνου. Ίσως τότε πρέπει να σχεδιάζουμε όλο και πιο ακραίες πράξεις εκδίκησης για να δεχτούμε το ίδιο νευροφυσιολογικό και ψυχολογικό χτύπημα. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, όπως πολλά πράγματα στη ζωή, η προσμονή είναι συχνά καλύτερη από την πραγματική εμπειρία. Οπότε, οι “συνωμότες” της εκδίκησης θα πρέπει να το προσέξουν: η πραγματική πράξη μπορεί να μην ανταποκρίνεται πλήρως στις προσδοκίες.

Δείτε επίσης