Η ομοκυστεΐνη και οι βιταμίνες Β στη θεραπεία της ανθεκτικής υπέρτασης

Η ανθεκτική στη θεραπεία υπέρταση είναι ένα θέμα μεγάλης σημασίας. Περίπου το 12,8% του παγκόσμιου πληθυσμού εμφανίζει ανθεκτική στα φάρμακα υπέρταση, η οποία ορίζεται ως η αποτυχία επίτευξης της αρτηριακής πίεσης κάτω του στόχου 140/90 mmHg χρησιμοποιώντας τρεις κατηγορίες φαρμάκων κατά της υπέρτασης. Ένας νεότερος ορισμός του ορίου της υπέρτασης, στα 30/80 mmHg, καθιστά την επιτυχή αντιμετώπιση ακόμη πιο δύσκολη

Η υψηλή ομοκυστεΐνη είναι ένας παράγοντας κινδύνου όχι μόνο για τα καρδιαγγειακά επεισόδια αλλά και για την υπέρταση. Σύμφωνα με ένα άρθρο δύο ερευνητών, από τα πανεπιστήμια Μέιν και Αρκάνσας των ΗΠΑ, η χρήση των βιταμινών του συμπλέγματος Β μειώνουν τα επίπεδα της ομοκυστεΐνης και αυτό είναι ένα αποτελεσματικό μέσο για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης. Οι βιταμίνες Β μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στη διαχείριση της ανθεκτικής στα φάρμακα υπέρτασης.

Η διαμάχη

Ήδη από το 2002, δημοσιεύτηκαν τα πρώτα άρθρα στην ιατρική βιβλιογραφία που συνιστούσαν μείωση των επιπέδων της ομοκυστεΐνης στο αίμα με τη χρήση του φολικού οξέος, ως μια προσέγγιση για τη διαχείριση της ανθεκτικής στη θεραπεία υπέρτασης. Λίγο αργότερα, δημοσιεύτηκαν στο New England Journal of Medicine (NEJM) μελέτες που επέκριναν την αποτελεσματικότητα του φολικού οξέος στη μείωση της ομοκυστεΐνης και στην πρόληψη του θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο και εγκεφαλικά, οδηγώντας σε γενικό σκεπτικισμό για την αξία αυτής της θεραπείας για καρδιαγγειακές και νευροαγγειακές παθήσεις. Ο Νορβηγός καθηγητής Kaare Harald Bønaa, σε συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας το 2005, ουσιαστικά διακήρυξε ότι δεν υπήρχε μέλλον για την έρευνα για την ομοκυστεΐνη και τις βιταμίνες, δηλαδή ότι αυτή η έρευνα ήταν νεκρή. Ωστόσο, Η δήλωση του Bonaa και η εσφαλμένη ερμηνεία αυτής της δήλωσης, συνέχισαν να συναντούν πολλές αντιρρήσεις. Το 2006, ένα άρθρο-ορόσημο, δήλωνε ότι η κηδεία της θεραπείας μείωσης της ομοκυστεΐνης ήταν πρόωρη.

Μια πρόσφατη ανασκόπηση συνόψισε τα κύρια προβλήματα που είχε η άποψη ότι το φολικό οξύ δεν ήταν αποτελεσματικό στη μείωση της ομοκυστεΐνης: (1) οι χρονικοί περίοδοι των μελετών ήταν πολύ μικρές. (2) οι μελέτες περιορίστηκαν σε άτομα με προϋπάρχουσα αγγειακή νόσο, (3) τα επίπεδα της ομοκυστεΐνης συχνά εκτιμήθηκαν παρά μετρήθηκαν και μειώθηκαν ανεπαρκώς, και (4) τα θετικά αποτελέσματα της πρόληψης των εγκεφαλικών υποβαθμίστηκαν εκ των προτέρων. Σ’ αυτή την ανασκόπηση, οι Smith και Refsum συγκέντρωσαν μια εντυπωσιακή σειρά μελετών που υποδεικνύουν ότι τα συμπληρώματα διατροφής, με επαρκείς ποσότητες βιταμινών Β2, Β6, φυλλικού οξέος και Β12 σχετίζονται με τη μείωση των επιπέδων της ομοκυστεΐνης και ότι αυτό είναι ασφαλές. Και το πιο σημαντικό, ότι αυτό σχετίζεται με μείωση των ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών και νευρολογικών συμβάντων, καθώς και με βελτιωμένη γνωστική απόδοση σε άτομα με γνωστικά προβλήματα.

Μια μετα-ανάλυση (Zhong et al.) που δημοσιεύθηκε το 2022 περιέλαβε 11 μελέτες και 4.830 περιπτώσεις ιδιοπαθούς υπέρτασης, βρίσκοντας ότι η υψηλή ομοκυστεΐνη (που ορίζεται διαφορετικά σε διάφορες μελέτες) συσχετίστηκε στατιστικά σημαντικά με την αρτηριακή πίεση. Λόγω του μικρού αριθμού συμμετεχόντων στις μεμονωμένες μελέτες που συνέβαλαν στην ανάλυση, και του καθορισμού της υψηλής ομοκυστεΐνης με διαφορετικές τιμές, οι αναλύσεις των αποτελεσμάτων στις μεμονωμένες μελέτες δεν είχαν νόημα, αλλά ως σύνολο είχαν.

Ο ρόλος των βιταμινών Β

Κατόπιν αυτών, ο καθηγητής ψυχολογίας Merrill Elias, συνεργάστηκε με τον Craig Brown, επίκουρο καθηγητή οφθαλμολογίας και δημοσίευσαν ένα άρθρο στο American Journal of Hypertension για τη θεραπεία της ανθεκτικής στα φάρμακα υπέρτασης μέσω μείωσης των επιπέδων ομοκυστεΐνης με βιταμίνες του συμπλέγματος Β.

Η ομοκυστεΐνη είναι μια ενδιάμεση ένωση που επηρεάζεται από τον μεταβολισμό της γλουταθειόνης (το βασικό αντιοξειδωτικό του σώματος), της μεθειονίνης (ενός απαραίτητου αμινοξέος) και του μονοξειδίου του αζώτου (ένα μόριο που σχετίζεται με αγγειοσυστολή των μικρών αγγείων). Τα υψηλά επίπεδα της ομοκυστεΐνης δεν κάνουν καλό στο σώμα αλλά μπορούν να μειωθούν με μια διατροφή πλούσια σε βιταμίνες Β.

Η αυξημένη ομοκυστεΐνη είναι αποτέλεσμα γενετικών μεταλλάξεων ή ανεπαρκών αποθεμάτων βιταμινών Β6, Β12, φολικού οξέος και ριβοφλαβίνης (Β2). Και σχετίζεται με διαταραχή της σύνθεσης του μονοξειδίου του αζώτου, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο τον κίνδυνο υπέρτασης, καρδιακών παθήσεων, εγκεφαλικού επεισοδίου και νευρολογικών παθήσεων. Η μείωση της ομοκυστεΐνης είναι σχετικά φθηνή επειδή μπορεί να επιτευχθεί με την παροχή διατροφικών συμπληρωμάτων και συγκεκριμένα των βιταμινών Β.

Ενώ η πρόσφατη βιβλιογραφία υποστηρίζει την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της μείωσης της ομοκυστεΐνης στη θεραπεία της υπέρτασης, η εγκυρότητα αυτής της γενίκευσης αμφισβητήθηκε, δημιουργώντας μια διαμάχη που κράτησε πάνω από 15 χρόνια και έχει επιβραδύνει τη χρήση της μείωσης της ομοκυστεΐνης ως μέσου θεραπείας της υπέρτασης, σύμφωνα με τους Merrill Elias και Craig Brown. Οι δύο ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι επικρίσεις για τη μείωση της ομοκυστεΐνης ήταν πρόωρες και ότι η λήψη συμπληρωμάτων βιταμινών με επαρκείς ποσότητες σε Β2, Β6, φυλλικό οξύ και Β12 μπορούν να μειώσουν με ασφάλεια την αρτηριακή πίεση από 6 έως 13 mmHg.

Η ενημερωμένη τιμή αναφοράς για τη φυσιολογική ομοκυστεΐνη στο αίμα είναι κάτω από τα 10 μmol/L. Ωστόσο, πολλά εργαστήρια ορίζουν φυσιολογικά επίπεδα ομοκυστεΐνης έως τα 11,4 μmol/L. Για κάθε αύξηση κατά 1 μmol/L, υπάρχει κατά  8% αυξημένος κίνδυνος θανάτου από κάθε αιτία και 7,15% αυξημένος κίνδυνος θανάτου από καρδιαγγειακά νοσήματα στα υπερτασικά άτομα, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2021. Τιμές ομοκυστεΐνης κάτω από 10 μmol/L είναι πιθανώς ασφαλείς, αλλά οι άνθρωποι με υψηλότερες τιμές μπορεί να ωφεληθούν από τη μείωσή της.

Οι Elias και Brown υποστηρίζουν ότι υπάρχει ανάγκη να επικαιροποιηθούν οι εργαστηριακές τιμές για τη φυσιολογική ομοκυστεΐνη και να καθοριστεί εάν οι τιμές προστασίας έναντι του κινδύνου πρέπει να είναι ακόμη χαμηλότερες. Επίσης λένε ότι το φυλλικό οξύ (το διατροφικό συμπλήρωμα που αντιστοιχεί στη φυσική βιταμίνη των τροφίμων και ονομάζεται φολικό οξύ) είναι συνήθως ο παράγοντας που επιλέγεται για τη μείωση της ομοκυστεΐνης αλλά παρουσιάζει αδύναμα στοιχεία για την πρόληψη του εγκεφαλικού χωρίς όφελος για τους θανάτου από κάθε αιτία και την καρδιαγγειακή θνησιμότητα. Το φυλλικό οξύ δεν είναι βιοϊσοδύναμο της φυσικής διατροφικής βιταμίνης (φολικό οξύ), δεν μειώνει άμεσα την ομοκυστεΐνη, μπορεί να προκαλέσει νεφρική τοξικότητα και, σε αντίθεση με το φυσικό L-methylfolate, δεν διαπερνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό. Αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση το εάν το φυλλικό οξύ είναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση της υπέρτασης και της νευροπροστασίας. Το ποιο διατροφικό συμπλήρωμα, αντίστοιχο του φολικού οξέος, είναι ο βέλτιστος παράγοντας για τα θεραπευτικά αποτελέσματα είναι ένα σημαντικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί από μελλοντικές μελέτες.

Η θεραπεία με βιταμίνες είναι ένα δυνητικά σημαντικό συμπλήρωμα στη φαρμακευτική θεραπεία της ανθεκτικής στα φάρμακα υπέρτασης, αλλά η θεραπεία θα πρέπει να διεξάγεται υπό την καθοδήγηση γιατρού ή ειδικευμένου παρόχου υγειονομικής περίθαλψης, έγραψαν οι δύο ερευνητές.

Πηγή: New Evidence for Homocysteine Lowering for Management of Treatment-Resistant Hypertension, American Journal of Hypertension (2021). DOI: 10.1093/ajh/hpab194.

Δείτε επίσης