COVID-19: Πόσο διαρκεί η ανοσία μετά από μόλυνση ή εμβολιασμό;

Έχοντας βιώσει μια προηγούμενη λοίμωξη COVID-19 ή κατόπιν εμβολιασμού, πολλοί άνθρωποι αναρωτιούνται πόσο ευάλωτοι είναι στον ιό. Περίπου 4,9 δισεκατομμύρια άνθρωποι -το 63,9% του παγκόσμιου πληθυσμού- είχαν λάβει τουλάχιστον μία δόση εμβολίου COVID-19 έως τα τέλη Φεβρουαρίου 2022. Και πάνω από 430 εκατομμύρια κρούσματα COVID-19 έχουν επιβεβαιωθεί από την έναρξη της πανδημίας.

Με την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού είτε να έχει ανοσοποιηθεί κατά της COVID-19 είτε να έχει αναρρώσει από μόλυνση, οι άνθρωποι δικαίως ρωτάνε για πόσο καιρό η ανοσία που προκαλείται είτε από εμβολιασμό είτε από φυσική λοίμωξη παρέχει ανοσολογική προστασία.

Β κύτταρα και φονικά Τ-κύτταρα

Μετά τον εμβολιασμό ή τη μόλυνση με COVID-19, το σώμα παράγει δύο τύπους προστατευτικών ανοσολογικών αποκρίσεων. Ο πρώτος τύπος περιλαμβάνει Β κύτταρα, τα οποία παράγουν αντισώματα. Τα αντισώματα είναι πρωτεΐνες σε σχήμα Υ που αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας ενάντια σε μια μόλυνση ή έναν αντιληπτό εισβολέα. Σαν κλειδαριά, τα αντισώματα μπορούν να συνδεθούν απευθείας με έναν ιό -ή με την πρωτεΐνη της ακίδας του Sars-Cov-2 στην περίπτωση των εμβολίων mRNA- και να τον εμποδίσουν να εισέλθει στα κύτταρα.

Αλλά όταν ένας ιός εισέλθει μέσα στα κύτταρα, τα αντισώματα δεν είναι πλέον αποτελεσματικά. Ο ιός αρχίζει να αναπαράγεται στα μολυσμένα κύτταρα και να εξαπλώνεται σε άλλα κύτταρα. Σ’ αυτή την περίπτωση, το ανοσοποιητικό σύστημα ενεργοποιεί έναν άλλο τύπο ανοσοκυττάρων, τα φονικά Τ κύτταρα, που λειτουργούν ως η δεύτερη γραμμή άμυνας. Σε αντίθεση με τα αντισώματα, τα φονικά Τ-λεμφοκύτταρα δεν μπορούν να «δουν» άμεσα τον ιό και άρα δεν μπορούν να τον εμποδίσουν να εισέλθει στα κύτταρα. Ωστόσο, τα φονικά Τ κύτταρα μπορούν να αναγνωρίσουν ένα κύτταρο μολυσμένο από ιό και να το καταστρέψουν προτού ο ιός έχει την ευκαιρία να μεταδοθεί αλλού -το ίδιο κάνουν όταν ένα κύτταρο έχει γίνει καρκινικό. Με αυτόν τον τρόπο, τα φονικά Τ κύτταρα μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη του πολλαπλασιασμού και της εξάπλωσης ενός ιού.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, το ευρύ κοινό πίστευε λανθασμένα ότι τα αντισώματα παρέχουν το μεγαλύτερο μέρος της προστατευτικής ανοσίας. Ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει για το σημαντικό ρόλο των φονικών Τ κυττάρων. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι τα αντισώματα είναι εύκολο να ανιχνευθούν, ενώ η ανίχνευση των φονικών Τ-κυττάρων είναι πολύπλοκη και περιλαμβάνει προηγμένη τεχνολογία. Όταν τα αντισώματα αποτυγχάνουν, είναι τα φονικά Τ κύτταρα που προλαμβάνουν την σοβαρή έκβαση της COVID-19, όπως είναι η νοσηλεία και ο θάνατος.

Τα φονικά Τ κύτταρα να επιτίθενται σε κύτταρα που έχουν μολυνθεί από ιό ή έχουν γίνει καρκινικά.

Κύτταρα  μνήμης

Έπειτα έρχονται οι πραγματικοί βετεράνοι του ανοσοποιητικού συστήματος, τα κύτταρα μνήμης. Αυτά μπορούν να παρέχουν μακροχρόνια και ισχυρή ανοσία έναντι μιας λοίμωξης με βάση την προηγούμενη εμπειρία τους. Αφού εκτελούν τα καθήκοντά τους για την εκκαθάριση της μόλυνσης ή της πρωτεΐνης ακίδας του ιού, τόσο τα Β-κύτταρα που παράγουν αντισώματα όσο και τα φονικά Τ κύτταρα υπόκεινται σε ένα μετασχηματισμό και μετατρέπονται σε κύτταρα μνήμης. Όταν αυτά τα κύτταρα συναντούν την ίδια πρωτεΐνη από τον ιό, αναγνωρίζουν αμέσως την απειλή και λαμβάνουν μια ισχυρή απόκριση που βοηθά στην πρόληψη μιας μόλυνσης.

Αυτό εξηγεί γιατί πολλαπλές δόσεις εμβολίων κατά της COVID-19 προστατεύουν. Αυξάνουν τον αριθμό των κυττάρων Β μνήμης και αυτό μειώνει τον κίνδυνο επαναμόλυνσης -ή τη λοίμωξη. Μια παρόμοια αύξηση των φονικών Τ-κυττάρων μνήμης αποτρέπει τη σοβαρή ασθένεια και νοσηλεία.

Τα κύτταρα μνήμης μπορούν να παραμείνουν στο ανοσοποιητικό σύστημα για μεγάλες περιόδους -μερικές φορές ακόμη και μέχρι 75 χρόνια για ορισμένες λοιμώξεις. Αυτό εξηγεί γιατί οι άνθρωποι αναπτύσσουν δια βίου προστατευτική ανοσία σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως μετά από εμβολιασμό κατά της ιλαράς ή λοίμωξη από ευλογιά.

Αλλά τα κύτταρα μνήμης είναι εξαιρετικά συγκεκριμένα. Εάν εμφανιστούν νέα στελέχη ή παραλλαγές ενός ιού, όπως συνέβη πολλές φορές κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, τα κύτταρα μνήμης μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματικά. Αυτό εγείρει το ερώτημα: Πόσο διαρκεί η ανοσία;

Η διάρκεια της ανοσίας

Τα αντισώματα αρχίζουν να παράγονται εντός των πρώτων ημερών μετά από τη μόλυνση με COVID-19 ή μετά τη λήψη εμβολίου. Αυξάνονται σταθερά σε συγκέντρωση για εβδομάδες και μήνες στη συνέχεια. Τρεις μήνες μετά τη μόλυνση, οι άνθρωποι έχουν μια ισχυρή απόκριση αντισωμάτων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ θεωρούν εδώ και καιρό ότι τα άτομα που είχαν επιβεβαιωμένη λοίμωξη από COVID-19 τις τελευταίες 90 ημέρες δεν χρειάζεται να μπουν σε καραντίνα όταν έρχονται σε επαφή με κάποιον που έχει COVID-19.

Αλλά περίπου έξι μήνες μετά, τα αντισώματα αρχίζουν να μειώνονται. Αυτό ήταν που οδήγησε στη λεγόμενη «φθίνουσα ανοσία» που παρατήρησαν οι ερευνητές το φθινόπωρο του 2021, μήνες αφότου πολλά άτομα είχαν εμβολιαστεί πλήρως. Ωστόσο, η ανοσία είναι περίπλοκη και τα αντισώματα λένε ένα μέρος της ιστορίας. Μερικά Β κύτταρα είναι μακρόβια και συνεχίζουν να παράγουν αντισώματα κατά του ιού. Αντισώματα κατά του SARS-CoV-2 έχουν ανιχνευθεί ακόμη και ένα χρόνο μετά τη μόλυνση. Ομοίως, κύτταρα Β μνήμης μπορούν να ανιχνευθούν για τουλάχιστον οκτώ μήνες και φονικά Τ κύτταρα μνήμης έχουν παρατηρηθεί για σχεδόν δύο χρόνια μετά τη μόλυνση από τον COVID-19.

Γενικά, τα εμβόλια έχουν αποδειχθεί ότι πυροδοτούν μια ανοσολογική μνήμη παρόμοια με αυτή της φυσικής μόλυνσης. Μια πρόσφατη μελέτη που δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί από ειδικούς έδειξε ότι μια τρίτη δόση εμβολίου αυξάνει την ποικιλομορφία των κυττάρων Β μνήμης, γεγονός που οδηγεί σε καλύτερη προστασία ακόμη και έναντι παραλλαγών όπως είναι η Όμικρον.

Αλλά η απλή ανίχνευση μιας ανοσολογικής απόκρισης δεν μεταφράζεται σε πλήρη προστασία έναντι της COVID-19. Είναι δύσκολο να συσχετιστούν με ακρίβεια τα επίπεδα των αντισωμάτων και των φονικών Τ κυττάρων με τον βαθμό προστασίας που προσφέρουν. Έτσι, ενώ γίνεται σαφές ότι κάποια μορφή ανοσοαπόκρισης κατά του ιού μπορεί να ανιχνευθεί για περισσότερο από ένα χρόνο μετά τη μόλυνση από COVID-19, μπορεί να μην υπάρχει πλήρη προστασία έναντι της επαναμόλυνσης.

Υπάρχουν αντιφατικές αναφορές σχετικά με το εάν η ανοσία που προκαλείται μετά από μια φυσική μόλυνση είναι καλύτερη από αυτή που προκαλείται από τα εμβόλια. Αυτό μπορεί να προέκυψε από την εμφάνιση διαφορετικών παραλλαγών του ιού. Ωστόσο, η ευρεία συναίνεση είναι ότι η μόλυνση από τον COVID-19 μπορεί να οδηγήσει σε προστασία συγκρίσιμη με αυτή των εμβολίων.

Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι η ανοσία που αποκτάται από το συνδυασμό μιας λοίμωξης COVID-19 ακολουθούμενη από εμβολιασμό -υβριδική ανοσία- είναι πολύ ισχυρή και παραμένει αποτελεσματική για περισσότερο από ένα χρόνο μετά τη μόλυνση με COVID-19. Είναι ενδιαφέρον ότι η υβριδική ανοσία πυροδοτεί μια πολύ ισχυρή απόκριση αντισωμάτων για παρατεταμένη περίοδο. Αυτό δείχνει ότι είναι σημαντικό για άτομα που έχουν μολυνθεί στο παρελθόν με τον COVID-19 να εμβολιαστούν για να εξασφαλίσουν πιο ισχυρή προστασία.

Με την αυξανόμενη γνώση ότι τόσο τα εμβόλια όσο και οι φυσικές λοιμώξεις μπορούν να προκαλέσουν μια ισχυρή και παρατεταμένη απόκριση των φονικών Τ κυττάρων -τα οποία προστατεύουν από νοσηλεία και θάνατο- οι ανοσολόγοι ερευνούν τώρα πώς να αναπτύξουν εμβόλια που μπορούν να πυροδοτήσουν μια παρατεταμένη απόκριση αντισωμάτων για την πρόληψη των επαναμολύνσεων.

Δείτε επίσης