Η επιλογή συντρόφου ζωής είναι αναμφισβήτητα μία από τις πιο σημαντικές αποφάσεις που μπορεί να πάρει ένα άτομο. Και η έρευνα έχει δείξει ότι ο πιο συνηθισμένος τρόπος για να το κάνετε αυτό στις μέρες μας είναι να συνδεθείτε στο διαδίκτυο. Σύμφωνα με το διάσημο βιβλίο του John Gray, το 1992, οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν εγγενώς διαφορετική φύση, τόσο πολύ που οι άνδρες είναι από τον Άρη και οι γυναίκες από την Αφροδίτη. Αυτό σημαίνει ότι τα κριτήρια επιλογής των δύο φύλων είναι πολύ διαφορετικά.
Εντός του πεδίου της εξελικτικής επιλογής ζευγαρώματος, υπάρχει μια συνεχής συζήτηση για τα κριτήρια των ανδρών και των γυναικών και το πόσο παρόμοια ή διαφορετικά είναι ανάλογα με την ηλικία. Μια μελέτη προσπάθησε να εντοπίζει αυτά τα κριτήρια και πώς αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου, χρησιμοποιώντας κριτήρια που δηλώθηκαν σε ένα ψηφιακό μέσο γνωριμιών.
Τα ψηφιακά ραντεβού
Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι το 1/3 όλων των γάμων στις Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησε μέσω ψηφιακών εφαρμογών γνωριμιών. Μερικοί αναρωτιούνται αν αυτό είναι καλό ή κακό, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι δίνει δουλειά στους ερευνητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Με μια τεράστια και αυξανόμενη δεξαμενή δεδομένων, οι ψυχολόγοι μελετούν τις επιλογές ζευγαρώματος με τρόπο που δεν μπορούσαν πιο πριν.
Τα ραντεβού στον 21ο αιώνα είναι μια μοναδική εμπειρία. Για χιλιετίες, η ανθρώπινη αναζήτηση για συντροφικότητα περιοριζόταν από την πρόσβαση και την απόσταση. Οι περισσότεροι άνθρωποι έπρεπε να βρουν σύντροφο μέσω συγγενών, φίλων, θρησκευτικών, πολιτιστικών ή κοινωνικών οργανώσεων. Σήμερα, τα διαδικτυακά ραντεβού επιτρέπουν την απεριόριστη λήψη αποφάσεων. Φανταστείτε να συναντούσατε κάποιον σε ένα μπαρ και να του λέγατε να περιμένει δύο ώρες, μήπως καταφέρετε να βρείτε κάποιον καλύτερο. Ακούγεται παράξενο, αλλά αυτό επιτρέπεται στο διαδικτυακό ραντεβού. Μπορείτε να κάνετε αναζήτηση σε χιλιάδες ανθρώπους και να μην χρειαστεί ποτέ να πάρετε μια απόφαση.
Προφανώς, ένα μεγάλο μέρος της σεξουαλικής έλξης εξαρτάται από την προσωπική προτίμηση σχετικά με το τι κάνει κάποιον «σέξι». Τούτου λεχθέντος, υπάρχουν πολλά στερεότυπα σχετικά με το τι βρίσκουν σέξι οι ετεροφυλόφιλοι άνδρες και γυναίκες. Συχνά θεωρείται ότι οι γυναίκες προτιμούν περισσότερο προσωπικότητα, ευφυΐα και χαρακτηριστικά που βασίζονται στη δέσμευση, ενώ οι άνδρες λέγεται ότι προτιμούν την ομορφιά. Από εξελικτικής πλευράς, αυτά τα στερεότυπα είναι βάσιμα. Στο παιχνίδι της ζωής, ο κύριος στόχος είναι να μεταδώσετε τα γονίδιά σας και οι τακτικές των δύο φύλων διαφέρουν γιατί κατά τη διάρκεια των χιλιετιών έχουν ασκηθεί διαφορετικές προσαρμοστικές πιέσεις.
Αλλά πιο πρόσφατες θεωρίες στις μελέτες φύλου και στην κοινωνική και εξελικτική ψυχολογία έχουν αντικρούσει την ιδέα των μεγάλων διαφορών. Καθώς ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι “διασχίζουν” την αγορά ψηφιακών γνωριμιών, όπως είναι το Tinder, το ερώτημα είναι εάν εξακολουθούν να προσυπογράφουν τις στερεότυπες ιδέες σχετικά με το τι βρίσκουν ελκυστικό σε έναν σύντροφο του αντίθετου φύλου. Φαίνεται ότι στα ψηφιακά μέσα ότι οι άντρες και οι γυναίκες μοιάζουν πολύ περισσότερο στις προτιμήσεις τους από ό,τι πιστεύεται.
Τα εννιά κριτήρια
Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό PLOS One, χρησιμοποιώντας δεδομένα από 7.325 Αυστραλούς ετεροφυλόφιλους ψηφιακούς χρήστες, ηλικίας 18 έως 65 ετών, δείχνει ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των προτιμήσεων των ανδρών και των γυναικών όσον αφορά την επιλογή συντρόφου. Και τα δύο φύλα επιθυμούν ουσιαστικά τις ίδιες ιδιότητες, αλλά δίνουν κάπως διαφορετική προτεραιότητα.
Η μελέτη ζήτησε από τους συμμετέχοντες να βαθμολογήσουν από το 0 έως το 100 τη σημασία που έδιναν σε 9 χαρακτηριστικά όταν αναζητούσαν σύντροφο. Αυτά τα χαρακτηριστικά ανήκαν σε τρεις κατηγορίες, στην αισθητική (συμπεριλαμβάνεται η ηλικία, η ελκυστικότητα και τα φυσικά χαρακτηριστικά), τους πόρους (περιλαμβάνεται το εισόδημα, η εκπαίδευση και η νοημοσύνη) και την προσωπικότητα (περιλαμβάνεται η εμπιστοσύνη, η ειλικρίνεια και η συναισθηματική σύνδεση).
Και τα δύο φύλα αξιολόγησαν την αισθητική ως εξαιρετικά σημαντική, επίσης τα τρία χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, ενώ το εισόδημα ήταν λιγότερο σημαντικό. Οι γυναίκες βαθμολόγησαν παράγοντες όπως η ηλικία, η εκπαίδευση, η ευφυΐα, το εισόδημα, η εμπιστοσύνη και η συναισθηματική σύνδεση περίπου 9 έως 14 μονάδες υψηλότερα από τους άνδρες. Οι άνδρες έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στην ελκυστικότητα και τη σωματική διάπλαση.
Κάτι σημαντικό είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο τα δύο φύλα έδωσαν προτεραιότητα στα χαρακτηριστικά άλλαζε με την ηλικία τους. Αυτό είναι λογικό, δεδομένου ότι απαιτούμε διαφορετικά πράγματα από έναν σύντροφο σε διαφορετικά στάδια της ζωής μας. Και τα δύο φύλα νοιάζονταν λιγότερο για τη σωματική ελκυστικότητα καθώς μεγάλωναν, ενώ η έμφαση στην προσωπικότητα αυξάνονταν.
Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι ορισμένα άτομα είπαν ότι ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ήταν πολύ σημαντικό γι’ αυτούς. Από την άλλη πλευρά υπήρχαν και αυτοί που είπαν ότι δεν είχαν έντονη προτίμηση για κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Φαίνεται λοιπόν πως μάλλον δεν υπάρχει μια ενιαία θεωρία επιλογής συντρόφου.
Οι περιορισμοί της μελέτης
Ωστόσο, αυτή η μελέτη αφορούσε δηλώσεις συμμετεχόντων σε μια ψηφιακή αγορά γνωριμιών, ένα ραντεβού μέσω διαδικτύου. Οι εφαρμογές γνωριμιών ζητούν τις προτιμήσεις των συμμετεχόντων για να κάνουν συνδυασμούς και να βρουν μια αντιστοιχία. Τα στοιχεία που δίνουν οι συμμετέχοντες μπορεί να είναι αυτά που αυξάνουν την επικοινωνία με τους άλλους και τους δίνουν την ευκαιρία να ψάξουν πιο ευρέως για έναν σύντροφο που θα τους βοηθήσει να επιτύχουν τον στόχο της σχέσης. Αυτό σημαίνει ότι ενδεχομένως να μην εκφράζουν απολύτως τις πραγματικές τους επιθυμίες. Με τους πιο παραδοσιακούς τρόπους γνωριμιών, τα κριτήρια μπορεί να είναι κάπως διαφορετικά. Είναι πιθανόν ο πιο παραδοσιακός τρόπος να φέρνει τις προτιμήσεις πιο κοντά στα στερεότυπα, και η απασχόληση, η εκπαίδευση, η οικογένεια, ο κοινωνικός κύκλος να έχουν πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο.
Επίσης, ο πληθυσμός του δείγματός ήταν αποτέλεσμα της αυτοεπιλογής, δηλαδή δεν ήταν ένα τυχαίο δείγμα. Αυτό σημαίνει ότι οι προτιμήσεις μπορεί να μην εκφράζουν το σύνολο των ανδρών και των γυναικών.
Τέλος, υπάρχει και το πρόβλημα της υποκειμενικότητας των αυτοαξιολογήσεων των συμμετεχόντων, για παράδειγμα, ο όρος «σεξουαλική ελκυστικότητα» μπορεί να μην ερμηνεύεται από όλους τους συμμετέχοντες με τον ίδιο τρόπο.