Υπάρχουν εδώ και καιρό βάσιμες υποψίες ότι οι τεχνητές γλυκαντικές ουσίες μπορεί να είναι επιβλαβείς για την υγεία μας. Μελέτες έχουν συνδέσει τη μεγάλη κατανάλωση τεχνητών γλυκαντικών με παθήσεις όπως ο διαβήτης τύπου 2, η παχυσαρκία και οι καρδιαγγειακές παθήσεις. Ωστόσο η σχέση τους με τον καρκίνο ήταν πάντα ένα αμφισβητούμενο θέμα.
Κατά καιρούς υπήρχαν δημοσιεύματα ότι τα τεχνητά γλυκαντικά προκαλούν καρκίνο στα ποντίκια. Για παράδειγμα, ένα τεχνητό γλυκαντικό, που ονομάζεται κυκλαμικό (cyclamate) που χρησιμοποιούταν στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1970 αποδείχθηκε ότι αυξάνει τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης σε αρουραίους. Ωστόσο, η ανθρώπινη φυσιολογία είναι διαφορετική από αυτή των αρουραίων και οι μελέτες παρατήρησης απέτυχαν να βρουν σχέση μεταξύ αυτού του γλυκαντικού και του καρκίνου στους ανθρώπους. Οι μελέτες συνέχισαν να αναφέρουν μια πιθανή σχέση μεταξύ τεχνητών γλυκαντικών και καρκίνου στα ποντίκια και μεγάλος ντόρος έχει γίνει για την ασπαρτάμη.
Τώρα, μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο PLOS Medicine, η οποία περιέλαβε πάνω από 100.000 άτομα, έδειξε ότι όσοι καταναλώνουν υψηλά επίπεδα ορισμένων γλυκαντικών είχαν μια αύξηση -αν και μέτρια- του κινδύνου εμφάνισης ορισμένων τύπων καρκίνου. Για να αξιολογήσουν την πρόσληψη τεχνητών γλυκαντικών, οι ερευνητές ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να κρατήσουν ένα ημερολόγιο για τη διατροφή τους. Περίπου οι μισοί από τους συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για πάνω από οκτώ χρόνια. Η μελέτη διαπίστωσε ότι η ασπαρτάμη και η ακεσουλφάμη Κ, ειδικότερα, συσχετίστηκαν με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου -καρκίνου του μαστού, του παχέος εντέρου, του στομάχου και του προστάτη. Αυτό υποδηλώνει ότι η αφαίρεση ορισμένων γλυκαντικών από τη διατροφή μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρκίνου.
Πολλά κοινά τρόφιμα περιέχουν γλυκαντικά. Αυτά τα πρόσθετα τροφίμων μιμούνται την επίδραση της ζάχαρης στους γευστικούς υποδοχείς της γλώσσας μας, παρέχοντας έντονη γλυκύτητα χωρίς να παρέχουν πολλές θερμίδες ή ακόμα και καθόλου θερμίδες. Τα περισσότερα γλυκαντικά είναι τεχνητά δηλαδή παρασκευάζονται στο εργαστήριο αλλά υπάρχουν και φυσικά γλυκαντικά όπως η στέβια και το σιρόπι γιακόν (yacon).
Αν και έχουν λίγες ή καθόλου θερμίδες, τα γλυκαντικά εξακολουθούν να έχουν επίδραση στην υγεία μας. Για παράδειγμα, ένα μέρος της ασπαρτάμης μετατρέπεται σε φορμαλδεΰδη (ένα γνωστό καρκινογόνο μόριο) μέσα στο σώμα. Η φορμαλδεΰδη ίσως να συσσωρεύεται μέσα στα κύτταρά και να τα κάνει να γίνουν καρκινικά. Τα κύτταρά μας έχουν ένα μηχανισμό αυτοκαταστροφής ο οποίος ενεργοποιείται όταν γίνονται καρκινικά. Αλλά η ασπαρτάμη έχει αποδειχθεί ότι «απενεργοποιεί» τα γονίδια που οδηγούν τα καρκινικά κύτταρα να αυτοκαταστραφούν. Άλλα γλυκαντικά, συμπεριλαμβανομένης της σουκραλόζης και της σακχαρίνης, έχει επίσης αποδειχθεί ότι βλάπτουν το DNA, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε καρκίνο. Αλλά αυτό έχει αποδειχθεί μόνο σε κύτταρα στο εργαστήριο και όχι στον άνθρωπο.
Το ανοσοποιητικό μας σύστημα καταστρέφει όχι μόνο τα παθογόνα μικρόβια αλλά και τα καρκινικά κύτταρα αλλά δεν έχει πάντα μεγάλη επιτυχία. Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού και ένας από αυτούς είναι το εντερικό μικροβίωμα. Τα γλυκαντικά μπορούν να έχουν μεγάλη επίδραση στα βακτήρια που ζουν στο έντερο μας. Η αλλαγή των βακτηρίων στο έντερο μπορεί να βλάψει το ανοσοποιητικό σύστημα, πράγμα που θα μπορούσε να σημαίνει ότι δεν μπορεί να αναγνωρίσει εύκολα και να καταστρέψει τα καρκινικά κύτταρα.
Δεν είναι σαφές από τα πειράματα που έχουν γίνει σε κύτταρα στο εργαστήριο ή σε ζώα πώς ακριβώς τα γλυκαντικά προωθούν τις καρκινικές αλλαγές στα κύτταρα. Πολλά από αυτά τα πειράματα δεν μπορούν να γίνουν απευθείας στον άνθρωπο διότι αυτό είναι ανήθικο. Μια συστηματική ανασκόπηση σχεδόν 600.000 συμμετεχόντων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν περιορισμένα στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η μεγάλη κατανάλωση τεχνητών γλυκαντικών μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ορισμένων μορφών καρκίνου. Μια άλλη ανασκόπηση στο περιοδικό BMJ κατέληξε σε παρόμοιο συμπέρασμα. Αλλά το γεγονός ότι υπάρχουν περιορισμένα στοιχεία δεν σημαίνει ότι τα γλυκαντικά είναι αθώα, σημαίνει ότι δεν έχουν γίνει αρκετές μελέτες. Τα ευρήματα της πρόσφατης μελέτης σίγουρα δικαιολογούν περαιτέρω έρευνα.
Με βάση τα τρέχοντα στοιχεία, είναι γενικά αποδεκτό ότι η χρήση τεχνητών γλυκαντικών σχετίζεται με αυξημένο σωματικό βάρος -αν και οι ερευνητές δεν είναι απολύτως βέβαιοι εάν τα γλυκαντικά το προκαλούν άμεσα αυτό. Μπορεί τα γλυκαντικά να συμβάλουν στην ανάπτυξη καρκίνων επειδή συνεισφέρουν στην αύξηση του βάρους. Να σημειωθεί ότι στην παρούσα μελέτη ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου σε όσους κατανάλωναν τα υψηλότερα επίπεδα τεχνητών γλυκαντικών σε σύγκριση με εκείνους που κατανάλωναν τα χαμηλότερα ήταν μέτριος,13%, για μια περίοδο οκτώ ετών.
Ενώ η σχέση μεταξύ της χρήσης γλυκαντικών και ασθενειών, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου, εξακολουθεί να είναι αμφιλεγόμενη, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν είναι όλες οι γλυκαντικές ουσίες το ίδιο. Ενώ η ασπαρτάμη και η σακχαρίνη μπορεί να σχετίζονται με κακή υγεία, η στέβια, που παράγεται από το φυτό Stevia rebaudiana, έχει αναφερθεί ότι κάνει καλό στον έλεγχο του διαβήτη και του σωματικού βάρους και μπορεί επίσης να μειώσει την αρτηριακή πίεση. Η φυσική αλκοόλη σακχάρου, η ξυλιτόλη, μπορεί επίσης να υποστηρίξει το ανοσοποιητικό σύστημα και την πέψη. Τόσο η στέβια όσο και η ξυλιτόλη έχει αποδειχθεί ότι προστατεύουν από την τερηδόνα, πιθανώς επειδή σκοτώνουν τα κακά βακτήρια του στόματος.