Τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για καρδιαγγειακές παθήσεις, συμπεριλαμβανομένης της καρδιακής προσβολής και του εγκεφαλικού. Παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως η διατροφή και η σωματική δραστηριότητα, επηρεάζουν τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη, αλλά έχει γίνει λίγη έρευνα σχετικά με το πώς οι διαβητικοί, αλλάζοντας τον τρόπο ζωής τους, μπορούν να μειώσουν τον μακροπρόθεσμο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Μια μελέτη είχε ως στόχο να καλύψει αυτό το κενό.
Η μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Cardiovascular Diabetology, εξέτασε τις αλλαγές στον τρόπο ζωής μεταξύ ατόμων που μόλις είχαν διαγνωστεί με διαβήτη τύπου 2. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα άτομα που μείωσαν την κατανάλωση αλκοόλ κατά τουλάχιστον δύο μονάδες την εβδομάδα (μια μονάδα ισοδυναμεί με 14 γραμμάρια αλκοόλ) ή απείχαν εντελώς από το αλκοόλ είχαν χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου σε σύγκριση με άτομα που δεν άλλαξαν τη χρήση του αλκοόλ.
Τα αποτελέσματα προέρχονται από μια μελέτη 852 ενηλίκων από την Αγγλία που διαγνώστηκαν με διαβήτη τύπου 2 μέσω ενός προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου. Τα άτομα της μελέτης συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια σχετικά με τη διατροφή, το αλκοόλ και τη σωματική δραστηριότητα όταν διαγνώστηκαν με διαβήτη τύπου 2 και ξανά ένα χρόνο αργότερα. Οι ερευνητές εξέτασαν τα ιατρικά αρχεία των συμμετεχόντων μετά από 10 χρόνια για να δουν αν είχαν αναπτύξει καρδιαγγειακή νόσο.
Η ανάλυση έδειξε ότι τα άτομα που μείωσαν τη χρήση αλκοόλ κατά τουλάχιστον δύο μονάδες την εβδομάδα (περίπου μία ή δύο μπίρες την εβδομάδα), ένα έτος μετά τη διάγνωση του διαβήτη, είχαν κατά 44% χαμηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Επίσης τα άτομα που μείωσαν την πρόσληψη θερμίδων κατά τουλάχιστον 300 θερμίδες την ημέρα για ένα χρόνο είχαν μικρότερο κίνδυνο να πεθάνουν τα επόμενα 10 χρόνια σε σύγκριση με τα άτομα που δεν άλλαξαν την πρόσληψη θερμίδων.
Περαιτέρω αναλύσεις αποκάλυψαν ότι οι συσχετίσεις μεταξύ της μείωσης αλκοόλ και των καρδιαγγειακών παθήσεων δεν οφείλονταν σε αλλαγές άλλων παραγόντων του τρόπου ζωής. Οι συσχετισμοί δεν άλλαξαν μετά την απώλεια βάρους, τις αλλαγές στη διατροφή ή τις αλλαγές στη φυσική δραστηριότητα. Και τα αποτελέσματα δεν μπορούσαν να εξηγηθούν με βάση την ηλικία, το φύλο, τον Δείκτη Μάζας Σώματος, τη μόρφωση ή τη χρήση φαρμάκων.
Όπως όλες οι μελέτες είχε και αυτή κάποιους περιορισμούς. Οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες ήταν λευκοί Ευρωπαίοι και ήταν υπέρβαροι τη στιγμή της διάγνωσης του διαβήτη τύπου 2, επομένως τα αποτελέσματα μπορεί να μην ισχύουν για άλλες ομάδες. Ενώ χρησιμοποιήθηκαν ερωτηματολόγια για την καταγραφή της διατροφής, της χρήσης αλκοόλ και της σωματικής δραστηριότητας, μερικοί συμμετέχοντες μπορεί να ανέφεραν εσφαλμένα στοιχεία. Επίσης, εξετάστηκαν αλλαγές στον τρόπο ζωής κατά τον πρώτο χρόνο από τη διάγνωση του διαβήτη. Η διατήρηση των υγιεινών αλλαγών στον τρόπο ζωής μακροπρόθεσμα είναι σημαντική.
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη υποβλήθηκαν σε έλεγχο για διαβήτη, ο οποίος κατέστησε δυνατό να δουν οι ερευνητές εάν άλλαζαν τη συμπεριφορά τους αμέσως μετά τη διάγνωσή τους. Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν περισσότερα κίνητρα να κάνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής αμέσως μετά τη διάγνωση του διαβήτη. Επίσης, οι συμμετέχοντες δεν έλαβαν καμία συγκεκριμένη συμβουλευτική για αλλαγή συμπεριφοράς. Έτσι, οι παρατηρούμενες μειώσεις στη χρήση αλκοόλ μπορεί να είναι επιτεύξιμες και για άλλα άτομα με νέα διάγνωση διαβήτη τύπου 2.
Αυτή ήταν η πρώτη μελέτη που έδειξε ότι η μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ κατά τουλάχιστον δύο μονάδες την εβδομάδα μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα οφέλη στην υγεία για τα άτομα με διαβήτη. Τα άτομα που έχουν διαγνωστεί με διαβήτη τύπου 2 συνιστάται να αυξήσουν τη σωματική δραστηριότητα και να ακολουθούν μια ισορροπημένη διατροφή. Τώρα ίσως πρέπει να εξετάσουν επίσης το ενδεχόμενο μείωσης της πρόσληψης αλκοόλ.