Η αύξηση του βάρους συμβαίνει όταν καταναλώνουμε περισσότερη τροφή από αυτή που μπορούμε να κάψουμε και η απώλεια του βάρους συμβαίνει όταν καίμε περισσότερες θερμίδες από αυτές που καταναλώνουμε. Γιατί όμως κάποιοι φαίνεται να τρώνε ό,τι θέλουν και να μην παχαίνουν, ενώ άλλοι παχαίνουν ακόμα κι αν τρώνε λογικές ποσότητες φαγητού; Η απάντηση, εν μέρει, μπορεί να βρίσκεται στα βακτήρια που ζουν στα έντερά μας.
Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο International Journal of Obesity, έδειξε ότι οι άνθρωποι που έχουν σταθερό βάρος για εννέα χρόνια ή χάνουν βάρος, έχουν μια μεγαλύτερη ποικιλομορφία τύπων μικροβίων στο παχύ τους έντερο, τρώνε περισσότερες φυτικές ίνες και έχουν μεγαλύτερη αφθονία συγκεκριμένων ειδών μικροβίων.
Την τελευταία δεκαετία, ανακαλύφθηκε ότι το εντερικό μικροβίωμα έχει μια ισχυρή επίδραση σε διάφορες πτυχές της υγείας μας. Μελέτες σε ποντίκια έχουν δείξει ότι ο τρόπος με τον οποίο το σώμα μετατρέπει την τροφή σε ενέργεια εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους τύπους μικροβίων που έχει ένα άτομο στο έντερό του και επίσης από το είδος των μικροβίων του. Μια ισραηλινή μελέτη βρήκε ότι τα ποντίκια που έκαναν δίαιτα γιο-γιο κέρδισαν σταδιακά βάρος σε σύγκριση με τα ποντίκια που ακολουθούσαν μια σταθερή διατροφή -παρά το γεγονός ότι και οι δύο ομάδες έλαβαν συνολικά την ίδια ποσότητα θερμίδων. Ένα από τα αποτελέσματα που παρατηρήθηκαν στα ποντίκια που τέθηκαν σε δίαιτα γιο-γιο ήταν η μείωση της ποικιλότητας του μικροβιώματος του εντέρου τους. Επίσης, όταν μεταμόσχευσαν τα μικρόβια από τα ποντίκια που έκαναν δίαιτα γιο-γιο στα έντερα αυτών που ακολουθούσαν μια σταθερή διατροφή, τα τελευταία κέρδισαν βάρος. Αυτό δείχνει ότι τα αλλοιωμένα μικρόβια ήταν η αιτία της αύξησης του βάρους. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με τους ανθρώπους.
Στους ανθρώπους, συγκρίνοντας τα μικρόβια στο έντερο σε παχύσαρκα και αδύνατα άτομα, οι επιστήμονες έχουν ήδη δείξει ότι οι αδύνατοι άνθρωποι έχουν πολύ μεγαλύτερη ποικιλομορμία βακτηρίων από τα παχύσαρκα άτομα. Το 2017 έγινε το πρώτο πείραμα που να συνέδεαν τα μικρόβια του εντέρου με τις μακροπρόθεσμες αλλαγές του βάρους σε 1.632 γυναίκες από το Ηνωμένο Βασίλειο, όλες δίδυμες, εκ των οποίων οι μισές ήταν πανομοιότυπες, δηλαδή είχαν το ίδιο DNA. Οι γυναίκες αυτές είχαν ζυγιστεί πριν από αρκετά χρόνια είχαν απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με την ποσότητα και τα είδη των τροφών που κατανάλωναν. Οι ερευνητές τους ξανακάλεσαν εννέα χρόνια αργότερα και, εκτός από τη μέτρηση του βάρους τους, τους ζήτησαν να δώσουν ένα δείγμα ποιότητας κοπράνων για ανάλυση των βακτηρίων τους. Οι περισσότερες γυναίκες είχαν κερδίσει βάρος σ’ αυτά τα εννέα χρόνια, αλλά αυτό δεν μπορούσε να εξηγηθεί πλήρως από τον αριθμό των θερμίδων στη διατροφή τους όταν ξεκίνησε η μελέτη. Επειδή επρόκειτο για διδύμους, ήταν δυνατό να υπολογιστεί (χρησιμοποιώντας τις διαφορές μεταξύ πανομοιότυπων και μη διδύμων) πόση από την αύξηση βάρους μπορούσε να οφείλεται στα γονίδιά τους. Μόνο το 41% της αλλαγής στο βάρος εξηγήθηκε από τα γονίδια. Αυτό σήμαινε ότι υπήρχαν και άλλοι παράγοντες, εκτός από τα γονίδια και τις θερμίδες.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι γυναίκες που έτρωγαν υψηλές ποσότητες φυτικών ινών (βρίσκονται στα φρούτα, τα λαχανικά και τα δημητριακά ολικής αλέσεως) είχαν λιγότερες πιθανότητες να πάρουν βάρος από εκείνες που έτρωγαν λίγες φυτικές ίνες, ακόμα κι αν κατανάλωναν περίπου την ίδια ποσότητα θερμίδων. Επίσης, οι γυναίκες που έχασαν βάρος ή είχαν σταθερό βάρος είχαν διαφορετικά μικρόβια στα έντερα τους. Οι ερευνητές εντόπισαν τις διαφορές στα μικρόβια και διαπίστωσαν ότι τα περισσότερα από αυτά εμπλέκονται σε καλύτερο μεταβολισμό της ενέργειας στα ποντίκια. Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι μελέτες στα ποντίκια σχετικά με τον τρόπο που το εντερικό μικροβίωμα επηρεάζει το βάρος τους πιθανότατα να ισχύει και για τους ανθρώπους.