Μια μελέτη δείχνει ότι παράγοντες σχετιζόμενοι με την αναπαραγωγή αυξάνουν ή μειώνουν τον κίνδυνο μιας γυναίκας να εμφανίσει άνοια κάποια στιγμή στη ζωή της.
Η άνοια εξελίσσεται σε μία παγκόσμια επιδημία, με περίπου 50 εκατομμύρια ασθενείς σήμερα. Τα ποσοστά άνοιας στον πληθυσμό εμφανίζουν διαχρονική αύξηση παγκοσμίως (αναμένεται τριπλασιασμός των περιστατικών έως το 2050) εν μέρει λόγω των περισσότερων ηλικιωμένων παγκοσμίως, με τη συχνότητα να είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες. Η μελέτη δείχνει ότι διάφοροι αναπαραγωγικοί και ορμονικοί παράγοντες, που επηρεάζουν τα επίπεδα των οιστρογόνων, μπορεί να εμπλέκονται στον κίνδυνο άνοιας μίας γυναίκας.
Η εγκυμοσύνη (το να έχει μείνει έγκυος μία γυναίκα έστω μία φορά, ακόμη κι αν μετά απέβαλε), η μακρά αναπαραγωγική περίοδος, η χρήση αντισυλληπτικών χαπιών, η διενέργεια άμβλωσης και η καθυστερημένη είσοδος σε εμμηνόπαυση σε μεγαλύτερη ηλικία σχετίζονται με μειωμένο κίνδυνο άνοιας. Από την άλλη, η υστερεκτομή (ιδίως αν έγινε μετά την αφαίρεση των ωοθηκών), η πρόωρη είσοδος σε εμμηνόπαυση σε νεότερη ηλικία, η γέννηση του πρώτου παιδιού σε μικρή ηλικία και η εμφάνιση της πρώτης εμμηνόρροιας (περιόδου) σε νεαρότερη ή μεγαλύτερη ηλικία σχετίζονται με μεγαλύτερη πιθανότητα άνοιας αργότερα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Τζέσικα Γκονγκ του αυστραλιανού Ινστιτούτου George για την Παγκόσμια Υγεία, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «PLos Medicine», ανέλυσαν στοιχεία για 273.240 γυναίκες και 228.965 άνδρες. Τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες, όσοι δεν είχαν παιδιά ή είχαν περισσότερα από τέσσερα διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο άνοιας σε σχέση με όσους έχουν δύο παιδιά.
«Ενώ ο κίνδυνος εμφάνισης άνοιας αυξάνει με την ηλικία, δεν ξέρουμε ακόμη αν τα υψηλότερα ποσοστά που παρατηρούνται στις γυναίκες οφείλονται απλώς στο ότι ζουν περισσότερο. Είναι δυνατόν αναπαραγωγικοί παράγοντες ειδικοί για τις γυναίκες να εξηγούν εν μέρει τις διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα όσον αφορά τον κίνδυνο άνοιας», δήλωσε η Γκονγκ.