Οι Διατροφικές Οδηγίες προς Αμερικανούς (Dietary Guidelines for Americans) -εκδίδονται κάθε πέντε χρόνια από ειδικούς του Υπουργείου Γεωργίας- συνιστούν στον περιορισμό του λίπους, και ειδικά των κορεσμένων λιπαρών και στην υψηλότερη πρόσληψη υδατανθράκων. Ο λόγος γι’ αυτή τη σύσταση ήταν αρχικά για να αναχαιτιστεί αρχικά η επιδημία των καρδιακών προσβολών και στη συνέχεια η επιδημία της παχυσαρκίας.
Αλλά οι πολλοί υδατάνθρακες δεν φαίνεται να κάνουν καλό στους διαβητικούς τύπου 2. Αντίθετα, μια δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες μπορεί να προσφέρει οφέλη στους διαβητικούς τύπου 2, μια ασθένεια δυσανεξίας στους υδατάνθρακες που επηρεάζει περισσότερους από 30 εκατομμύρια Αμερικανούς. Περισσότεροι από τους μισούς Αμερικανούς έχουν κάποιο βαθμό αντίστασης στην ινσουλίνη που είναι μια δυσανεξία στους υδατάνθρακες, συνεπώς πολλοί άνθρωποι θα μπορούσαν να ωφεληθούν από τον περιορισμό τους. Περίπου 88 εκατομμύρια ενήλικες στις ΗΠΑ, έχουν προδιαβήτη, ο οποίος αν αφεθεί χωρίς έλεγχο, μπορεί να εξελιχθεί σε διαβήτη τύπου 2. Η παχυσαρκία, το μεταβολικό σύνδρομο και ο διαβήτης τύπου 2 είναι καταστάσεις που συνδέονται στενά με την αντίσταση στην ινσουλίνη η οποία βελτιώνεται με τον περιορισμό των υδατανθράκων.
Οι συμβουλές για μείωση του διατροφικού λίπους συνέπεσαν με τις ταχέως κλιμακούμενες επιδημίες παχυσαρκίας και διαβήτη τύπου 2 που συμβάλλουν στις καρδιαγγειακές παθήσεις. Ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε από το Multidisciplinary Digital Publishing Institute (MDPI) υποστηρίζει ότι η εξατομίκευση των διατροφικών υδατανθράκων θα πρέπει να αποτελεί υψηλή προτεραιότητα για τα άτομα με διαβήτη τύπου 2.
Οι Διατροφικές Οδηγίες προς Αμερικανούς το 2020 επιτρέπουν το διαιτητικό λίπος να κυμαίνεται από 20% έως 35% των συνολικών θερμίδων και τους υδατάνθρακες από 45% έως 65%. Ακόμη πιο στενά εύρη που διαμορφώθηκαν από τη συμβουλευτική επιτροπή εμπειρογνωμόνων, που είναι 29–32% για το λίπος και 51–54% για τους υδατάνθρακες. Πρακτικά λοιπόν, οι Διατροφικές Κατευθυντήριες Γραμμές των ΗΠΑ συμβουλεύουν οι μισές συνολικές θερμίδες να προέρχονται από υδατάνθρακες. Αυτό αντιστοιχεί σε ημερήσια πρόσληψη υδατανθράκων πάνω από 300 γραμμάρια καθημερινά για τους άνδρες και 200 γραμμάρια για τις γυναίκες. Αλλά οι υδατάνθρακες που καταναλώνονται σήμερα είναι κυρίως υψηλού γλυκαιμικού δείκτη. Η Εθνική Ακαδημία Επιστημών συνιστά ημερήσια δόση 130 γραμμαρίων (520 θερμίδες) και αυτό βασίζεται πιθανώς στην ελάχιστη ποσότητα που απαιτείται για την παροχή γλυκόζης στον εγκέφαλο, αν και αυτή η λογική δεν έχει φυσιολογική βάση, δεδομένου ότι οι άνθρωποι μπορούν να παράγουν γλυκόζη από μη υδατανθρακούχες πηγές και επίσης ο εγκέφαλος μπορεί να χρησιμοποιήσει εναλλακτικά καύσιμα, τις κετόνες.
Διατροφική κέτωση
Μια μορφή δίαιτας πολύ χαμηλών υδατανθράκων είναι οι κετογονικές δίαιτες που συνήθως περιλαμβάνουν κάτω από 50 γραμμάρια υδατάνθρακες την ημέρα, με επαρκή αλλά όχι υπερβολική πρωτεΐνη και μεγάλη ποσότητα λίπους. Το ενεργειακό περιεχόμενο μια κετογονικής δίαιτας μπορεί να κυμαίνεται από πολύ χαμηλές θερμίδες (κάτω από 800 την ημέρα) έως ήπια υποθερμιδικές. Οι κετογονικές δίαιτες στοχεύουν στην αύξηση της παραγωγής κετονών, προκειμένου να επιτευχθεί η «διατροφική κέτωση», όπου τα λιπαρά οξέα και οι κετόνες αντί της γλυκόζης γίνονται οι κύριες πηγές καυσίμου του σώματος. Οι κετόνες είναι μεταβολίτες του λίπους και αντικαθιστούν τη γλυκόζη ως πηγή ενέργειας. Στην κετο-προσαρμοσμένη κατάσταση, το συκώτι παράγει και εκκρίνει 100-150 γραμμάρια κετονών την ημέρα. Οι υδατάνθρακες, και σε μικρότερο βαθμό οι πρωτεΐνες, αναστέλλουν την παραγωγή κετονών από το ήπαρ. Έτσι, η ποσότητα πρωτεΐνης πρέπει να διατηρείται χαμηλά επειδή τα αμινοξέα μπορούν να μετατραπούν σε γλυκόζη και αυτό αποτρέψει την κέτωση.
Η συνήθης διατροφή σχετίζεται με χαμηλό επίπεδο κετονών στο αίμα, λιγότερο από 0,2 mM. H διατροφική κέτωση ξεκινά από ένα επίπεδο βήτα-υδροξυβουτυρικού (της κυρίαρχης κυκλοφορούσας κετόνης στο αίμα) από 0,5 mM μέχρι 5 mM. Η ποσότητα υδατανθράκων που μπορεί να καταναλωθεί προάγοντας τη διατροφική κέτωση ποικίλλει από άτομο σε άτομο. Mερικοί άνθρωποι μπορούν να εισέλθουν σε κέτωση τρώγοντας έως 90 γραμμάρια υδατανθράκων την ημέρα ενώ άλλοι πρέπει να τρώνε έως 25 γραμμάρια.
Από την πρώτη φορά που κυκλοφόρησαν οι Διατροφικές Οδηγίες προς Αμερικανούς, το 1980, δόθηκε έμφαση στον περιορισμό του λίπους, και ειδικά του κορεσμένου, με αντικατάσταση είτε από υδατάνθρακες είτε από πολυακόρεστο λίπος. Με την πάροδο του χρόνου, υπήρξε μια αύξηση στην απόλυτη πρόσληψη υδατανθράκων, αλλά αυτό το διατροφικό πρότυπο συνέπεσε χρονικά με την αύξηση της παχυσαρκίας, της αντίστασης στην ινσουλίνη και του διαβήτη τύπου 2. Σήμερα, πάνω από τα δύο τρίτα των Αμερικανών ενηλίκων είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, οι μισοί έχουν προδιαβήτη και το 10% έχει διαβήτη τύπου 2. Το 2015, οι Διατροφικές Οδηγίες προς Αμερικανούς ανέφεραν ότι οι διατροφικές συμβουλές δεν πρέπει να δίνουν έμφαση στη μείωση του συνολικού λίπους, επειδή οι δίαιτες υψηλών υδατανθράκων συνδυάζονται με υπερτριγλυκεριδαιμία και χαμηλές συγκεντρώσεις HDL-C, που αποτελούν δείκτες αυξημένου κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις. Ωστόσο, στην έκδοση του 2020, η συμβουλή για κατανάλωση λίπους ήταν μεταξύ 20% και 35% επί των συνολικών θερμίδων, σχεδόν όσο η παραδοσιακή διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά.
Υδατάνθρακες και διαβήτης τύπου 2
Οι δίαιτες χαμηλών λιπαρών και χαμηλών θερμίδων αποτελούσαν επί σειρά ετών τον ακρογωνιαίο λίθο των συστάσεων για τη διαχείριση της παχυσαρκίας αλλά και του διαβήτη τύπου 2 διότι η αιτία αυτής της πάθησης θεωρείται πως είναι η παχυσαρκία και ιδιαίτερα το σπλαχνικό λίπος.
Υπάρχει ωστόσο και μια εναλλακτική υπόθεση, ότι οι επιδημίες της παχυσαρκίας και του διαβήτη τύπου 2 προκλήθηκαν από συστηματική παραμόρφωση των πηγών των θερμίδων ως αποτέλεσμα της υπερκατανάλωσης σακχάρων και αμύλου. Σύμφωνα με κυβερνητικά δεδομένα, από το 1965 μέχρι σήμερα, οι Αμερικανοί έχουν μειωμένη πρόσληψη λίπους κατά 25% και αυξημένη πρόσληψη υδατανθράκων κατά 30%. Μόνο πιο πρόσφατα, από το 1999 έως το 2016, η εκτιμώμενες θερμίδες από τους υδατάνθρακες μειώθηκαν από 52,5% σε 50,5%, ενώ των πρωτεϊνών και του λίπους αυξήθηκαν από 15,5% σε 16,4% και από 32,0% σε 33,2%, αντίστοιχα.
Όταν οι υδατάνθρακες αντικαθίστανται από λίπος, η γλυκόζη και η ινσουλίνη δεν αυξάνονται τόσο πολύ στο αίμα μετά τα γεύματα, διευκολύνοντας έτσι στο κάψιμο του σωματικού λίπους. Από την άλλη πλευρά, η πρόσληψη υδατανθράκων διεγείρει της έκκρισης ινσουλίνης, μιας λιπογενούς και αντιλιπολυτικής ορμόνης που προωθεί την αποθήκευση του λίπους. Η ινσουλίνη αναστέλλει τη λιπόλυση και την οξείδωση των λιπαρών οξέων. Η υπόθεση είναι, ότι με την πάροδο του χρόνου, η υψηλή κατανάλωση υδατανθράκων, πάνω από την ανοχή ενός ατόμου, μπορεί να οδηγήσει σε αντίσταση στην ινσουλίνη και αυτό συνδέεται με το μεταβολικό σύνδρομο και με υψηλότερο κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο.
Ιδιαίτερα η πρόσληψη της φρουκτόζης έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί χαρακτηριστικά μεταβολικού συνδρόμου. Η φρουκτόζη φαίνεται να είναι ισχυρή στις επιδράσεις της από αυτή την άποψη. Πειραματικές μελέτες δείχνουν ότι μια υψηλή γλυκαιμική απόκριση στους υδατάνθρακες μπορεί να προάγει την παραγωγή λίπους μέσω διέγερσης της ινσουλίνης, καθώς και με την παραγωγή φρουκτόζης μέσω της οδού της πολυόλης, που στη συνέχεια διεγείρει τη σύνθεση και τη συσσώρευση λίπους. Αυτές οι παρατηρήσεις δείχνουν ότι οι υδατάνθρακες, και ιδιαίτερα η φρουκτόζη, παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη της παχυσαρκίας, του μεταβολικού συνδρόμου και του διαβήτη τύπου 2. Μπορεί λοιπόν η αντίσταση στην ινσουλίνη να σχετίζεται με την παχυσαρκία αλλά να προκαλείται στην πραγματικότητα από τη μεγάλη κατανάλωση των υδατανθράκων που αυξάνει το σπλαχνικό λίπος.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη είναι το κύριο χαρακτηριστικό που κρύβεται πίσω από τον διαβήτη τύπου 2 και υπάρχει σε πολλά άτομα που είναι προδιαβητικά ή έχουν μεταβολικό σύνδρομο. Η δράση της ινσουλίνης στους ιστούς σε διάφορους βαθμούς, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει ένα ευρύ φάσμα συμπτωμάτων, όπως αυξημένο σπλαχνικό λίπος, υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλή γλυκόζη αίματος, υπερβολική ινσουλίνη, χρόνια φλεγμονή και δυσλιπιδαιμία. Βασικό χαρακτηριστικό της αντίστασης στην ινσουλίνη είναι η μειωμένη ικανότητα των μυϊκών κυττάρων να προσλαμβάνουν γλυκόζη η οποία παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα στο αίμα. Η ικανότητα της ινσουλίνης να καταστέλλει την ηπατική παραγωγή γλυκόζης μπορεί επίσης να μειωθεί, κάτι που συμβάλλει περαιτέρω στην υψηλή γλυκόζη στο αίμα.
Δεδομένου ότι η πλειονότητα των διατροφικών υδατανθράκων εμφανίζεται στο αίμα ως γλυκόζη, είναι προφανές ότι τα άτομα με αντίσταση στην ινσουλίνη έχουν ένα θεμελιώδες πρόβλημα μεταβολισμού των υδατανθράκων. Ως συνέπεια, ένα άτομο με αντίσταση στην ινσουλίνη συσσωρεύει περισσότερους υδατάνθρακες στο συκώτι, όπου μεγάλο μέρος τους μετατρέπεται σε λίπος (αυτό λέγεται, de novo λιπογένεση), αντί να καίγεται στους σκελετικούς μύες. Αυτή η μεγαλύτερη μετατροπή των υδατανθράκων σε λίπος, μεγάλο μέρος του οποίου εισέρχεται στην κυκλοφορία ως κορεσμένο λίπος, είναι μια πρώιμη μεταβολική ανωμαλία που συμβάλλει στην αθηρογενή δυσλιπιδαιμία (υψηλά τριγλυκερίδια, χαμηλή HDL-C και κυριαρχία μικρών σωματιδίων LDL), ένα αθηρογόνο μοτίβο που αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Ως γενικό φαινόμενο, η αύξηση της πρόσληψης υδατανθράκων οδηγεί προς έναν φαινότυπο αντίστασης στην ινσουλίνη.
Παχυσαρκία και διαβήτης
Στην περίπτωση που θέλετε να χάσετε βάρος, το αν η απώλεια προέρχεται από το σωματικό λίπος ή τη μυϊκή μάζα είναι σημαντικό, και μελέτες διάρκειας πέραν των λίγων εβδομάδων που έχουν μετρήσει τη σύσταση του σώματος δείχνουν παρόμοια ή μεγαλύτερη απώλεια σωματικού λίπους σε άτομα που ακολουθούν μια δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων σε σύγκριση με αυτά που ακολουθούν δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά. Οι κετογονικές δίαιτες έχουν επίσης ως αποτέλεσμα μειωμένο σπλαχνικό λίπος, το οποίο σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την αντίσταση στην ινσουλίνη. Σε μελέτες απώλειας βάρους διαβητικών τύπου 2 με δίαιτες πολύ χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, η άλιπη μάζα διατηρείται και η μάζα του κοιλιακού λίπους μειώνεται.
Ως εκ τούτου, οι χαμηλοί υδατάνθρακες και οι κετογονικές δίαιτες έχουν επανεμφανιστεί ως ένα διατροφικό πρότυπο για άτομα με διαβήτη τύπου 2 -αυτές οι δίαιτες ήταν η θεραπεία εκλογής για τον διαβήτη πριν από την ανακάλυψη της ινσουλίνης στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Ο περιορισμός των υδατανθράκων μειώνει την απαίτηση για ινσουλίνη και επομένως τις πολλαπλές ανεπιθύμητες ενέργειες της ινσουλίνης. Η χορήγηση ινσουλίνης, ενώ έχει σώσει τη ζωή πολλών ασθενών με διαβήτη τύπου 1, προκαλεί αύξησης του βάρους, ως παρενέργεια, σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι τη δεκαετία του 1980, αυτή η αντιμετώπιση, μαζί με μια δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, είχαν γίνει το πρότυπο αντιμετώπισης του διαβήτη τύπου 2. Το 2019, η Αμερικανική Ένωση Διαβήτη (ADA) ενημέρωσε τις διατροφικές συστάσεις της για μεγαλύτερη ευελιξία αναφέροντας: «Τα διατροφικά μοτίβα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, ειδικά τα πρότυπα διατροφής με πολύ χαμηλούς υδατάνθρακες, έχουν αποδειχθεί ότι μειώνουν την A1C και την ανάγκη για αντιυπεργλυκαιμικά φάρμακα. Αυτά τα διατροφικά πρότυπα είναι από τα πιο μελετημένα διατροφικά πρότυπα για τον διαβήτη τύπου 2».
Αρκετές καλά ελεγχόμενες μελέτες έχουν αξιολογήσει τους χαμηλούς υδατάνθρακες και κετογονικές δίαιτες σε διαβητικούς τύπου 2. Μετά από μόλις δύο εβδομάδες δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες σε νοσοκομειακό περιβάλλον, 10 παχύσαρκα άτομα με διαβήτη τύπου 2 παρουσίασαν δραματικές μειώσεις στα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης στο αίμα τους, μαζί με βελτιωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη. Παρόμοια αποτελέσματα έχουν αναφερθεί για μεγαλύτερες περιόδους σε εξωτερικούς ασθενείς. Για παράδειγμα, σε 363 προδιαβητικά και διαβητικά άτομα προσφέρθηκε είτε μια τυπική δίαιτα χαμηλών λιπαρών είτε μια κετογονική δίαιτα για 6 μήνες. Η απώλεια βάρους και οι αλλαγές στα λιπίδια του αίματος ήταν σημαντικά βελτιωμένες στην ομάδα της κετογονικής δίαιτας.
Οι πολλαπλές δοκιμές από διάφορες ομάδες ερευνητών έχουν αποκαλύψει ότι ο διαβήτης τύπου 2 μπορεί να μην είναι μια χρόνια προοδευτική ασθένεια. Μπορεί να αντιστραφεί με ασφάλεια σε ανθρώπους που χρησιμοποιούν ένα διατροφικό μοτίβο πολύ χαμηλών υδατανθράκων, διακόπτοντας την ινσουλίνη και άλλα φάρμακα που μειώνουν τη γλυκόζη. Αυτά τα ευρήματα επιβεβαιώθηκαν σε μια μετα-ανάλυση το 2021.
Πηγή: Alternative Dietary Patterns for Americans: Low-Carbohydrate Diets.