Το παρακάτω κείμενο βασίζεται σε άρθρο της Evangeline Mantzioris, διαιτολόγου στο University of South Australia.
Οι περισσότεροι από εσάς θα έχετε παρατηρήσει ότι η διοργάνωση ενός δείπνου είναι πιο δύσκολη από ό,τι ήταν παλιά. Ένας φίλος δεν θέλει γλουτένη, άλλος δεν θέλει λακτόζη, ο τρίτος δεν μπορεί να φάει τα κρεμμύδια, ο τέταρτος επηρεάζεται από το κίτρινο τυρί και άλλοι δύο είναι βίγκαν. Αυξάνονται οι τροφικές δυσανεξίες; Ή απλώς ακούμε περισσότερα για αυτές τις καταστάσεις τώρα;
Οι τροφικές δυσανεξίες είναι αρνητικές αντιδράσεις στην κατανάλωση τροφών, σε κανονικές ποσότητες, που όμως δεν επηρεάζουν το ανοσοποιητικό σύστημα. Γι’ αυτό και διαφέρουν από τις πολύ πιο σοβαρές τροφικές αλλεργίες, δηλαδή όταν το σώμα αναπτύσσει μια ανοσολογική απόκριση σε μια τροφή που τρώμε, είτε ακόμη και όταν αγγίζει το δέρμα μας. Αυτή η ανοσολογική απόκριση είναι πολύ γρήγορη (μέσα σε 20 λεπτά έως δύο ώρες) και απελευθερώνει χημικές ουσίες που μπορούν να επηρεάσουν την αναπνοή, το γαστρεντερικό σωλήνα και την λειτουργία της καρδιάς ενός ατόμου. Κοινές τροφικές αλλεργίες περιλαμβάνουν τα αυγά, τα φιστίκια, το σιτάρι και τα οστρακοειδή. Οι αλλεργίες διαφέρουν από τις δυσανεξίες στο ότι μπορούν να προκαλέσουν ακόμη και αναφυλαξία: σοβαρές αντιδράσεις που είναι απειλητικές για τη ζωή.
Οι μηχανισμοί πίσω από τις τροφικές δυσανεξίες διαφέρουν πολύ από τις αλλεργίες. Ένας κοινός μηχανισμός είναι όταν οι άνθρωποι στερούνται τα ένζυμα που χρειάζονται για τη διάσπαση ορισμένων θρεπτικών συστατικών.
Σε μια από τις πιο κοινές τροφικές δυσανεξίες, τη δυσανεξία στη λακτόζη, οι άνθρωποι δεν διαθέτουν το ένζυμο «λακτάση» που χρησιμοποιείται για τη διάσπαση αυτού του υδατάνθρακα που βρίσκεται φυσικά στο γάλα και σε ορισμένα άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα. Η λακτόζη διασπάται σε γλυκόζη και γαλακτόζη στο λεπτό έντερο και στη συνέχεια απορροφάται. Χωρίς αρκετή λακτάση, η λακτόζη παραμένει στο έντερο, όπου αντλεί νερό από την παροχή αίματος για να αραιώσει την ποσότητα της λακτόζης. Αρχικά αυτό οδηγεί σε διάρροια και στη συνέχεια καθώς η λακτόζη εισέρχεται στο παχύ έντερο ζυμώνεται από τα βακτήρια, με αποτέλεσμα τα παράγονται αέρια τα οποία προκαλούν φούσκωμα στην κοιλιά, πόνο και δυσφορία.
Άλλες τροφικές δυσανεξίες λόγω έλλειψης ενζύμων περιλαμβάνουν δυσανεξίες στην ισταμίνη και την καφεΐνη. Μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να διασπάσουν την ισταμίνη, η οποία βρίσκεται στο κόκκινο κρασί, στα μπλε τυριά, τον τόνο, τις ντομάτες και τα χοιρινά προϊόντα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα όπως φαγούρα, κοκκινίλες στο δέρμα, κοιλιακό άλγος, ναυτία, ζάλη, πονοκεφάλους και ημικρανίες. Ομοίως, οι άνθρωποι μπορεί επίσης να έχουν ευαισθησία στην καφεΐνη που βρίσκεται στον καφέ και το κακάο.
Οι τροφικές δυσανεξίες διαφέρουν επίσης από τις αυτοάνοσες αποκρίσεις, όπως στην κοιλιοκάκη. Σε αυτή την περίπτωση, οι άνθρωποι αναπτύσσουν μια αυτοάνοση απόκριση στο λεπτό έντερο σε μια πρωτεΐνη στο σιτάρι που ονομάζεται γλουτένη. Αυτή η αυτοάνοση απόκριση καταστρέφει τις λάχνες, τις μικρές δομές που μοιάζουν με δάχτυλα και απορροφούν όλα τα θρεπτικά συστατικά.
Πολλοί άνθρωποι που εμφανίζουν γαστρεντερικά συμπτώματα ως αντίδραση σε προϊόντα σίτου υποθέτουν ότι έχουν κοιλιοκάκη. Ωστόσο, μπορεί απλώς να έχουν ευαισθησία στη φρουκτάνη, έναν τύπο υδατάνθρακα στο σιτάρι. Η φρουκτάνη είναι ένας φυσικά ζυμώσιμος υδατάνθρακας και ένα FODMAP, το οποίο σημαίνει Fermentable Oligo- Di- Monosacharides and Polyols (Zυμώσιμοι Oλιγοσακχαρίτες, Δισακχαρίτες, Μονοσακχαρίτες και Πολυόλες), μια ομάδα θρεπτικών συστατικών που μπορούν να προκαλέσουν ευαισθησία. Όπως στην περίπτωση της λακτόζης (η οποία είναι επίσης ένας υδατάνθρακας FODMAP), μερικοί άνθρωποι δεν μπορούν να απορροφήσουν μεγάλες ποσότητες φρουκτανών (που υπάρχουν επίσης στα κρεμμύδια και το σκόρδο. Όπως η λακτόζη, αυτό προκαλεί διάρροια και στη συνέχεια τα βακτήρια στο παχύ έντερο ζυμώνουν τη φρουκτάνη, παράγοντας αέρια, κοιλιακό άλγος και δυσφορία.
Αυξάνονται λοιπόν οι τροφικές δυσανεξίες;
Αν και μπορεί να φαίνεται ότι οι τροφικές δυσανεξίες αυξάνονται, δεν έχουμε καμία καλή απόδειξη ότι αυτό συμβαίνει στην πραγματικότητα. Δεν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με τους πραγματικούς αριθμούς, ίσως επειδή οι τροφικές δυσανεξίες δεν οδηγούν συνήθως στην απαίτηση λήψης φαρμάκων ή αναζήτησης επείγουσας ιατρικής θεραπείας.
Μια έκθεση του 2009 υποδηλώνει ότι περίπου το 20% του πληθυσμού έχει μία ή περισσότερες τροφικές δυσανεξίες, χωρίς εμφανή αλλαγή από το 1994. Μια πιο πρόσφατη έρευνα, το 2020, για τις αυτοαναφερόμενες δυσανεξίες σε χρήστες του διαδικτύου έδειξε περίπου το 25% του πληθυσμού.
Η αντιληπτή αύξηση μπορεί να αντανακλά πολλούς άλλους παράγοντες. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να αυτοδιαγνώσουν μια τροφική δυσανεξία από καλοπροαίρετες αλλά παραπλανητικές συμβουλές υγείας από την οικογένεια και τους φίλους. Επιπλέον, οι άνθρωποι μπορεί να αποδίδουν εσφαλμένα ιατρικά συμπτώματα στα τρόφιμα που έχουν φάει, και σίγουρα υπάρχει μια αυξημένη ικανότητα αυτοδιάγνωσης, χάρη στην “Δρ. Google”. Παλαιότερα οι άνθρωποι ίσως υπέφεραν σιωπηλά.
Εάν υποψιάζεστε ότι έχετε τροφική δυσανεξία, είναι καλύτερο να λάβετε τη διάγνωση από γιατρό, για να διασφαλίσετε ότι δεν παραβλέπετε ένα δυνητικά ανησυχητικό ιατρικό πρόβλημα. Είναι καλύτερα από το να αποφεύγετε άσκοπα μια συγκεκριμένη ομάδα τροφίμων και να χάνετε τα θρεπτικά συστατικά της.