Υπάρχουν ορισμένοι ευρέως χρησιμοποιούμενοι βιοδείκτες της ποσότητας ψευδαργύρου (Zn) που υπάρχει στο σώμα και περιλαμβάνουν το πλάσμα, το πλήρες αίμα και τα ούρα. Η ποσότητα του ψευδαργύρου μειώνεται σε αυτά τα υγρά όταν υπάρχει σοβαρή ανεπάρκεια. Ωστόσο, η ακριβής αξιολόγηση της ποσότητας ψευδαργύρου στο σώμα, ειδικά σε ήπια έως μέτρια ανεπάρκεια, είναι δύσκολη, καθώς οι μελέτες με αυτούς τους βιοδείκτες είναι συχνά αντιφατικές και ασυνεπείς.
Έτσι, εξακολουθούν να χρειάζονται ευαίσθητοι και ειδικοί βιολογικοί δείκτες της ποσότητας του ψευδαργύρου. Μια μελέτη δημιούργησε την έννοια του δείκτη κατάστασης ψευδαργύρου, ο οποίος αποτελείται από τρία πράγματα: (1) την αναλογία δύο λιπαρών οξέων (LA:DGLA), (2) την έκφραση γονιδίου mRNA των πρωτεϊνών που σχετίζονται με τον ψευδάργυρο και (3) το προφίλ μικροβιώματος.
Η ανεπάρκεια ψευδαργύρου είναι διαδεδομένη παγκοσμίως. Μεταξύ των παιδιών, η ανεπάρκεια μετάλλων, κυρίως ψευδαργύρου και σιδήρου, μπορεί να οδηγήσει σε καθυστέρηση της ανάπτυξης, εμβρυϊκές δυσπλασίες και νευροσυμπεριφορικές ανωμαλίες. Κατά τη διάρκεια πολλών δεκαετιών, η επιστήμη έχει βελτιώσει την κατανόηση του μεταβολισμού του ψευδαργύρου, αλλά δεν υπήρχε ένα ακριβές, ολοκληρωμένο εργαλείο αξιολόγησης για τη φυσιολογική του κατάσταση στο ανθρώπινο σώμα. Για να υπολογίσουν με ακρίβεια από βιοδείκτες την ποσότητα ψευδαργύρου ενός ατόμου, οι επιστήμονες τροφίμων στο Cornell University ανέπτυξαν μια μέθοδο αξιολόγησης: τον δείκτη ψευδαργύρου. Η σχετική μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nutrients.
Το ανθρώπινο σώμα χρειάζεται ψευδάργυρο για να ενισχύσει την ανοσία, να ρυθμίσει το μεταβολισμό και να βοηθήσει στην επούλωση των πληγών, αλλά περισσότερο από 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι -περίπου το 17% του παγκόσμιου πληθυσμού- υποφέρουν από διατροφική ανεπάρκεια ψευδαργύρου. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ζήτησε από τους επιστήμονες να δημιουργήσουν ένα τεστ που να προσδιορίζει με ακρίβεια, εάν κάποιος έχει έλλειψη ψευδαργύρου.
«Με την παγκόσμια επισιτιστική ανασφάλεια και τα αυξανόμενα ποσοστά εγχώριας παχυσαρκίας, ο υποσιτισμός πλήττει τους ευάλωτους και χαμηλού εισοδήματος πληθυσμούς. Αυτά τα ζητήματα προκαλούν μεγάλη ανησυχία, καθώς μπορούν να οδηγήσουν σε διατροφική ανεπάρκεια ψευδαργύρου», δήλωσε ο Elad Tako, αναπληρωτής καθηγητής επιστήμης τροφίμων. «Λόγω της πολυπλοκότητας του μεταβολισμού του ψευδαργύρου, είναι πολύ δύσκολο να μετρηθεί με ακρίβεια η ποσότητά του στο ανθρώπινο σώμα».
Αυτή η έρευνα παρουσιάζει μια σημαντική πρόοδο στον τομέα της διατροφής σχετικά με τον ψευδάργυρο. Η χρήση του δείκτη ψευδαργύρου παρέχει καλύτερη κατανόηση των προκλήσεων που συνδέονται με την κακή διατροφή και θα βελτιώσει την ικανότητα ποσοτικοποίησης του αντίκτυπου των διατροφικών παρεμβάσεων που στοχεύουν στην αντιμετώπιση της ανεπάρκειας ή έλλειψης ψευδαργύρου.
Ο δείκτης κατάστασης ψευδαργύρου ενσωματώνει ένα στατιστικό μοντέλο και βασίζεται σε τρεις πυλώνες:
- Την αναλογία του λινολενικού οξέος (linolenic acid) προς το δίχομο-γάμμα-λινολενικού οξέος (dihomo-gamma-linolenic acid) -πρόκειται για την αναλογία δύο λιπαρών οξέων (LA προς DGLA). Η ανάλυση πέντε επιλεγμένων μελετών διαπίστωσε ότι με χαμηλότερη διαιτητική πρόσληψη ψευδαργρύου, η αναλογία LA:DGLA στα ερυθρά αιμοσφαίρια αυξήθηκε.
- Τη γονιδιακή έκφραση πρωτεϊνών που εξαρτώνται από τον ψευδάργυρο.
- Το μικροβίωμα του εντέρου ως πρόσθετο εργαλείο για την αντανάκλαση της φυσιολογικής κατάστασης του ψευδαργύρου.
Η ομάδα του Tako έδειξε ότι η ήπια ανεπάρκεια ψευδαργύρου θα μπορούσε να αλλάξει την έκφραση γονιδίων στο σώμα και ότι το μικροβιακό περιβάλλον του εντέρου είναι ζωτικής σημασίας για το μεταβολισμό του ψευδαργύρου. Η έλλειψη ψευδαργύρου επηρεάζει δυσμενώς τη σύνθεση των μικροβιακών πληθυσμών του εντέρου.
Είναι δυνατό να εντοπιστεί η σοβαρή ανεπάρκεια ψευδαργύρου, είπε ο Tako. «Ωστόσο, είναι δύσκολο να γίνει διάκριση μεταξύ ήπιων και μέτριων περιπτώσεων ανεπάρκειας ψευδαργύρου», είπε. «Ως εκ τούτου, το να βασιζόμαστε μόνο σε έναν βιοδείκτη είναι ένα ζήτημα το οποίο μας οδήγησε να σκεφτούμε πώς θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε έναν ακριβή δείκτη κατάστασης του ψευδαργύρου, με βάση μια ομάδα προγνωστικών βιοδεικτών».
Ο Tako ανησυχεί για τον υποσιτισμό σε όλο τον κόσμο και για τον υπερσιτισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο υποσιτισμός μπορεί να προκαλέσει ανεπάρκεια ψευδαργύρου, ιδιαίτερα μεταξύ των ευάλωτων πληθυσμών, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών. «Ο υποσιτισμός είναι κάτι που γίνεται όλο και περισσότερο θέμα στις ΗΠΑ», είπε, «ιδιαίτερα το διπλό βάρος του υποσιτισμού που συνδέει την παχυσαρκία και τις ελλείψεις μετάλλων, κυρίως ψευδαργύρου και σιδήρου».
Ωστόσο ο δείκτης ψευδαργύρου πρέπει να διαπιστωθεί από μελέτες αν όντως μπορεί να μετρήσει με ακρίβεια την ποσότητα αυτού του μετάλλου στο ανθρώπινο σώμα.
Πηγή: Quantification of Zinc Physiological Status, Nutrients (2021). DOI: 10.3390/nu13103399.