Οι μεταβολίτες του αίματος -και όχι ο ΔΜΣ- δείχνουν την πραγματική υγεία

Του Tim Spector, καθηγητή γενετικής επιδημιολογίας, King’s College London.

Για πάνω από έναν αιώνα, βασιζόμαστε σε ένα απλοϊκό μέτρο για να προσδιορίσουμε εάν κάποιος έχει «υγιές» βάρος ή όχι. Αυτός είναι ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) -η αναλογία του βάρους ενός ατόμου προς το τετράγωνο του ύψους του. Τα όρια αυτής της αναλογίας αποδεικνύονται ξεκάθαρα από επαγγελματίες παίκτες ράγκμπι oι περισσότεροι από τους οποίους θα ταξινομηθούν ως «υπέρβαροι», παρά το γεγονός ότι έχουν λιγότερο από 10% σωματικό λίπος.

Μελέτες έχουν επίσης δείξει ότι δεν αναπτύσσουν όλοι οι παχύσαρκοι προβλήματα υγείας, όπως ο διαβήτης και οι καρδιακές παθήσεις. Φαίνεται ότι τα άτομα που είναι σε φόρμα προστατεύονται με κάποιο τρόπο από την παχυσαρκία. Από την άλλη πλευρά, τα άτομα με «φυσιολογικό» ΔΜΣ δεν έχουν ανοσία από διαβήτη ή καρδιακή νόσο.

Οι περισσότερες συμβουλές προληπτικής ιατρικής και υγείας βασίζονται στον ΔΜΣ. Αλλά οι τιμές μπορεί να είναι ψευδώς καθησυχαστικές, ειδικά για εκείνους που είναι TOFI (Αδύνατοι από έξω, λιπαροί από μέσα: Thin on the Outside, Fat on the Inside) -άτομα που έχουν μεγάλες ποσότητες λίπους γύρω από τα όργανά τους. Ωστόσο, το να μάθετε ποιος, στον γενικό πληθυσμό, είναι TOFI και ποιος όχι, θα ήταν πολύ ακριβό, καθώς απαιτεί μαγνητική τομογραφία.

Ένας καλύτερος προγνωστικός παράγοντας της μελλοντικής υγείας μπορεί να βρεθεί από μια σταγόνα αίματος. Μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Cell Metabolism, δείχνει ότι η μέτρηση των μεταβολιτών (ουσίες που εμπλέκονται στο μεταβολισμό) σε ένα δείγμα αίματος μπορεί να προβλέψει τον κίνδυνο ενός ατόμου να γίνει παχύσαρκος (και μη υγιής) με ακρίβεια 80-90%. Οι μεταβολίτες αυτοί μπορούν να προβλέψουν τα αποτελέσματα της υγείας, συμπεριλαμβανομένων των καρδιακών παθήσεων, του διαβήτη, των νεφρικών προβλημάτων, του σπλαχνικού λίπους και της βιολογικής ηλικίας.

Για την παρούσα μελέτη, αναλύθηκαν δεδομένα από σχεδόν 2.000 μεσήλικες διδύμους από τον πληθυσμό στο TwinsUK. Αυτοί οι δίδυμοι παρακολουθούνταν για 13 χρόνια κατά μέσο όρο με εξετάσεις αίματος, μετρήσεις βάρους και ύψους και για γονιδιακές αλληλουχίες. Οι εξετάσεις επαναλήφθηκαν σε 427 Αμερικανούς για σύγκριση.

Αν και πολλές μελέτες έχουν δείξει τη σημασία των γονιδίων στον επηρεασμό της παχυσαρκίας, και έχουν βρεθεί πάνω από 100 γονίδια, εξηγούν λιγότερο από το 2% του γιατί οι άνθρωποι διαφέρουν στο ΔΜΣ, επομένως είναι άχρηστες για μεμονωμένη πρόβλεψη μελλοντικής παχυσαρκίας. Εξετάστηκαν περίπου 1.000 μεταβολίτες του αίματος, που μετρήθηκαν από μια σταγόνα πλάσματος αίματος. Το ένα τρίτο συσχετίστηκε με αύξηση βάρους και παχυσαρκία. Από αυτούς, 49 μεταβολίτες συνδέθηκαν επίσης έντονα με αυξήσεις βάρους και παχυσαρκίας, δείχνοντας την αξιοπιστία τους ως δείκτες.

Αυτοί οι μεταβολίτες μαζί επέτρεψαν την πρόβλεψη της παχυσαρκίας αρκετά καλά (εξηγώντας πάνω από 50% της διακύμανσης). Και η ταξινόμηση ενός μεταβολικού ΔΜΣ (mBMI) συσχετίστηκε καλύτερα με την κακή έκβαση της υγείας από ό,τι μόνος του ο ΔΜΣ. Οι ερευνητές ομαδοποίησσαν τα άτομα σε διαφορετικές κατηγορίες, ανάλογα με τον ΔΜΣ και τον υγιή ή όχι μεταβολισμό τους. Μερικοί παχύσαρκοι είχαν υγιές προφίλ μεταβολιτών και κάποιοι με φυσιολογικό βάρος είχαν ανθυγιεινό προφίλ.

Όσοι είχαν φυσιολογικό ΔΜΣ, αλλά ανθυγιεινό προφίλ mBMI, είχαν 50% περισσότερες πιθανότητες να γίνουν παχύσαρκοι τα επόμενα 10 χρόνια και είχαν 200-400% αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου. Επίσης υπήρχε αυξημένος κίνδυνος πολλών άλλων κοινών ιατρικών καταστάσεων, όπως υψηλή αρτηριακή πίεση, μη φυσιολογικά λιπίδια, αντίσταση στην ινσουλίνη και αυξημένο λίπος γύρω από την κοιλιά.

Αυτοί οι μεταβολίτες δεν συσχετίστηκαν αρκετά με τα ήδη γνωστά γονίδια της παχυσαρκίας, υποδηλώνοντας ότι τα γονίδια που έχουν ανιχνευθεί μέχρι στιγμής απλώς αυξάνουν το μέγεθος του σώματος και όχι τον ανώμαλο μεταβολισμό.

Όλοι έχουμε χιλιάδες μεταβολίτες στο αίμα μας και, εκτός από βιοδείκτες ασθενειών και μελλοντικών κινδύνων, μπορεί να διαδραματίσουν βασικό ρόλο στην πυροδότηση νόσων. Υπάρχει μεγάλη ατομική διακύμανση στους μεταβολίτες μεταξύ των ανθρώπων, τόσο στο αίμα όσο και στο έντερό μας. Τουλάχιστον το ένα τρίτο των μεταβολιτών μας στο αίμα παράγονται ή επηρεάζονται έντονα από τα μικρόβια του εντέρου μας, τα οποία επηρεάζονται από τη διατροφή και το βάρος μας. Επομένως, το βάρος ή ο ΔΜΣ ως απλό μέτρο της υγείας είναι λανθασμένο και η αντιμετώπισή του καθαρά με τη μείωση της πρόσληψης ενέργειας είναι άστοχη.

Η ποιότητα, και όχι μόνο η ποσότητα, της διατροφής, είναι σημαντική για τη μείωση του μελλοντικού κινδύνου παχυσαρκίας και των συνεπειών της στην υγεία. Πρέπει να δίνουμε προσοχή όχι μόνο στη ζυγαριά αλλά και στον μεταβολισμό του σώματός μας, στα θρεπτικά συστατικά και το μικροβίωμά μας.

Δείτε επίσης