Τα οφέλη των φυτικών ινών στην υγεία ποικίλλουν και μπορεί να εξαρτώνται από τον τύπο τους και τη δόση που καταναλώνεται, αναφέρει μια μελέτη στο περιοδικό Cell Host & Microbe.
Οι ετερογενείς φυτικές ίνες από τα φρούτα και τα λαχανικά έχουν προταθεί ως οι πιο ωφέλιμες για την υγεία (ανασκόπηση Cockburn and Koropatkin, 2016), αν και οι διαφορές στη ζυμωσιμότητα και άλλες χημικές ιδιότητες δεν είναι διεξοδικά μελετημένες. Σχετικά με την ινουλίνη, αποτελείται από ένα πολυμερές φρουκτόζης που καλύπτεται με γλυκόζη -μπορεί να περιέχει έως και 60 μόρια φρουκτόζης. Μερικές μελέτες έδειξαν ελάχιστα ή καθόλου οφέλη από την ινουλίνη και άλλες ότι μπορεί να είναι επιβλαβής σε υψηλές δόσεις (Coussement, 1999). Για παράδειγμα, έχει αναφερθεί ότι τα υψηλά επίπεδα ινουλίνης, στο 20% της τροφής σε ποντίκια, προκάλεσαν ηπατική βλάβη και τελικά καρκίνο του ήπατος, μετά από μακροχρόνια έκθεση. Ωστόσο, η ινουλίνη πιστεύεται ότι είναι ασφαλής στον άνθρωπο σε χαμηλές δόσεις. Στην παρούσα μελέτη καταγράφηκε ότι μέτρια μείωση των δεικτών φλεγμονής σε χαμηλές δόσεις ινουλίνης και αύξηση της φλεγμονής σε υψηλές δόσεις.
«Τα αποτελέσματά μας αποδεικνύουν ότι οι φυσιολογικές, μικροβιακές και μοριακές επιδράσεις μεμονωμένων φυτικών ινών διαφέρουν ουσιαστικά», είπε ο ανώτερος συγγραφέας της μελέτης Michael Snyder, γενετιστής στο Stanford School of Medicine. «Επιπλέον, τα αποτελέσματά μας δείχνουν τη δελεαστική προοπτική της χρήσης συγκεκριμένων φυτικών ινών που επηρεάζουν το μικροβίωμα, για να οδηγήσουμε τη βιολογία της υγείας και των συστημάτων σε μια προβλέψιμη, εξατομικευμένη κατεύθυνση».
Η διατροφή που είναι πλούσια σε φυτικές ίνες μειώνουν τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής, εγκεφαλικού και καρδιαγγειακών παθήσεων. Οι φυτικές ίνες μειώνουν τη χοληστερόλη και προάγουν ένα πιο υγιές προφίλ λιπιδίων για τα άτομα που ακολουθούν τη δυτική διατροφή. Πρόκειται για υδατάνθρακες που μεταβολίζονται επιλεκτικά από τα μικρόβια του εντέρου αλλά κατά τα άλλα είναι δύσπεπτοι από τον άνθρωπο. Η κατανόηση του πώς επηρεάζουν το μικροβίωμα και την ανθρώπινη βιοχημεία και φυσιολογία είναι κρίσιμη για την αποτελεσματική χρήση συμπληρωμάτων φυτικών ινών για τη βελτίωση της ανθρώπινης υγείας. Αφού τραφούν με φυτικές ίνες τα μικρόβια του εντέρου, παράγουν λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας που συμμετέχουν σε πολλές ευεργετικές λειτουργίες. Επίσης τα μικρόβια συνθέτουν βιταμίνη Κ και βιταμίνες της ομάδας Β.
Οι διάφορες φυτικές ίνες ποικίλουν ως προς το μήκος, διακλάδωση, τη διαλυτότητά τους στο νερό. «Συνήθως μελετώνται ως σύνθετα μείγματα από τη φυτική τους πηγή», λέει ο Snyder. «Υπάρχει ανάγκη για τον προσδιορισμό των επιδράσεων των μεμονωμένων φυτικών ινών στο μικροβίωμα και για τη δημιουργία σχετικών βιοδεικτών υγείας, ιδανικά με τη δοκιμή διαφορετικών ινών στα ίδια άτομα».
Αραβινοξυλάνη και ινουλίνη μακράς αλυσίδας
Για να αντιμετωπίσουν αυτή την ανάγκη, ο Snyder και οι συνεργάτες του ξεκίνησαν να κατανοήσουν πώς οι μεμονωμένες φυτικές ίνες επηρεάζουν μια ομάδα 18 συμμετεχόντων. Πιο συγκεκριμένα, διερεύνησαν τις φυσιολογικές επιδράσεις των συμπληρωμάτων διατροφής με δύο κοινές διαλυτές ίνες: την αραβινοξυλάνη (AX), που βρίσκεται στα δημητριακά ολικής αλέσεως και την ινουλίνη μακράς αλυσίδας (LCI), η οποία βρίσκεται στα κρεμμύδια, τη ρίζα κιχωρίου και στις αγκινάρες Ιερουσαλήμ.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μεταγονιδιωματική κοπράνων, πρωτεομική πλάσματος, μεταβολομική, λιπιδομική και ανέλυσαν τις κυτοκίνες ορού και τις κλινικές τιμές τους στους συμμετέχοντες. «Οι φυτικές ίνες συνδέονται με βελτιωμένη μεταβολική και καρδιαγγειακή υγεία, αλλά η κατανόηση των επιδράσεων των μεμονωμένων ινών στη μικροβιακή και μεταβολική απόκριση δεν έχει μελετηθεί χρησιμοποιώντας ένα σύνολο δεδομένων», είπε ο Snyder.
Οι συμμετέχοντες κατανάλωναν 10 γραμμάρια φυτικών ινών ημερησίως την πρώτη εβδομάδα, 20 γραμμάρια τη δεύτερη εβδομάδα και 30 γραμμάρια την τρίτη εβδομάδα. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν μικροβιακές και συστηματικές αποκρίσεις από τις φυτικές ίνες και συχνά ήταν δοσοεξαρτώμενες. Κατά μέσο όρο, η κατανάλωση αραβινοξυλάνης συσχετίστηκε με σημαντική μείωση της λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (LDL), γνωστή ως κακή χοληστερόλη, και αύξηση των χολικών οξέων, τα οποία μπορεί να συμβάλλουν στη μείωση της χοληστερόλης. Ωστόσο, οι ατομικές αποκρίσεις διέφεραν και ορισμένοι συμμετέχοντες είδαν ελάχιστη έως καθόλου αλλαγή στα επίπεδα της χοληστερόλης.
«Πολλές τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωσης της χοληστερόλης και η μελέτη μας δείχνει ότι αυτές οι μειώσεις μπορεί να οφείλονται σε μεμονωμένα συστατικά του μείγματος των φυτικών ινών που υπάρχουν σε μη επεξεργασμένα φυτικά τρόφιμα», είπε ο Snyder.
Εν τω μεταξύ, η ινουλίνη μακράς αλυσίδας συσχετίστηκε με μέτρια μείωση στους δείκτες φλεγμονής και αύξηση της αφθονίας του Bifidobacterium -ενός γενικά ευεργετικού τύπου μικροβίου του εντέρου που είναι γνωστό ότι παράγει υγιή λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας. Αλλά στην υψηλότερη δόση, υπήρξε αύξηση της φλεγμονής και στα επίπεδα ενός ηπατικού ενζύμου που ονομάζεται αμινοτρανσφεράση της αλανίνης, υποδηλώνοντας ότι η υπερβολική ποσότητα αυτής της φυτικής ίνας μπορεί να είναι επιβλαβής. Και πάλι, αυτές οι δυνητικά αρνητικές απαντήσεις ήταν διαφορετικές μεταξύ των συμμετεχόντων.
Δύο περιορισμοί της μελέτης ήταν η σύντομη διάρκειά της και ο μικρός αριθμός συμμετεχόντων. Ωστόσο, σύμφωνα με τους συγγραφείς, η μελέτη παρέχει πληροφορίες για τους μηχανισμούς πίσω από τη μείωση της χοληστερόλης που προκαλείται από τις φυτικές ίνες, αποκαλύπτει τις βλαβερές συνέπειες της υψηλής κατανάλωσης ινουλίνης και υπογραμμίζει τη συσχέτιση μεμονωμένων ινών με το μικροβίωμα.
«Συνολικά, τα ευρήματά μας δείχνουν ότι τα οφέλη των φυτικών ινών εξαρτώνται από τον τύπο της φυτικής ίνας, τη δόση και τον συμμετέχοντα -ένα συνδυασμό παραγόντων που προκύπτουν από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των φυτικών ινών, του μικροβιώματος του εντέρου και του ξενιστή», είπε ο Snyder.
Πηγή: Samuel M. Lancaster et al, Global, distinctive, and personal changes in molecular and microbial profiles by specific fibers in humans, Cell Host & Microbe (2022).