Η διατροφή με πολλά λιπαρά δεν ευνοεί τα καλά βακτήρια του εντέρου

Σας έχει κάνει ποτέ ένα γεύμα με πολλά λιπαρά να αισθάνεστε φουσκωμένοι και νωθροί; Αποδεικνύεται ότι μια πιο βαριά δίαιτα μπορεί να εμποδίσει τα πολλά βακτήρια που ζουν στο πεπτικό σας σύστημα να κάνουν το καλύτερο δυνατό.

Μια μελέτη στην Κίνα διαπίστωσε πως όταν οι άνθρωποι αύξησαν την πρόσληψη λίπους στο 40% της ημερήσιας διατροφής τους για έξι μήνες, ο αριθμός των «καλών» βακτηρίων του εντέρου μειώθηκε ενώ οι ποσότητες των «μη ευεργετικών» βακτηρίων αυξήθηκαν.

«Το αποτέλεσμα της μελέτης έδειξε ότι μια δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά συνδέεται με δυσμενείς αλλαγές στον τύπο και τον αριθμό των βακτηρίων του εντέρου, συλλογικά γνωστά ως μικροβίωμα», δήλωσε ο ανώτερος συγγραφέας της μελέτης, Duo Li, επικεφαλής στο Ινστιτούτο Διατροφής και Υγείας στο Πανεπιστήμιο Qingdao στο Qingdao της Κίνας.

Εκτός από την αλλαγή της σύνθεσης του μικροβιώματος, οι συγγραφείς παρατήρησαν αύξηση των φλεγμονωδών παραγόντων στο σώμα. Αυτές οι αλλαγές μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη μεταβολικών διαταραχών, όπως ο διαβήτης και οι καρδιακές παθήσεις, σημείωσαν οι ερευνητές.

Η διατροφολόγος Samantha Heller, από το NYU Langone Health στη Νέα Υόρκη, είπε ότι τα βακτήρια που ζουν στο πεπτικό σύστημα φαίνεται να έχουν ευρέως φάσματος επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και ότι τρώνε ό,τι τρώμε κι εμείς. «Η έρευνα δείχνει ότι ευδοκιμούν σε φυτικές ίνες -όπως αυτές που βρίσκονται στα φρούτα και τα λαχανικά, τα όσπρια, τους ξηρούς καρπούς και τα δημητριακά- και ότι η τυπική δυτική διατροφή, η οποία είναι πλούσια σε λιπαρά, κόκκινα και επεξεργασμένα κρέατα, τυρί, γλυκά, επεξεργασμένα δημητριακά και τηγανητά πρόχειρα φαγητά, κατά μία έννοια, τα δηλητηριάζουν», εξήγησε.

Στην Κίνα, η παραδοσιακή διατροφή ήταν χαμηλή σε λιπαρά και υψηλή σε υδατάνθρακες. Αυτό, ωστόσο, έχει μετατοπιστεί σε μια δίαιτα υψηλότερη σε λιπαρά και χαμηλότερη σε υδατάνθρακες. Ταυτόχρονα, τα ποσοστά της παχυσαρκίας και του διαβήτη τύπου 2 έχουν επίσης αυξηθεί, ανέφεραν οι συγγραφείς της μελέτης.

Για να δουν εάν συμβαίνουν αλλαγές στο μικροβίωμα του εντέρου όταν οι άνθρωποι μεταβαίνουν από μια δίαιτα χαμηλών λιπαρών σε μια δίαιτα με υψηλότερα λιπαρά, οι ερευνητές στρατολόγησαν περίπου 200 νέους, που δεν ήταν παχύσαρκοι, για τη μελέτη. Ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν 23 ετών.

Ο Li είπε ότι η μέση πρόσληψη λίπους πριν από την έναρξη της μελέτης ήταν περίπου 31%. Οι εθελοντές τοποθετήθηκαν τυχαία σε μία από τρεις ομάδες για έξι μήνες. Η μία ομάδα ακολούθησε  δίαιτα αποτελούμενη από 20% λιπαρά, μια άλλη έτρωγε το 30% των ημερήσιων θερμίδων από λίπος, ενώ η τρίτη είχε μια διατροφή με 40% λιπαρά.

Οι ερευνητές τροποποίησαν την πρόσληψη υδατανθράκων -όπως το ρύζι και το αλεύρι σίτου- για να αντισταθμίσουν τις αλλαγές στην πρόσληψη λίπους. Η ποσότητα φυτικών ινών και πρωτεΐνης στις δίαιτες παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια.

Και οι τρεις ομάδες είχαν απώλεια βάρους, αλλά η ομάδα με τα χαμηλότερα λιπαρά έχασε το μεγαλύτερο βάρος και είχε τις μεγαλύτερες μειώσεις στην περίμετρο της μέσης, τη συνολική χοληστερόλη και την κακή χοληστερόλη. Η ομάδα της δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά είχε επίσης αύξηση στα βακτήρια του εντέρου που έχουν συνδεθεί με χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης.

Εκείνοι με τα υψηλότερα λιπαρά είχαν αύξηση σε ένα διαφορετικό τύπο εντερικού μικροβιώματος που έχει συνδεθεί με υψηλότερα επίπεδα χοληστερόλης. Η διατροφή τους συνδέθηκε επίσης με αλλαγές στο μεταβολισμό των λιπαρών οξέων μακράς αλυσίδας, παράγοντας υψηλότερα επίπεδα χημικών ουσιών που πιστεύεται ότι προκαλούν φλεγμονή.

«Προτείνουμε η πρόσληψη λίπους για έναν γενικό υγιή πληθυσμό να μην υπερβαίνει το 30% της συνολικής ενέργειας -τουλάχιστον στους ασιατικούς πληθυσμούς», είπε ο Li και πρόσθεσε ότι το μεγαλύτερο μέρος του λίπους πρέπει να προέρχεται από υγιή λίπη, όπως η σόγια, το φιστίκι ή η ελιά.

Ο Heller είπε ότι είναι σημαντικό να μην ερμηνεύσουμε τα ευρήματα αυτής της μελέτης για να υποδείξουμε ότι το διατροφικό λίπος είναι ανθυγιεινό. Πρέπει να τρώμε λίπη για να είμαστε υγιείς, ιδιαίτερα ακόρεστα λιπαρά. Αλλά, πρόσθεσε, ότι οι δίαιτες της μόδας που είναι πλούσιες σε ζωικά λίπη -όπως η “Keto” ή “Paleo”- με την πάροδο του χρόνου, είναι πιθανό να γίνουν επιβλαβείς για το μικροβίωμα του εντέρου και στη συνέχεια να αυξάνουν τον κίνδυνο φλεγμονής και χρόνιων ασθενειών.

Για να διατηρήσετε το μικροβίωμα υγιές, η Heller συνέστησε να τρώτε περισσότερα λαχανικά, όσπρια, φρούτα, δημητριακά και ξηρούς καρπούς, αποφεύγοντας τα επεξεργασμένα κρέατα, να περιορίσετε το κόκκινο κρέας και το τυρί και να εξισορροπείτε την πρόσληψη λιπών, υδατανθράκων και πρωτεϊνών.

Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Gut.

Πηγή: Duo Li, Ph.D., chief professor of nutrition, Institute of Nutrition and Health, Qingdao University, China; Samantha Heller, M.S., R.D., NYU Langone Health, New York City; Feb. 19, 2019, Gut, online.

Δείτε επίσης