Το παρακάτω κείμενο βασίστηκε σε άρθρο του Του Kim M Caudwell, The Conversation.
Έχετε βγει έξω και αγοράζετε ένα εμφιαλωμένο νερό πλαστικό μπουκάλι, ξεδιψάτε, αλλά διαπιστώσετε ότι δεν υπάρχει κάδος ανακύκλωσης κοντά. Θα μπορούσατε το άδειο μπουκάλι να το πετάξετε στα σκουπίδια αλλά είστε παθιασμένοι με την ανακύκλωση και αυτή η επιλογή σας κάνει στενάχωρους. Κοιτάτε στον κάδο σκουπιδιών και καταλαβαίνετε ότι πολλοί άλλοι έχουν πετάξει τα ανακυκλώσιμα προϊόντα τους. Σκέφτεστε ότι δεν φταίτε εσείς που δεν υπάρχει κάδος ανακύκλωσης τριγύρω και ξαφνικά, νιώθετε καλύτερα! Εάν αυτό το σενάριο φαίνεται γνωστό, έχετε βιώσει -και επιλύσει- τη γνωστική ασυμφωνία (Cognitive Dissonance), ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φαινόμενα που ανακαλύφθηκαν στην κοινωνική ψυχολογία.
Ο όρος γνωστική ασυμφωνία χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ψυχική δυσφορία που προκύπτει από την κατοχή δύο αντικρουόμενων πεποιθήσεων, αξιών ή στάσεων. Οι άνθρωποι τείνουν να αναζητούν συνέπεια στις στάσεις και τις αντιλήψεις τους, επομένως αυτή η σύγκρουση προκαλεί αισθήματα δυσφορίας ή δυσφορίας. Το αίσθημα ψυχικής δυσφορίας οδηγεί σε αλλαγή σε μια από τις στάσεις, τις πεποιθήσεις ή τις συμπεριφορές για να εξαλειφθεί η δυσφορία και να αποκατασταθεί η ισορροπία. Για παράδειγμα, όταν οι άνθρωποι καπνίζουν (συμπεριφορά) και γνωρίζουν ότι το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο (γνωστική), βρίσκονται σε κατάσταση γνωστικής ασυμφωνίας. Έτσι κάποιοι από αυτούς μπορεί να σταματήσουν το κάπνισμα και άλλοι να υποβαθμίσουν τα βλαβερά αποτελέσματα του καπνίσματος προκειμένου για να μην αισθάνονται μεγάλη συναισθηματική δυσφορία.
Οι Αμερικανοί ψυχολόγοι Leon Festinger και James Carlsmith επέδειξαν για πρώτη φορά την γνωστική ασυμφωνία στη δεκαετία του 1950, σε ένα διάσημο πλέον κοινωνικό ψυχολογικό πείραμα. Στον πρώτο γύρο, οι συμμετέχοντες έπρεπε να εκτελέσουν βαρετές εργασίες, όπως να γυρίζουν ένα δίσκο γεμάτο ξύλινα μανταλάκια στρέφοντας κατά ένα τέταρτο το καθένα, ξανά και ξανά, για μια ώρα. Αυτά τα καθήκοντα εσκεμμένα δεν ήταν ευχάριστα. Στη συνέχεια, προσφέρθηκαν σε μερικούς συμμετέχοντες -αλλά όχι σε όλους- είτε 1 δολάριο, είτε 20 δολλάρια για να για να πουν σε έναν επόμενο συμμετέχοντα ότι ήταν πραγματικά ενδιαφέρουσες αυτές οι εργασίες. Σχεδόν όλοι συμφώνησαν να μπουν στην αίθουσα αναμονής και να τον πείσουν ότι το βαρετό πείραμα ήταν διασκεδαστικό. Όλοι, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν τους ζητήθηκε να πουν ότι η μελέτη ήταν διασκεδαστική (δηλαδή, η ομάδα ελέγχου), στη συνέχεια συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με την εμπειρία τους. Όπως είναι λογικό, οι συμμετέχοντες στην ομάδα ελέγχου βαθμολόγησαν τη μελέτη ως όχι και τόσο ευχάριστη. Όσοι πληρώθηκαν 20 δολάρια την βαθμολόγησαν με τον ίδιο τρόπο. Ωστόσο, οι συμμετέχοντες που πληρώθηκαν 1 δολάριο βαθμολόγησαν τη μελέτη ως πολύ πιο ευχάριστη από οποιαδήποτε από τις άλλες ομάδες!
Όπως αποδεικνύεται, το να πληρωθείτε μόνο ένα δολάριο για να πείτε ένα ψέμα, έστω και είναι μέρος ενός πειράματος δημιουργεί πρόβλημα σε κάποιους ανθρώπους. Αυτό προκάλεσε τέτοια ψυχολογική δυσφορία -γνωστική ασυμφωνία- που οι συμμετέχοντες άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν την κουραστική εργασία. Η πληρωμή του ενός δολαρίου δεν ήταν επαρκές κίνητρο για για το ψέμα και αυτή η “παραφωνία” ξεπεράστηκε με το να “πιστέψουν” αυτοί οι συμμετέχοντες ότι οι εργασίες ήταν πραγματικά ενδιαφέρουσες και ευχάριστες. Τα 20 δολάρια παρείχαν ένα επαρκές λόγο για το ψέμα και δεν προκλήθηκε δυσφορία.
Η πειραματική προσέγγιση των Festinger και Carlsmith είναι γνωστή ως «παράδειγμα επαγόμενης συμμόρφωσης» και έχει γίνει ένας από τους πολλούς τρόπους με τους οποίους οι κοινωνικοί ψυχολόγοι μελετούν τη γνωστική ασυμφωνία. Η έρευνα στη συνέχεια διαπίστωσε σταθερά ότι η πρόκληση γνωστικής ασυμφωνίας -για παράδειγμα, με το να πρέπει να γράψετε κάτι που υποστηρίζει μια πεποίθηση που δεν πιστεύετε- αυξάνει τα υποκειμενικά συναισθήματα δυσφορίας και ενισχύει τη διέγερση, όπως αυτή μετριέται από την ηλεκτρική δραστηριότητα των ιδρωμένων παλαμών. Πρόσφατη έρευνα που χρησιμοποίησε προηγμένες τεχνικές μέτρησης έδειξε ότι η γνωστική ασυμφωνία σχετίζεται με τη δραστηριότητα των μυών που επηρεάζουν τις εκφράσεις του προσώπου. Η επίλυση διεγείρει τη δραστηριότητα σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου.
Υπάρχουν δύο τρόποι για τη μείωση της γνωστικής ασυμφωνίας -έχουν ποικίλες πιθανότητες επιτυχίας και εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη σημασία μιας συμπεριφοράς ή μιας πεποίθησης που έχετε.
Αλλαγή των πεποιθήσεων: Ο πιο απλός τρόπος είναι να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Για παράδειγμα, αποφασίζετε την Πρωτοχρονιά να τρέχετε τρεις φορές την εβδομάδα αυτό το έτος για να βελτιώσετε την υγεία σας, αλλά γρήγορα καταλήγετε σε μία φορά την εβδομάδα. Θα μπορούσατε να επιλύσετε την ασυμφωνία πιστεύοντας ότι το τρέξιμο μία φορά την εβδομάδα εξακολουθεί να έχει το ίδιο όφελος ή ότι έτσι είναι καλύτερα.
Αλλαγή συμπεριφοράς: Ο πιο δύσκολος τρόπος για να μειώσετε τη γνωστική ασυμφωνία είναι να αλλάξετε τη συμπεριφορά σας ώστε να ταιριάζει με τις στάσεις μας. Ίσως αποφασίσετε ότι θα σας πάρει λίγο χρόνο για να προετοιμαστείτε πιο σταδιακά ώστε να φτάσετε να τρέχετε τρεις φορές την εβδομάδα.
Επειδή η γνωστική ασυμφωνία είναι ένα ισχυρό κίνητρο, έχει διερευνηθεί ως μια πιθανή δύναμη για θετικές αλλαγές στο πλαίσιο των συμπεριφορών υγείας. Ζητείται από τους ανθρώπους να κάνουν μια δήλωση σχετικά με την αξία μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς και στη συνέχεια να αναλογιστούν τις αποτυχίες τους και να εμπλακούν σε αυτή τη συμπεριφορά, για να προκαλέσουν γνωστική ασυμφωνία. Για παράδειγμα, ζητείται από έναν καπνιστή να εκφωνήσει μια ομιλία σχετικά με τη σημασία της διακοπής του καπνίσματος και στη συνέχεια να συμπληρώσει ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με τη συμπεριφορά του στο κάπνισμα. (Πάντως, οι άνθρωποι είναι μερικές φορές ιδιαίτερα ικανοί στη μείωση της γνωστικής ασυμφωνίας με διάφορους τρόπους, όπως διαπιστώθηκε όταν εξετάστηκαν οι αντιδράσεις των καπνιστών με την εισαγωγή των προειδοποιήσεων για τις συσκευασίες των τσιγάρων).
Ο Leon Festinger πρότεινετη θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας, με επίκεντρο τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι προσπαθούν να επιτύχουν εσωτερική συνέπεια. Πρότεινε ότι οι άνθρωποι έχουν μια εσωτερική ανάγκη να διασφαλίσουν ότι οι πεποιθήσεις και οι συμπεριφορές τους είναι συνεπείς μεταξύ τους. Οι ασυνεπείς ή αντικρουόμενες πεποιθήσεις οδηγούν σε δυσαρμονία, την οποία οι άνθρωποι προσπαθούν να αποφύγουν. Μερικές φορές για να επιτευχθεί αυτή η εσωτερική συνέπεια, κάποιοι άνθρωποι μπαίνουν σε μια διαδικασία αυταπάτης. Στο πείραμα, όσοι πληρώθηκαν 1 δολάριο είχαν επίγνωση ότι οι εργασίες ήταν βαρετές αλλά απάντησαν διαφορετικά στα ερωτηματολόγια. Στην πραγματική ζωή που τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, οι άνθρωποι μπορεί να μπαίνουν σε μια διαδικασία αυταπάτης πιστεύοντας σε κάτι που δεν είναι αλήθεια. Αν και αρχικά μπορεί να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα στη συνέχεια η μνήμη τους μπορεί να αλλάξει και να κατασκευάσει μια διαφορετική εκδοχή που παραμένει για χρόνια στο μυαλό τους.
Η γνωστική ασυμφωνία είναι μια καθημερινή ανθρώπινη εμπειρία που μερικές φορές περνάει εύκολα. Παίρνουμε αποφάσεις, μεγάλες και μικρές, σε καθημερινή βάση. Όταν αντιμετωπίζουμε δύο παρόμοιες επιλογές, συχνά έχουμε αισθήματα ασυμφωνίας, επειδή και οι δύο επιλογές είναι εξίσου ελκυστικές. Μόλις γίνει μια επιλογή, ωστόσο, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να μειώσουμε τα συναισθήματα δυσφορίας. Αυτό το επιτυγχάνουμε αιτιολογώντας γιατί η επιλογή μας ήταν η καλύτερη, ώστε να πιστεύουμε ότι πήραμε τη σωστή απόφαση. Εάν δεν είμαστε πολύ σκληροί με τον εαυτό μας και είμαστε ανοιχτοί στην αξιολόγηση της συμπεριφοράς μας σε ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο, δεν θα πρέπει να νιώθουμε υπερβολική δυσφορία.