Όταν πρόκειται για δίαιτες με μειωμένους υδατάνθρακες, μπορεί να είναι η ποιότητα της διατροφης, όχι η ποσότητα των υδατανθράκων που έχει μεγαλύτερη σημασία. Νέα έρευνα διαπιστώνει ότι η διατροφή με βάση τις ζωικές τροφές, χαμηλή σε υδατάνθρακες συσχετίστηκε με υψηλότερο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2, ενώ η διατροφή με βάση τις φυτικές τροφές, χαμηλή σε υδατάνθρακες, συσχετίστηκε με χαμηλότερο κίνδυνο. Η έρευνα, παρουσιάστηκε στο Σικάγο, στο συνέδριο Scientific Sessions της Αμερικανικής Καρδιολογικής Εταιρείας, και θεωρείται προκαταρκτική έως ότου δημοσιευθεί σε επιστημονικό περιοδικό.
«Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος διαβήτη τύπου 2 στα υγιή άτομα χωρίς προδιαβήτη, η ποσότητα των υδατανθράκων μπορεί να μην έχει τόση σημασία όσο η ποιότητα της πρωτεΐνης, των λιπών και των ίδιων των υδατανθράκων», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης Yeli Wang, ερευνητής στο το τμήμα Διατροφής στο Harvard T.H. Chan School of Public Health στη Βοστώνη. «Το κλειδί είναι να προσέχουμε την ποιότητα του φαγητού».
Οι δίαιτες με χαμηλούς υδατάνθρακες είναι δημοφιλείς επειδή η έρευνα δείχνει ότι μπορούν να μειώσουν γρήγορα το βάρος μέσα σε 6 έως 12 μήνες. Ωστόσο, δεν είναι σαφές γιατί είναι αποτελεσματικές στο να χαθούν κιλά ή πώς επηρεάζουν τη μακροπρόθεσμη υγεία. Οι δίαιτες που περιορίζουν τους υδατάνθρακες είναι, αναγκαστικά, αυξημένες σε λίπος και πρωτεΐνες. Αυτό μπορεί να οδηγεί σε ένα αίσθημα πληρότητας, το οποίο βοηθά στη μείωση της πείνας. Επιπλέον, ο περιορισμός των υδατανθράκων αυξάνει τον μεταβολισμό του σώματος που σημαίνει ότι βοηθά στην καύση των θερμίδων.
Υπάρχουν αρκετές δημοφιλείς δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων, συμπεριλαμβανομένης της κετογονικής δίαιτας που περιορίζει δραστικά τους υδατάνθρακες, και της δίαιτας Paleo που δίνει έμφαση στα φρούτα, τα λαχανικά και τα άπαχα κρέατα και βασίζεται μόνο στα τρόφιμα που ήταν διαθέσιμα στον άνθρωπο την παλαιολιθική εποχή.
Ορισμένες μελέτες έχουν προτείνει ότι οι δίαιτες πολύ χαμηλών υδατανθράκων μπορεί να βελτιώσουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα σε άτομα με προδιαβήτη ή διαβήτη τύπου 2. Αλλά η ποσότητα των υδατανθράκων που καταναλώνονται σε αυτές τις δίαιτες ποικίλλει και η έμφαση στην κατανάλωση λιπών εγείρει ανησυχίες για το αν οι δίαιτες μπορεί να επηρεάσουν τα επίπεδα της χοληστερόλης και άρα την υγεία της καρδιάς.
Η νέα μελέτη δείχνει ότι ορισμένες δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων είναι καλύτερες από άλλες, δήλωσε η Kristina Petersen, επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα διατροφής στο Texas Tech University στο Lubbock. «Δεν υπάρχει τυπικός ορισμός για μια δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες», είπε η Petersen, που δεν συμμετείχε στην έρευνα. «Δεν πληρούν πολύ καλά τις διατροφικές συστάσεις. Αυτό που δείχνει αυτή η μελέτη είναι ότι ίσως μπορούν, απλά πρέπει να προσέχουμε τι περιέχει αυτή η δίαιτα».
Στη μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης χαμηλών υδατανθράκων και των πιθανοτήτων εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, ενός σημαντικού παράγοντα κινδύνου για καρδιακές παθήσεις και εγκεφαλικό αλλά και άλλες ασθένειες όπως είναι ο καρκίνος.
Η ανάλυση χρησιμοποίησε διατροφικά και ιατρικά δεδομένα για 203.541 ενήλικες από τρεις μεγάλες εθνικές μελέτες: τη Μελέτη Νοσηλευτών Υγείας, τη Μελέτη Νοσηλευτών Υγείας II και τη Μελέτη Παρακολούθησης Επαγγελματιών Υγείας. Οι μελέτες κάλυψαν συλλογικά μια περίοδο από το 1984 έως το 2017. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωναν ερωτηματολόγια κάθε τέσσερα χρόνια σχετικά με τα τρόφιμα που κατανάλωναν και παρακολουθούνταν για έως και 30 χρόνια. Κανένας δεν είχε διαβήτη στην αρχή.
Για τη μελέτη, το αν η δίαιτα ενός ατόμου θεωρούνταν χαμηλή σε υδατάνθρακες δεν καθοριζόταν ακριβώς από την ποσότητα των υδατανθράκων που κατανάλωνε. Οι ερευνητές δημιούργησαν μια βαθμολογία με βάση το ποσοστό των θερμίδων που έπαιρνε κάθε άτομο από την ημερήσια πρόσληψη πρωτεϊνών, λιπών και υδατανθράκων.
Χρησιμοποιώντας αυτές τις βαθμολογίες, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε πέντε ίσες ομάδες. Η ομάδα με τους χαμηλότερους υδατάνθρακες στη μελέτη λάμβανε περίπου το 40% της ημερήσιας ενέργειας από υδατάνθρακες, είπε η Wang. Οι διατροφικές κατευθυντήριες γραμμές των ΗΠΑ συνιστούν οι υδατάνθρακες να αντιπροσωπεύουν το 45%-65% των συνολικών θερμίδων.
Για να αξιολογηθεί η ποιότητα της δίαιτας, τα τρόφιμα ταξινομήθηκαν σε 18 ομάδες: δημητριακά ολικής αλέσεως, φρούτα, λαχανικά, ξηροί καρποί, όσπρια, φυτικά έλαια, τσάι και καφές, χυμοί φρούτων, επεξεργασμένα δημητριακά, πατάτες, ποτά με ζάχαρη, γλυκά και επιδόρπια, ζωικό λίπος, γαλακτοκομικά, αυγά, ψάρια και θαλασσινά, κρέας και διάφορα τρόφιμα με βάση τα ζώα.
Τα προκαταρκτικά δεδομένα έδειξαν ότι τα άτομα στην ομάδα με τους χαμηλότερους υδατάνθρακες που έπαιρναν περισσότερες πρωτεΐνες και λίπος από φυτικές πηγές είχαν 6% χαμηλότερο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2. Εάν η κατανάλωσή τους ελαχιστοποιούσε περαιτέρω τη ζάχαρη και άλλους επεξεργασμένους υδατάνθρακες, είχαν 15% χαμηλότερο κίνδυνο.
Αντίθετα, η ομάδα με τους χαμηλότερους υδατάνθρακες που κατανάλωνε δίαιτες με έμφαση σε ζωικές πρωτεΐνες και ζωικό λίπος είχε 35% υψηλότερο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2 και εάν η διατροφή τους ελαχιστοποιούσε τα δημητριακά ολικής αλέσεως ο κίνδυνος ανέβαινε στο 39%.
Η Wang είπε ότι μια αδυναμία της μελέτης ήταν ότι τα περισσότερα άτομα που συμμετείχαν σε αυτήν ήταν λευκοί. «Αναρωτιόμαστε αν τα αποτελέσματά μας θα μπορούσαν να γενικευθούν και για άλλες εθνοτικές ομάδες», είπε.
Η American Heart Association συνιστά την κατανάλωση μιας διατροφής που περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία φρούτων και λαχανικών και υγιεινές πηγές πρωτεΐνης, όπως ψάρια και θαλασσινά, όσπρια και ξηρούς καρπούς, γαλακτοκομικά με χαμηλά ή χωρίς λιπαρά και άπαχα κρέατα. Ενθαρρύνει την επιλογή ελάχιστα επεξεργασμένης τροφής έναντι υπερεπεξεργασμένων τροφίμων και περιορισμό της ζάχαρης, του αλατιού και του αλκοόλ.