Η ορμόνη INSL3 προβλέπει την μακροπρόθεσμη υγεία των ανδρών

Οι ερευνητές ανακάλυψαν τον ζωτικό ρόλο μιας ορμόνης, η οποία παράγεται μόνο από τους άνδρεςκαι μπορεί να προβλέψει το αν θα αναπτύξουν ορισμένες ασθένειες στη μετέπειτα ζωή τους.

Όλοι γερνάμε, αλλά δεν γερνάμε με τον ίδιο τρόπο. Για μερικούς ανθρώπους, η γήρανση σημαίνει αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών όπως ο διαβήτης, οι καρδιαγγειακές παθήσεις, τα αδύναμα οστά και η γνωστική εξασθένηση. Θα ήταν ιδανικό εάν μπορούσαμε να προβλέψουμε στην πρώιμη ενήλικη ζωή, ενώ ένα άτομο είναι ακόμα υγιές, αν κινδυνεύει ή όχι να αρρωστήσει ή θα χρειαστεί ιατρική υποστήριξη όταν είναι μεγαλύτερος σε ηλικία. Με τη λήψη προληπτικών μέτρων, αυτό θα σήμαινε λιγότερα άτομα με προβλήματα υγείας, λιγότερα άτομα σε περίθαλψη και σημαντικά χαμηλότερο κόστος για το σύστημα υγείας.

Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Nottingham έχουν βρει ότι η πεπτιδική ορμόνη που μοιάζει με ινσουλίνη και ονομάζεται INSL3 (insulin-like peptide 3), είναι ένας σημαντικός βιοδείκτης για την πρόβλεψη ασθενειών που συνδέονται με την ηλικία. Τα ευρήματά τους δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Frontiers in Endocrinology.

Η INSL3 παράγεται από τα κύτταρα των όρχεων που παράγουν επίσης την τεστοστερόνη, αλλά σε αντίθεση με την τεστοστερόνη, η οποία παρουσιάζει διακυμάνσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής ενός άνδρα, η INSL3 παραμένει περίπου σταθερή, με τα επίπεδα της εφηβείας να παραμένουν σε σημαντικό βαθμό ίδια σε όλη τη διάρκεια ζωής ενός άνδρα -μειώνεται ελαφρώς μόνο σε μεγάλη ηλικία. Αυτό καθιστά αυτή την ορμόνη αξιόπιστο προγνωστικό βιοδείκτη της νοσηρότητας που σχετίζεται με την ηλικία σε σύγκριση με οποιεσδήποτε άλλες μετρήσιμες παραμέτρους.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα επίπεδα της INSL3 στο αίμα σχετίζεται με μια σειρά ασθενειών της ηλικίας, όπως η οστική αδυναμία, η σεξουαλική δυσλειτουργία, ο διαβήτης και οι καρδιαγγειακές παθήσεις. Η INSL3 προβλέπε 7 από τις 9 κατηγορίες νοσηρότητας, ενώ αντίθετα, η ολική τεστοστερόνη ήταν προγνωστικό μόνο για 3 από τις 9 κατηγορίες. Οι άνδρες που είχαν υψηλή INSL3 είχαν χαμηλότερο κίνδυνο να αρρωστήσουν αργότερα, ενώ οι άνδρες με χαμηλό INSL3 είχαν υψηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν νόσο που σχετίζεται με την ηλικία. Είναι σημαντικό ότι εξετάζοντας δείγματα αίματος που ελήφθησαν τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος της μελέτης, αυτή η σχέση μπορούσε να προβλεφθεί αρκετά χρόνια νωρίτερα.

Το ότι τα επίπεδα της ορμόνης είναι πολύ σταθερά σημαίνει ότι ένας άνδρας με υψηλή INSL3 όταν είναι νέος θα εξακολουθεί να έχει υψηλή ποσότητα και όταν είναι μεγαλύτερος. Αλλά κάποιος με χαμηλή INSL3 σε νεαρή ηλικία θα έχει επίσης χαμηλή ποσότητα όταν είναι μεγαλύτερος. Αυτό ανοίγει συναρπαστικές δυνατότητες για την πρόβλεψη ασθενειών που σχετίζονται με την ηλικία και την εύρεση τρόπων πρόληψης της εμφάνισης αυτών των ασθενειών με έγκαιρη παρέμβαση.

Η έρευνα διεξήχθη από την αναπληρώτρια καθηγήτρια Ravinder Anand-Ivell, τον καθηγητή Richard Ivell και τους συνεργάτες τους, και είναι η τελευταία από τις τρεις μελέτες σχετικά τους με αυτήν την ορμόνη. Η Anand-Ivell ανέφερε: «Το ιερό δισκοπότηρο της έρευνας για τη γήρανση είναι να μειωθεί το χάσμα της φυσικής κατάστασης που εμφανίζεται καθώς οι άνθρωποι γερνούν. Η κατανόηση του γιατί μερικοί άνθρωποι είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν αναπηρία και ασθένειες καθώς γερνούν είναι ζωτικής σημασίας, ώστε να μπορούν να βρεθούν παρεμβάσεις διασφαλίζοντας ότι οι άνθρωποι θα έχουν όχι μόνο μακρά αλλά και υγιή ζωή καθώς γερνούν. Η ανακάλυψη ορμονών είναι ένα σημαντικό βήμα και θα ανοίξει το δρόμο όχι μόνο για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους μεμονωμένα αλλά και να βοηθήσουμε στην ανακούφιση της κρίσης φροντίδας που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία».

Η ερευνητική ομάδα ανέλυσε δείγματα αίματος από την European Male Ageing Study όπου συμμετείχαν 3.369 άνδρες, από οκτώ περιφερειακά κέντρα στη βόρεια, νότια, ανατολική και δυτική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, με δύο δείγματα που ελήφθησαν με διαφορά τεσσάρων ετών. Η μελέτη αυτή σχεδιάστηκε εν μέρει για να αξιολογήσει εάν η συχνότητα εμφάνισης ασθενειών που σχετίζονται με την ηλικία στους άνδρες μπορεί να εξηγηθεί από την πτώση των αναβολικών ορμονών όπως η τεστοστερόνη, η οποία είναι σημαντική για την ανάπτυξη στο σώμα.

Χρησιμοποιώντας δεδομένα από την European Male Ageing Study, οι ερευνητές αναζήτησαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των επιπέδων INSL3 στα αποθηκευμένα δείγματα αίματος που ελήφθησαν στην αρχή και στο τέλος της μελέτης, και τη συχνότητα εμφάνισης της αυτοαναφερόμενης ασθένειας που σχετίζεται με την ηλικία. H INSL3 μετρήθηκε χρησιμοποιώντας μια νέα μέθοδο δοκιμής. Συγκρίθηκαν αυτές οι μετρήσεις με τις επιδράσεις άλλων ορμονών όπως είναι η τεστοστερόνη και ελήφθησαν υπόψη άλλες παράμετροι όπως η ηλικία, το κάπνισμα και η παχυσαρκία.

Η μελέτη έδειξε επίσης ότι οι νέοι υγιείς άνδρες παρουσιάζουν μεγάλη διακύμανση μεταξύ τους στη συγκέντρωση της INSL3 στο αίμα, ακόμη και 10 φορές. Εκτός από το ότι τα επίπεδα της INSL3 μπορεί να διαφέρουν σημαντικά από το ένα άτομο στο άλλο, συσχετίστηκαν έντονα με τη συχνότητα εμφάνισης ασθενειών όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις, ο διαβήτης, η απώλεια της σεξουαλικής λειτουργίας και η οστική αδυναμία.

Η Ivell πρόσθεσε: «Τώρα που γνωρίζουμε τον σημαντικό ρόλο που παίζει αυτή η ορμόνη στην πρόβλεψη των νόσων και ότι ποικίλλει μεταξύ των ανδρών, στρέφουμε την προσοχή μας στο να ανακαλύψουμε ποιοι παράγοντες έχουν τη μεγαλύτερη επιρροή στα επίπεδα της INSL3 στο αίμα. Η προκαταρκτική εργασία προτείνει ότι η πρώιμη διατροφή μπορεί να παίζει ρόλο, αλλά πολλοί άλλοι παράγοντες, όπως η γενετική ή η έκθεση σε ορισμένους περιβαλλοντικούς ενδοκρινικούς διαταράκτες, μπορεί επίσης να παίζει ρόλο».

Πηγή: The Lydia cell biomarker INSL3 as a predictor of age-related morbidity: Findings from the EMAS cohort, Frontiers in Endocrinology (2022). DOI: 10.3389/fendo.2022.1016107.

Δείτε επίσης