Μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή περισσότερων από 100 ατόμων με διαβήτη τύπου 2 διαπίστωσε ότι μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες -και άρα υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά- χωρίς περιορισμούς στις θερμίδες, βοήθησε τους ασθενείς να επιτύχουν καλύτερη απώλεια βάρους και έλεγχο γλυκόζης εντός έξι μηνών, σε σύγκριση με μια δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες. Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Annals of Internal Medicine.
Πάνω από 480 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από διαβήτη τύπου 2. Περισσότερα από τα μισά άτομα με διαβήτη έχουν επίσης μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος (NAFLD), η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε κίρρωση ήπατος. Προηγούμενες μελέτες δείχνουν ότι η απώλεια βάρους βελτιώνει τόσο τον έλεγχο του διαβήτη τύπου 2 όσο και τη NAFLD και ο περιορισμός της πρόσληψης υδατανθράκων βελτιώνει τον έλεγχο των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Δανίας, ανέθεσαν τυχαία σε 165 άτομα με διαβήτη τύπου 2 να ακολουθήσουν μια δίαιτα είτε με χαμηλούς υδατάνθρακες είτε με χαμηλά λιπαρά για έξι μήνες. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 56 ετών και το 58% ήταν γυναίκες. Οι συμμετέχοντες και στις δύο ομάδες κλήθηκαν να καταναλώσουν τον ίδιο αριθμό θερμίδων, περίπου ίσο με την αρχική τους ενεργειακή δαπάνη.
Οι συμμετέχοντες στη δίαιτα των χαμηλών υδατανθράκων κλήθηκαν να λαμβάνουν το 20% των θερμίδων τους από υδατάνθρακες, ενώ μπορούσαν να έχουν το 50-60% των θερμίδων τους από λίπος και το 20-30% από πρωτεΐνες. Αυτοί που ακολουθούσαν δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά κλήθηκαν να λαμβάνουν το 50-60% των θερμίδων τους από υδατάνθρακες, το 20-30% από λίπη και το 20-30% από πρωτεΐνες.
Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι τα άτομα που ακολουθούσαν δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων μείωσαν την αιμοσφαιρίνη A1c η οποία έπεσε κατά 9,2 mmol/mol σ’ αυτήν την ομάδα και 3,0 mmol/mol στην ομάδα των χαμηλών λιπαρών (39 mg/dL και 23 mg/dL αντίστοιχα). Επίσης αυτοί που ακολουθούσαν τη δίαιτα των χαμηλών υδατανθράκων έχασαν 6,2 κιλά έναντι μόνο 1,4 κιλών στην άλλη ομάδα. Ακόμη, η δίαιτα αυτή προκάλεσε περισσότερη απώλεια σωματικού λίπους και μείωσε την περίμετρο της μέσης.
Οι αλλαγές στη χοληστερόλη λιποπρωτεϊνών χαμηλής πυκνότητας (LDL) ήταν λιγότερο ευνοϊκές στην ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων και υψηλών λιπών -η μέση διαφορά στην αλλαγή ήταν 14,3 mg/dL (από 6,6 έως 22,4 mg/dL). Και οι δύο ομάδες είχαν χαμηλότερα τριγλυκερίδια στους έξι μήνες.
Ωστόσο, οι αλλαγές δεν διατηρήθηκαν στην παρακολούθηση ύστερα από εννιά μήνες μετά την παρέμβαση, υποδηλώνοντας ότι οι διατροφικές αλλαγές πρέπει να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα για να διατηρηθούν τα αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα οι διαφορές αμβλύνθηκαν σημαντικά μετά από το τρίμηνο. H αφοσίωση των συμμετεχόντων στα διατροφικά τους πρότυπα ήταν αυτοναφερόμενη -αυτό ήταν ένα από τα μειονεκτήματα της μελέτης- που σημαίνει πως ήταν άγνωστο αν οι συμμετέχοντες συνέχιζαν να ακολουθούν πιστά την δίαιτα που τους συστήθηκε αρχικά.
Το συκώτι δεν επηρεάστηκε από την υψηλή πρόσληψη λίπους στην ομάδα με τους χαμηλούς υδατάνθρακες. Οι ερευνητές δεν βρήκαν διαφορά στην ποσότητα του ηπατικού λίπους ή στην ηπατική φλεγμονή μεταξύ των δύο ομάδων, ένα σημαντικό εύρημα.
Περισσότερες πληροφορίες: Effect of Calorie-Unrestricted Low-Carbohydrate, High-Fat Diet Versus High-Carbohydrate, Low-Fat Diet on Type 2 Diabetes and Nonalcoholic Fatty Liver Disease, Annals of Internal Medicine (2022). DOI: 10.7326/M22-1787.