Το φάρμακο lecanemab υπόσχεται επιβράδυνση του Αλτσχάιμερ αλλά τα εμπόδια πρέπει να ξεπεραστούν

Το παρακάτω κείμενο βασίστηκε σε άρθρο των Ritchie Williamson, Director of research, Associate Professor in Therapeutics, University of Bradford και Stuart Dickens, Post Doctoral Research Assistant, University of Bradford, στο The Conversation και συμπληρώθηκε από δηλώσεις ειδικών στο Science Media Centre.

Βρέθηκε το πρώτο φάρμακο που μπορεί να επιβραδύνει τη νόσο Αλτσχάιμερ. Το πειραματικό φάρμακο, που ονομάζεται λεκανεμάμπη (lecanemab), είναι ένα αντίσωμα που στοχεύει στην εκκαθάριση των τοξικών συστάδων της αμυλοειδούς πρωτεΐνης που σχετίζονται με την ασθένεια. Ενώ αυτά τα αποτελέσματα είναι αφορμή για εορτασμούς, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την ασφάλεια του φαρμάκου. Τα πλήρη αποτελέσματα της δοκιμής για την λεκανεμάμπη φάσης 3 (το τελικό στάδιο της δοκιμής σε ανθρώπους) δημοσιεύθηκαν στο New England Journal of Medicine. Η δοκιμή έδειξε ότι οι ασθενείς που έλαβαν το φάρμακο είχαν 27% πιο αργή εξέλιξη της νόσου από εκείνους που έλαβαν εικονικό φάρμακο μετά από 18 μήνες θεραπείας. Αυτά είναι καλά νέα. Για πρώτη φορά, έχουμε μια πιθανή θεραπεία που έχει αποδεδειγμένη επίδραση τόσο στα συμπτώματα όσο και στην υποκείμενη παθολογία της νόσου Αλτσχάιμερ. Τα αποτελέσματα είναι μια σημαντική ανακάλυψη στην αναζήτηση θεραπειών για αυτή την καταστροφική ασθένεια και δίνουν μια ισχυρή ένδειξη ότι η πορεία της νόσου μπορεί να αλλάξει.

Αλλά τα αποτελέσματα δίνουν μια μικτή εικόνα για όσους πάσχουν από Αλτσχάιμερ. Από τη μια πλευρά, αυτό είναι το πρώτο φάρμακο που έχει αποδειχθεί ότι έχει κάποια επίδραση στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου και από την άλλη πλευρά, οι φαινομενικές επιπτώσεις είναι μικρές ενώ οι κίνδυνοι αμέτρητοι.

Περίπου 1.800 άτομα με Αλτσχάιμερ σε πρώιμο στάδιο -σε ήπια ακόμα μορφή- συμμετείχαν σε αυτή την παγκόσμια δοκιμή διάρκειας 1,5 έτους, που περιέλαβε 235 τοποθεσίες στη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία. Οι μισοί συμμετέχοντες λάμβαναν lecanemab και οι άλλοι μισοί ένα εικονικό φάρμακο, ενδοφλεβίως, κάθε δύο εβδομάδες. Η μελέτη ήταν «διπλά τυφλή», που σημαίνει ότι ούτε οι συμμετέχοντες ούτε οι ερευνητές γνώριζαν ποιος λάμβανε το πραγματικό φάρμακο και ποιος το εικονικό μέχρι το τέλος της δοκιμής. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης, η εξέλιξη της νόσου των συμμετεχόντων παρακολουθήθηκε χρησιμοποιώντας την κλίμακα αξιολόγησης της κλινικής άνοιας, η οποία βαθμολογεί τον ασθενή ως προς τη γνωστική ικανότητα και το να ζει ανεξάρτητα. Οι εγκέφαλοι των συμμετεχόντων υποβλήθηκαν επίσης σε σάρωση για τα δύο μόρια (πρωτεΐνες) που συνδέονται συνήθως με τη νόσο Αλτσχάιμερ: το βήτα αμυλοειδές και το ταυ.

Οι βαθμολογίες Αλτσχάιμερ και στις δύο ομάδες επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια των 18 μηνών της μελέτης, αλλά ο ρυθμός μείωσης ήταν πιο αργός σε όσους έλαβαν lecanemab. Η διαφορά στους ρυθμούς νοητικής έκπτωσης ανάμεσα στο εικονικό φάρμακο και το lecanemab άρχισε ήδη να παρατηρείται από τους πρώτους έξι μήνες και παρουσίασε σταδιακή αύξηση με την πρόοδο της μελέτης. Η θεραπεία με Lecanemab έδειξε 31% χαμηλότερο κίνδυνο εξέλιξης στο επόμενο στάδιο της νόσου. Με τη χρήση στατιστικών μοντέλων εκτιμήθηκε ότι οι ασθενείς στην ομάδα του lecanemab χρειάζονταν 25,5 μήνες για να πέσουν στο ίδιο νοητικό επίπεδο με αυτό που οι ασθενείς του εικονικού φαρμάκου φτάνουν στους 18 μήνες, υποδηλώνοντας επιβράδυνση της νοητικής εξέλιξης κατά 7,5 μήνες. Το συμπέρασμα ήταν ότι σε σχέση με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου, οι ασθενείς που έλαβαν lecanemab παρουσίασαν επιβράδυνση νοητικής έκπτωσης κατά 27%.

Η επιτυχία του lecanemab μετρήθηκε επίσης από τις ποσότητες αμυλοειδούς βήτα και ταυ σε αυτούς που έλαβαν το φάρμακο σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν έγχυση εικονικού φαρμάκου. Τα αποτελέσματα έδειξαν μείωση σε αυτές τις πρωτεΐνες σε όσους έλαβαν lecanemab. Πράγματι, τα επίπεδα του αμυλοειδούς του εγκεφάλου μειώθηκαν κάτω από το όριο που απαιτείται για μια θετική διάγνωση Αλτσχάιμερ. Ωστόσο, οι δείκτες θανάτου των εγκεφαλικών κυττάρων δεν επηρεάστηκαν, υποδεικνύοντας ότι το αμυλοειδές βήτα στη νόσο Αλτσχάιμερ είναι μόνο ένας μηχανισμός σε ένα περίπλοκο τοπίο.

Σε δηλώσεις του στο Science Media Centre, ο John Hardy, επικεφαλής του UK Dementia Research Institute στο, University College London (UCL) είπε: «Αυτή είναι μια πολύ εντυπωσιακή δοκιμή. Νομίζω ότι όλοι στο κοινό εντυπωσιάστηκαν από τα δεδομένα… Πολύ σημαντικό είναι ότι η επίδραση του lecanemab γινόταν μεγαλύτερη με την πάροδο του χρόνου, γεγονός που υποδηλώνει ότι η θεραπεία θα πρέπει να έχει περισσότερα οφέλη όσο περισσότερο συνεχίζεται».

O καθηγητής Bart De Strooper, επίσης από το UK Dementia Research Institute στο UCL είπε: «Αυτά τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η μείωση του αμυλοειδούς βήτα μπορεί να επιβραδύνει την πρόοδο της νόσου Αλτσχάιμερ. Αυτό είναι το πρώτο φάρμακο που παρέχει μια πραγματική επιλογή θεραπείας για άτομα με Αλτσχάιμερ. Ενώ τα κλινικά οφέλη φαίνονται κάπως περιορισμένα, μπορεί να αναμένεται ότι θα γίνουν πιο εμφανή εάν το φάρμακο χορηγηθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα».

Ο Rob Howard, καθηγητής ψυχιατρικής προχωρημένης ηλικίας στο University College London, ανέφερε ότι το μέγεθος των πλεονεκτημάτων της θεραπείας ήταν εξαιρετικά μικρά. Για παράδειγμα, το lecanemab συσχετίστηκε με πλεονέκτημα 1,4 βαθμών στο ADAS-cog14 (μια κλίμακα 90 βαθμών που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της μνήμης, της προσοχής, της γλωσσικής λειτουργίας και άλλων ικανοτήτων σκέψης), είπε ο Howard. «Αυτή είναι απλώς μια πολύ μικρή διαφορά… και κανένα από τα αναφερόμενα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένου του πρωτογενούς αποτελέσματος, δεν έφτασε σε αποδεκτά επίπεδα βελτίωσης για να αποτελέσει κλινικά σημαντικό αποτέλεσμα θεραπείας».

Οι παρενέργειες

Ο αριθμός των θανάτων στην ομάδα του lecanemab και στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου ήταν ουσιαστικά ίδιος (0,7% με το lecanemab και 0,8% με το εικονικό φάρμακο. Οι ερευνητές της μελέτης δεν θεώρησαν ότι θάνατοι σχετιζόταν με τη θεραπεία. Ωστόσο, το 26,6% στην ομάδα του lecanemab παρουσίασε εγκεφαλικό οίδημα ή αιμορραγία στον εγκέφαλο (η οποία μπορεί να είναι μικρή ή μείζονα). Ειδικότερα, οι εγκεφαλικές αιμορραγίες ήταν 17,3% με το lecanemab και μόνο 9,0% με το εικονικό φάρμακo ενώ το  εγκεφαλικό οίδημα ήταν 12,6% με το lecanemab και μόνο 1,7% με το εικονικό φάρμακο.

Επομένως, η θεραπεία εγκυμονεί κινδύνους και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι σοβαρή ή απειλητική για τη ζωή. Το STAT News, ένας ιστότοπος ιατρικών ειδήσεων, ανέφερε ότι ένας άνδρας πέθανε από αιμορραγία εγκεφάλου αφού έλαβε lecanemab, επικαλούμενος πιθανή αλληλεπίδραση με το φάρμακο που έπαιρνε για την αραίωση του αίματος. Λίγο αργότερα, το περιοδικό Science ανέφερε έναν δεύτερο θάνατο ασθενούς, επίσης μετά από θεραπεία για εγκεφαλικό. Η εταιρεία του φαρμάκου, Eisai, είπε στο Science: «Όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες ασφάλειας υποδεικνύουν ότι η θεραπεία με lecanemab δεν σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου συνολικά ή από οποιαδήποτε συγκεκριμένη αιτία». Δεδομένης της πιθανότητας οι ασθενείς να λαμβάνουν το φάρμακο για το υπόλοιπο της ζωής τους, απαιτείται περισσότερη έρευνα για την ασφάλεια και τις αλληλεπιδράσεις με τα υπάρχοντα φάρμακα. Είναι επίσης σημαντικό να γίνει γνωστό κατά πόσο οι βελτιώσεις στη γνωστική λειτουργία είναι μακροχρόνιες και εάν το φάρμακο συνεχίζει να επιβραδύνει τη νόσο ή εάν τα αποτελέσματα σταματούν σε κάποια σημείο -ή ακόμη και να μειώνονται.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο οι ασθενείς που είχαν ανιχνευθεί με επαρκές επίπεδο αμυλοειδούς βήτα στον εγκέφαλο ή στο νωτιαίο υγρό -το οποίο απαιτεί σάρωση εγκεφάλου PET ή επεμβατική οσφυονωτιαία παρακέντηση- ήταν επιλέξιμοι να συμμετάσχουν σε αυτή τη δοκιμή φάσης 3. Η νόσος Αλτσχάιμερ διαγιγνώσκεται επί του παρόντος μέσω συνέντευξης με γιατρό. Η Δρ. Susan Kohlhaas, διευθύντρια έρευνας στο Alzheimer’s Research UK, είπε ότι το NHS (το Εθνικό Σύστημα Υγείας στη Βρετανία) δεν είναι έτοιμο για μια νέα εποχή θεραπείας της άνοιας. Εκτός και αν υπάρξουν δραστικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση σε εξειδικευμένες διαγνωστικές εξετάσεις για τη νόσο του Αλτσχάιμερ, μόνο το 2% των ατόμων είναι επιλέξιμοι για φάρμακα όπως η λεκανεμάμπη.

Δείτε επίσης