Πώς από 1,545 εκατομμύρια γεννήσεις την δεκαετία 1956-1965 έχουμε μόνο 835 χιλιάδες την δεκαετία 2016-2025 και πώς από 2,25 παιδιά ανά γυναίκα το 1930 έχουμε λιγότερα από 1,5 παιδιά γύρω από το 1985; Οι καθηγητές Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Βύρων Κοτζαμάνης και Αναστασία Κωστάκη, αντίστοιχα παραθέτουν τα στοιχεία που εξηγούν αυτή τη μείωση στη γονιμότητα.
Οι γεννήσεις κάθε χρονιά αναλύονται με βάση δύο δείκτες που είναι ανεξάρτητοι μεταξύ του: του πλήθους των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας και του αριθμού των παιδιών που θα κάνουν οι γυναίκες αυτές (κάτι που εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την ηλικία που θα φέρουν στον κόσμο τα παιδιά τους).
Οι 1,545 εκατομμύριο γεννήσεις της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας για την οποία διαθέτουμε πλήρη στοιχεία (κατανομή τους ανά ηλικία της μητέρας) προέρχονται κυρίως από γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1930 (το 64% των γεννήσεων αυτών ήταν από μητέρες μικρότερες των 30 ετών).
Οι ετήσιοι δείκτες γονιμότητας της περιόδου αυτής ήταν 2.100-2.300 παιδιά ανά 1.000 γυναίκες και η μέση ηλικία της μητέρας στην απόκτηση των παιδιών από τα 28-29 έτη. Το πλήθος των γυναικών ηλικίας 20-35 ετών τη δεκαετία αυτή ήταν γύρω από στα 1,1 εκατομμύριο και το σύνολο όλων των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας (20-44 ετών) ήταν γύρω στο 1,6 εκατομμύριο. Οι εκτός γάμου γεννήσεις ήταν το 1,5% του συνόλου. Οι πρώτες γεννήσεις αποτελούν το 41% το συνόλου, οι δεύτερες το 33%, οι τρίτες το 14% και οι τέταρτες και άνω το 12% περίπου.
Οι αναμενόμενες 835 χιλιάδες γεννήσεις την περίοδο 2016-2025 (710 χιλιάδες λιγότερες από αυτές της δεκαετίας 1956-1965) θα προέλθουν κυρίως από γυναίκες 30-44 ετών (το 70% έναντι του 35% το 1956-1965) που γεννήθηκαν γύρω από το 1985.
Οι ετήσιοι δείκτες γονιμότητας αναμένεται να κυμανθούν το 2016-2025 γύρω από τα 1.400 παιδιά ανά 1.000 γυναίκες (περίπου 8000 παιδιά λιγότερα σε σχέση με 60 χρόνια πριν) και η μέση ηλικία στη γέννηση των παιδιών είναι τα 32 έτη (4-5 χρόνια παραπάνω από την περίοδο 1956-1965).
Οι γυναίκες ηλικίας 30-45 ετών τη δεκαετία 2016-2025 (το 85% Ελληνίδες και το 15% αλλοδαπές) είναι γύρω στο 1 εκατομμύριο και όλες οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας (20-44 ετών) είναι γύρω στο 1,6 εκατομμύριο. Αυτοί οι αριθμοί δεν διαφέρουν σημαντικά από τις γυναίκες των ίδιων ηλικιών της περιόδου 1956-1965. Οι γεννήσεις από αλλοδαπές μητέρες θα αποτελέσουν το 1/6 σχεδόν των 835 χιλιάδων. αναμενόμενων γεννήσεων, οι εκτός γάμου το 14-16% (έναντι 1,5% 60 χρόνια πριν) και σχεδόν οι μισές θα προέρχονται από ζευγάρια με σύμφωνο συμβίωσης. Το 31% των γεννήσεων θα προέρχεται από γυναίκες μικρότερες των 30 ετών (έναντι του 64% 60 χρόνια πριν). Οι πρώτες γεννήσεις θα αποτελούν περίπου το 48-49% του συνόλου, οι δεύτερες το 37-38 %, οι τρίτες το 10% και οι τέταρτες και άνω το 4-5%.
Τα παραπάνω δεδομένα δίδουν μια σαφή εικόνα των αλλαγών που επήλθαν μέσα σε έξι δεκαετίες. Οι διαφορές δεν αφορούν μόνον το πλήθος των γεννήσεων (μείωση κατά 700 χιλιάδες ή κατά 45%). Η μέση ηλικία απόκτησης παιδιών έχει αυξηθεί, το ειδικό βάρος των εκτός γάμου γεννήσεων έχει επίσης αυξηθεί και ένα σημαντικό μέρος τόσο του συνόλου των γεννήσεων (μία στις έξι) προέρχεται από αλλοδαπές γυναίκες. Ταυτόχρονα οι 69 στις 100 γεννήσεις θα προέρχονται από μητέρες ηλικίας πάνω από τα 30 έτη (συγκριτικά με μόλις 36 στις 100 πριν από 60 χρόνια).
Η γονιμότητα των παλιότερων και των νεότερων γενεών
Είναι προφανές ότι η μείωση κατά 45% των γεννήσεων ανάμεσα στις δυο προαναφερθείσες περιόδους δεν οφείλεται στο μικρότερο πλήθος των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας το 2016-2025 σε σχέση με το αντίστοιχο πλήθος της περιόδου 1956-1965. Οι γεννήσεις της δεκαετίας 1956-1965 προέρχονται κυρίως από γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1930, ενώ αυτές της δεκαετίας 2016-2025 από τις γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1985.
Εκτιμάται ότι οι 1.000 γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1930 έκαναν κατά μέσο όρο 2.250 παιδιά, οριακά αναπαραγόμενες αν λάβει κάνεις υπόψη την υψηλή βρεφική, παιδική και εφηβική θνησιμότητα της εικοσαετίας 1930-1950 (υπενθυμίζουμε ότι αν η θνησιμότητα είναι μηδενική, για να αντικατασταθούν 1.000 γυναίκες από 1.000 κόρες σε ηλικία που με την σειρά τους θα κάνουν παιδιά θα πρέπει οι 1.000 αυτές γυναίκες να φέρουν στον κόσμο 2.050 παιδιά).
Οι 1.000 γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το1985 (Ελληνίδες και αλλοδαπές) αναμένεται να κάνουν περίπου 1.450 παιδιά και, επομένως, το «έλλειμα» για την πλήρη αντικατάστασή τους είναι σημαντικό καθώς απαιτούνται περισσότερα από 600 επιπλέον παιδιά από αυτά που θα κάνουν ώστε κάθε μια από αυτές να αντικατασταθεί από μια κόρη. Να σημειωθεί ότι η μείωση της γονιμότητας στις γυναίκες που γεννήθηκαν μετά το 1900 ήταν σχεδόν συνεχής (με μικρές περιόδους σταθεροποίησης γύρω από τα 2,0 παιδιά ανά γυναίκα στις γενεές 1945-1960) καθώς η Ελλάδα δεν γνώρισε το «baby-boom» που χαρακτήρισε τις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Όσες γυναίκες γεννήθηκαν στις αρχές του προηγουμένου αιώνα έκαναν κατά μέσο όρο περισσότερα από 3 παιδιά, αυτές που γεννήθηκαν μια εικοσαετία αργότερα 2,4, όσες γεννήθηκαν την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία γύρω από τα 2,0 και οι γεννηθείσες το 1970-1980 από 1,6 έως 1,5, κατά μέσο όρο.
Ας εξετάσουμε όμως πώς προκύπτει η μείωση κατά 800 παιδιά ανάμεσα στις 1.000 γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1930 και στις γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω από το 1985 (από 2.250 σε 1.450 παιδιά). Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως σε δυο λόγους:
- στο ότι περισσότερες γυναίκες σήμερα δεν θα κάνουν παιδί. Εκτιμάται ότι το ποσοστό αυτό ήταν 15% στις γυναίκες που γεννήθηκαν το 1930 ενώ αγγίζει το 24% σε αυτές που γεννήθηκαν το 1985
- στη συνεχή μείωση της πιθανότητας που έχει μια γυναίκα που γεννήθηκε μετά το 1960 και έφερε στον κόσμο ένα παιδί να κάνει ένα δεύτερο ή τρίτο (υπήρξε μια σημαντική μείωση των γυναικών με τρία τουλάχιστον παιδιά (από 350 στις 1.000 γυναίκες που γεννήθηκαν το 1930 σε 120 στις 1.000 γυναίκες που γεννήθηκαν το 1985).