Ο κίνδυνος επιληψίας και επιληπτικών κρίσεων είναι υψηλότερος μετά από νόσο COVID σε σχέση με τη γρίπη

Η επιληψία είναι μια από τις πιο κοινές νευρολογικές διαταραχές, που επηρεάζει περίπου 50 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Είναι παρούσα στο 4% του πληθυσμού και συγκαταλέγεται στις πιο συχνές εγκεφαλικές διαταραχές στα παιδιά. Είναι μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από επιληπτικές κρίσεις οι οποίες περιλαμβάνουν επεισοδιακή, μη φυσιολογική δραστηριότητα στα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου. Οι πάσχοντες μπορεί να έχουν σπασμωδικές κρίσεις, όπου το σώμα σκληραίνει και τρέμει. Υπάρχουν επίσης πιο ανεπαίσθητες κρίσεις κατά τις οποίες μπορεί να χαθεί η επίγνωση για σύντομες χρονικές περιόδους. Ενώ η επιληψία περιλαμβάνει πάντα επιληπτικές κρίσεις, μερικοί άνθρωποι μπορεί να έχουν κρίσεις χωρίς να έχουν διαγνωστεί με επιληψία. Η σύγχρονη ιατρική μπορεί να αποτρέψει τις περισσότερες υποτροπές κρίσεων, αλλά περίπου το 20% των ασθενών δεν ανταποκρίνεται στη θεραπεία.

Η επιληψία είναι πιο συχνή καθώς μεγαλώνουμε και ο κύριος παράγοντας κινδύνου για την πάθηση στη μετέπειτα ζωή είναι το εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεδομένου ότι η νόσος COVID-19 επηρεάζει πιο σοβαρά τους ηλικιωμένους και μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλικό επεισόδιο, ορισμένοι μπορεί να υποθέσουν ότι η COVID κάνει περισσότερους ανθρώπους να αναπτύσσουν επιληψία. Ωστόσο, ήταν δύσκολο να αποδειχτεί αν αυτό συμβαίνει στην πραγματικότητα.

Σε μια νέα μελέτη πράγματι διαπιστώθηκε ότι ο κίνδυνος κρίσεων ή επιληψίας μετά από λοίμωξη COVID είναι σημαντικά υψηλότερος από ό,τι μετά από λοίμωξη από γρίπη. Γνωρίζουμε ότι η COVID σχετίζεται με ψυχιατρικά και νευρολογικά συμπτώματα όπως άγχος και δυσκολία στη μνήμη. Πολλές πρώιμες μελέτες που διερευνούσαν την επίδραση της COVID στον εγκέφαλο, ωστόσο, επικεντρώθηκαν στην άμεση περίοδο μετά τη μόλυνση ή περιέλαβαν μικρό αριθμό ασθενών. Για να απαντήσει πιο οριστικά εάν η COVID σχετίζεται με επιληψία ή επιληπτικές κρίσεις, η μελέτη αυτή εξέτασε τα αρχεία υγείας των ατόμων που είχαν μολυνθεί από COVID. Στη συνέχεια ταίριαξε προσεκτικά ώστε να είναι παρόμοια τα χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων όπως η ηλικία, το φύλο και οι ιατρικές παθήσεις με μια άλλη ομάδα ανθρώπων που είχαν μολυνθεί από γρίπη.

Κάθε ομάδα αποτελούνταν από περίπου 153.00 άτομα, και κανένα άτομο δεν είχε προηγουμένως διαγνωστεί με επιληψία ή επαναλαμβανόμενες κρίσεις. Συγκρίθηκε η συχνότητα εμφάνισης επιληψίας και επιληπτικών κρίσεων μεταξύ των δύο ομάδων σε διάστημα έξι μηνών μετά την αρχική μόλυνση. Αυτό που βρέθηκε ήταν ότι το ποσοστό νέων περιπτώσεων επιληψίας ή επιληπτικών κρίσεων ήταν 0,94% στα άτομα που είχαν περάσει COVID, σε σύγκριση με 0,60% σε αυτά που είχαν περάσει γρίπη. Αν και ο συνολικός κίνδυνος επιληπτικών κρίσεων είναι επομένως μικρός, αυτές οι περιπτώσεις δείχνουν ότι τα άτομα που είχαν COVID είχαν 55% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν επιληψία ή επιληπτικές κρίσεις τους επόμενους έξι μήνες σε σχέση με άτομα που είχαν γρίπη.

Τριπλασιασμός κινδύνου για τα παιδιά

Στη συνέχεια, οι ερευνητές έψαξαν να δουν εάν ορισμένες ομάδες ήταν ιδιαίτερα ευάλωτες σε επιληπτικές κρίσεις ή επιληψία μετά την COVID. Διαπίστωσαν ότι, σε σύγκριση με τη γρίπη, τα παιδιά ηλικίας κάτω των 16 ετών και τα άτομα που δεν νοσηλεύτηκαν είχαν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν επιληψία ή επιληπτικές κρίσεις. Υπήρξε επίσης μια καθυστέρηση όταν τα παιδιά και οι μη νοσηλευόμενοι ασθενείς παρουσίασαν επιληπτικές κρίσεις ή επιληψία, ίσως εξηγώντας γιατί αυτό το φαινόμενο δεν έχει εντοπιστεί σε μελέτες μικρότερης διάρκειας.

Οι σοβαρές λοιμώξεις μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους πιο επιρρεπείς σε επιληπτικές κρίσεις, επομένως είναι πιθανό εάν κάποιος νοσηλευτεί είτε για COVID είτε για γρίπη, οι κρίσεις να εκδηλωθούν ως μέρος της οξείας ασθένειας. Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα άτομα που νοσηλεύτηκαν με COVID, το χρονικό σημείο στο οποίο η διάγνωση σπασμών ή επιληψίας ήταν πιο συχνή ήταν στις εννέα ημέρες μετά τη μόλυνση. Για όσους δεν νοσηλεύτηκαν, η κορύφωση ήταν στις 41 ημέρες. Σε παιδιά με COVID, το χρονικό σημείο αιχμής για επιληπτικές κρίσεις ή επιληψία ήταν 50 ημέρες μετά τη μόλυνση. Ειδικά τα παιδιά με COVID είχαν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν επιληψία ή επιληπτικές κρίσεις από τα παιδιά που είχαν γρίπη.

Είναι πιθανό οι κρίσεις να συμβούν λόγω αλλαγών στο ανοσοποιητικό σύστημα και μπορεί να χρειαστούν μερικές εβδομάδες για να εκδηλωθούν, συμβάλλοντας έτσι σε αυτήν την καθυστέρηση. Αλλά δεν γνωρίζουμε γιατί μπορεί να συμβούν κρίσεις μετά τη νόσο COVID, ούτε γιατί η εμφάνισή τους φαίνεται να καθυστερεί μετά από μόλυνση με λιγότερο σοβαρή νόσο. Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν εγκεφαλικό ενώ έχουν μολυνθεί από COVID νοσηλεύονται. Επομένως, δεν φαίνεται ότι το εγκεφαλικό είναι η εξήγηση για τη σχετική αύξηση των επιληπτικών κρίσεων μετά την COVID-19.

Αν και το συνολικό ποσοστό κρίσεων και επιληψίας μετά την COVID είναι μικρό, δεδομένου του μεγάλου αριθμού ατόμων που έχουν μολυνθεί από COVID, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού των ατόμων με κρίσεις και επιληψία. Η μελέτη καταδεικνύει ότι ακόμη και σχετικά ηπιότερες λοιμώξεις από COVID μπορεί να συσχετιστούν με νευρολογικές παθήσεις και δείχνει την ανάγκη για προγράμματα εμβολιασμού που προσπαθούν να αποτρέψουν την COVID, ίσως ειδικά στα παιδιά. Υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί σε αυτή τη μελέτη, για παράδειγμα, οι ερευνητές δεν γνώριζαν ποια άτομα είχαν εμβολιαστεί. Τώρα χρειάζεται περισσότερο έρευνα για να κατανοηθεί γιατί οι άνθρωποι μπορεί να εμφανίζουν επιληψία και να έχουν επιληπτικές κρίσεις μετά από νόσο COVID.

Δείτε επίσης