Η μεταμόσχευση κοπράνων είναι μια διαδικασία συλλογής κοπράνων από έναν υγιή δότη και η εισαγωγή τους στο παχύ έντερο ενός ασθενούς. Η διαδικασία μπορεί να ελέγξει τη σημαντική λοίμωξη που προκαλεί το Clostridium difficile ή C. diff, ένα gram-θετικό βακτήριο που παράγει μεγάλο αριθμό τοξινών και είναι δυνητικά θανατηφόρο.
Το C. diff προκαλεί λοίμωξη του εντέρου που σχετίζεται με 15.000-30.000 θανάτους ετησίως στις ΗΠΑ και κοστίζει στην οικονομία αυτής της χώρας πάνω από 6 δισεκατομμύρια. Συνήθως, αντιμετωπίζεται με αντιβιοτικά, αλλά το βακτήριο γίνεται γρήγορα ανθεκτικό, που σημαίνει ότι τα αντιβιοτικά δεν είναι τόσο καλά στο να σκοτώνουν αυτό το μικρόβιο όσο παλιότερα. Σε αντίθεση με τα αντιβιοτικά που εξαφανίζουν τα βακτήρια στο έντερο, η μεταμόσχευση κοπράνων λειτουργεί αυξάνοντας την ποικιλομορφία τους. Tα βακτήρια στη συνέχεια ανταγωνίζονται το C. diff για χώρο και φαγητό, ουσιαστικά καταπνίγοντάς το.
Η διαδικασία της μεταμόσχευσης κοπράνων γίνεται συνήθως με κολονοσκόπηση. Ένας γαστρεντερολόγος καθοδηγεί το κολονοσκόπιο σε όλο το μήκος του παχέος εντέρου και, καθώς αποσύρεται, εναποτίθεται το διάλυμα που περιέχει κόπρανα του δότη. Υπάρχει ένα σχήμα προετοιμασίας του εντέρου για αυτή τη διαδικασία και οι οδηγίες του γιατρού μπορεί να περιλαμβάνουν μια διαυγή υγρή δίαιτα και λήψη καθαρτικού την προηγούμενη ημέρα. Λιγότερο συχνά η διαδικασία γίνεται μέσω ενός σωλήνα που εισάγεται από τη μύτη και φτάνει στο δωδεκαδάκτυλο, την περιοχή όπου το στομάχι συνδέεται με το λεπτό έντερο. Αυτή η μέθοδος δεν απαιτεί προετοιμασία του εντέρου, αλλά σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο παρενεργειών όπως η πνευμονία από εισρόφηση. Μερικές φορές, μπορεί να χορηγηθεί μια κάψουλα που καταπίνεται ή μέσω κλύσματος.
Το μόσχευμα παρέχεται από μια τράπεζα ελεγμένων δοτών. Ο κατάλληλος δότης είναι ένας υγιής ενήλικας που δεν είχε καμία έκθεση σε αντιβιοτικά τους τελευταίους έξι μήνες, δεν είναι ανοσοκατεσταλμένος, δεν κινδυνεύει από λοιμώδη νόσο και δεν ζει με χρόνιες γαστρεντερικές διαταραχές, όπως φλεγμονώδη νόσο του εντέρου. Ο πιθανός δότης πρέπει να έχει ελεγχθεί για ηπατίτιδα Α, Β και Γ, HIV, σύφιλη, λοιμώξεις από εντερικά παράσιτα, C. difficile και άλλες ασθένειες που συνιστά ο γιατρός.
Η λοίμωξη από C. diff σχετίζεται με το μικροβίωμα
Ένα υγιές πεπτικό σύστημα έχει χιλιάδες ειδών βακτήρια. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτά τα βακτήρια βοηθούν στην πέψη ή είναι αβλαβή, αλλά υπολογίζεται ότι το 1% εξ αυτών είναι παθογόνα. Η θεραπεία με αντιβιοτικά που απαιτείται για ορισμένες λοιμώξεις, μπορεί να εξοντώσει πολλά από τα καλά βακτήρια στο παχύ έντερο και αυτό μπορεί να επιτρέψει στα κακά βακτήρια να πολλαπλασιαστούν. Η υπερανάπτυξη του C. diff μπορεί να προκαλέσει πυρετό, διάρροια και κράμπες και σε άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, με χρόνια νόσο, η λοίμωξη μπορεί να είναι σοβαρή ή ακόμα και θανατηφόρα.
Η λοίμωξη από C. diff σχετίζεται ξεκάθαρα με την αλλοίωση της μικροχλωρίδας και η μεταμόσχευση κοπράνων είναι η ενδεδειγμένη θεραπεία για ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στις συμβατικές θεραπείες. Στο 20% των ασθενών, η λοίμωξη υποτροπιάζει. Η μεταμόσχευση κοπράνων μπορεί να αποκαταστήσει τα υγιή βακτήρια στο κάτω μέρος του εντέρου, τα οποία βοηθούν στον έλεγχο του C. diff και να μην επανέλθει. Η θεραπεία αυτή μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική από τα αντιβιοτικά για τη διατήρηση του C. diff υπό έλεγχο καθώς πρόκειται για ένα εξαιρετικά ανθεκτικό βακτήριο.
Η μεταμόσχευση κοπράνων είναι μέχρι στιγμής επιτυχής μόνο για λοιμώξεις από Clostridium difficile -με ποσοστό επιτυχίας τουλάχιστον 90%. Αν και υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για άλλες πιθανές εφαρμογές όπως για τη φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, τον αυτισμό και το μεταβολικό σύνδρομο, δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία ότι αυτή η θεραπεία είναι αποτελεσματική για αυτές τις καταστάσεις. Όταν μεταμοσχεύονται κόπρανα, παρέχονται μερικά καλά και μερικά κακά βακτήρια και, ίσως, τα καλά να μην ταιριάζουν στο φλεγμονώδες έντερο, οπότε η φλεγμονή αυξάνεται. Αυτό συνέβη σε περιπτώσεις ελκώδους κολίτιδας, όπου κάποιες μεταμοσχεύσεις πήγαν καλά και άλλες όχι. Το πρόβλημα είναι ότι εισάγεται ένας κόσμος άγνωστων βακτηρίων και η ιδιαίτερη κατάσταση ενός ασθενούς μπορεί να μην ταιριάζει καλά.
Στο εργαστήριο, οι επιστήμονες πειραματίζονται με προβιοτικά και πρεβιοτικά, αν και η αποτελεσματικότητα αυτών των δύο παραμένει χαμηλή και εξαιρετικά αμφιλεγόμενη. Τα προβιοτικά είναι ελκυστική ιδέα, αλλά στην κλινική πράξη δεν επιτυγχάνεται σχεδόν τίποτα με αυτά. Η έρευνα, πάντως, βρίσκεται σε εξέλιξη, συμπεριλαμβανομένων μελετών για βακτηριακά κοκτέιλ σχεδιασμένα στο εργαστήριο και ταυτοποιημένα ώστε να μην υπάρχουν εκπλήξεις με δυνητικά άγνωστα μικρόβια. Τον Νοέμβριο 2022, ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA) ενέκρινε το πρώτο προσυσκευασμένο βιοφαρμακευτικό προϊόν μικροχλωρίδας κοπράνων για τη θεραπεία του Clostridium difficile, το Rebyota, για ασθενείς με επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις.