Candida auris: Ο θανατηφόρος μύκητας που εξαπλώνεται στα νοσοκομεία

Από τις σοβαρότερες απειλές της δημόσιας υγείας είναι τα μικρόβια που έχουν αναπτύξει ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά και ένα από αυτά είναι o μύκητας Candida auris. Αυτός ο μύκητας εξαπλώθηκε εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ. Η θνησιμότητα που προκαλεί υπολογίζεται στο 50% των μολύνσεων.

Το μυκητιακό υπερμικρόβιο Candida auris εξαπλώνεται γρήγορα στις ΗΠΑ σε νοσοκομεία και γηροκομεία. Το πρώτο κρούσμα εντοπίστηκε το 2016 και έκτοτε, έχει εξαπλωθεί στις μισές από τις 50 πολιτείες της χώρας. Σύμφωνα με μια νέα έκθεση, οι λοιμώξεις τριπλασιάστηκαν μεταξύ 2019 και 2021. Το 2022 δηλώθηκαν στις ΗΠΑ 2.377 κλινικές διαγνώσεις και 5.754 περιπτώσεις που εντοπίστηκαν μέσω προσυμπτωματικού  ελέγχου. Αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό επειδή ο Candida auris είναι ανθεκτικός σε πολλά φάρμακα, καθιστώντας τη λοίμωξη που προκαλεί μία από τις πιο δύσκολες στη θεραπεία.

Ο Candida auris (εν συντομία C. auris) είναι ένας μύκητας τύπου ζύμης αλλά έχει πολλαπλές διεθνείς προειδοποιήσεις για την επικινδυνότητά του. Στα τέλη του 2022, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δημοσίευσε έναν κατάλογο «μυκητιακών παθογόνων προτεραιότητας», περιλαμβάνοντας τον Candida auris. «Τα μυκητιακά παθογόνα αποτελούν μείζονα απειλή για τη δημόσια υγεία, καθώς γίνονται όλο και πιο ανθεκτικά στη θεραπεία, στις τέσσερις κατηγορίες αντιμυκητιακών φαρμάκων που είναι σήμερα διαθέσιμες», ανέφερε ο ΠΟΥ.

Ενώ οι περισσότερες λοιμώξεις που προκαλεί θεραπεύονται με τη χρήση αντιμυκητιακών φαρμάκων γνωστών ως εχινοκανδίνες, οι επιστήμονες ανησυχούν από την αύξηση του αριθμού των περιπτώσεων που είναι πολύ ανθεκτικές στις τρεις κύριες κατηγορίες αντιμυκητιακών που είναι σήμερα διαθέσιμες. Οι γιατροί πρέπει να συνδυάσουν πολλούς τύπους φαρμάκων, σε υψηλές δόσεις, για να θεραπεύσουν τους ασθενείς, με άγνωστο βαθμό επιτυχίας κάθε φορά.

Όταν μπει στο νοσοκομείο δεν φεύγει

Ο C. auris καταγράφηκε για πρώτη φορά το 2009 σε έναν ασθενή σε νοσοκομείο του Τόκιο, της Ιαπωνίας, που είχε μυκητίαση στο αυτί -auris σημαίνει στα λατινικά αυτί- ωστόσο αναδρομικές μελέτες έδειξαν ότι προϋπήρχε ως αιτία σηψαιμίας από το 1996 χωρίς να μπορεί αναγνωριστεί με τα τότε διαθέσιμα εργαστηριακά μέσα. Ο μύκητας εξαπλώθηκε σε πάνω από 30 χώρες από τότε που εντοπίστηκε για πρώτη φορά.

Το πρόβλημα με τον C. auris είναι πως όταν μπει σε ένα νοσοκομείο, μετά δεν μπορεί να φύγει εύκολα. Έχει μεγάλη ανθεκτικότητα, επιμολύνει επιφάνειες ή εξοπλισμό όπως π.χ. θερμόμετρα ή ενδοφλέβιους καθετήρες και με αυτό τον τρόπο μπορεί να μεταφερθεί σε ασθενείς. Επιβιώνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στις επιφάνειες. Ο καθαρισμός του νοσοκομειακού περιβάλλοντος αποτελεί σημαντικό μέρος της πρόληψης, για τον έλεγχο της διασποράς, αλλά δεν σκοτώνουν τον μύκητα όλα τα απολυμαντικά. Ένα βρετανικό ιατρικό κέντρο αποφάσισε να “ξηλώσει” τη μονάδα εντατικής θεραπείας του και να την φτιάξει από την αρχή γιατί δεν μπορούσε να εκριζώσει τον μύκητα από τις εγκαταστάσεις του. Στην Ελλάδα έχει εμφανιστεί το πρόβλημα σε νοσοκομεία των Αθηνών κατά τη διάρκεια της πανδημίας -πιο έντονα στον «Ευαγγελισμό»- αν και υπήρχαν λιγότερα περιστατικά από άλλες χώρες. Να σημειωθεί ότι οι αυξημένοι θάνατοι στην Ελλάδα που συνδυάστηκαν με την την εισαγωγή ασθενών στα νοσοκομεία λόγω Covid-19, αποδίδονται, ως ένα βαθμό, σε πολυανθεκτικά μικρόβια.

Ο C. auris είναι διαφορετικός από άλλα γνωστά είδη Candida. Σχετίζεται με τους άλλους τύπους ζυμομυκήτων που μπορούν να προκαλέσουν λοιμώξεις, όπως ο Candida albicans, αλλά είναι διαφορετικός και κατά κάποιο τρόπο, πολύ ασυνήθιστος. Η αντοχή του στα φάρμακα είναι πρωτοφανής μεταξύ των γνωστών παθογόνων ζυμομυκήτων. Τα περισσότερα είδη Candida πιστεύεται ότι δεν μεταδίδονται σε χώρους υγειονομικής περίθαλψης και δεν απαιτούν μέτρα ελέγχου της μόλυνσης όταν ένας ασθενής αναπτύξει μόλυνση. Αλλά ο C. auris μεταδίδεται συχνά μεταξύ ασθενών σε χώρους υγειονομικής περίθαλψης, προκαλώντας εστίες που επηρεάζουν πολλές εγκαταστάσεις.

Αποικίζει εύκολα το δέρμα

Ο μύκητας αυτός συνιστά απειλή διότι έχει την ικανότητα να αποικίζει εύκολα και απεριόριστα το δέρμα, και αυτό τον κάνει να μεταδίδεται από ασθενή σε ασθενή στο νοσοκομειακό χώρο. Προκαλεί λοίμωξη βαριάς πρόγνωσης, ιδιαίτερα σε ασθενείς με ανοσοκαταστολή. Σε αντίθεση με άλλα είδη Candida που τους αρέσει να αναπτύσσονται στα έντερά μας ως μέρος του μικροβιώματος, ο C. auris προτιμά το δέρμα. Μπορεί να ζει στο δέρμα, το ορθό ή το στόμα, κάτι που ονομάζεται “ασυμπτωματικός αποικισμός”, όπου κάποιος δεν έχει μόλυνση αλλά μπορεί να μεταδώσει το μικρόβιο σε άλλους. Μπορεί να παραμείνει για καιρό τόσο στο δέρμα όσο και σε αντικείμενα όπως στα έπιπλα και τον εξοπλισμό του νοσοκομείου. Η απαλλαγή από τον μύκητα είναι δύσκολη και κάποια απολυμαντικά δεν τον εξουδετερώνουν. Απαιτείται ενισχυμένος καθαρισμός και πλύσιμο των χεριών για τον περιορισμό της εξάπλωσής του.

Είναι ασυνήθιστο για μια μυκητιασική λοίμωξη να μεταδίδεται από άτομο σε άτομο, αλλά αυτό συμβαίνει με τον C. auris. Συνήθως, η μόλυνση συμβαίνει αφότου ένας ασθενής έχει κλείσει αρκετές εβδομάδες νοσηλείας. Οι πιο συχνά αναφερόμενες λοιμώξεις έχουν βρεθεί σε τραύματα, αιμοφόρα αγγεία και αυτιά. Ο μύκητας έχει βρεθεί και σε ούρα ασθενών καθώς και στις αναπνευστικές οδούς, ωστόσο δεν είναι σαφές εάν απλώς παραμένει σε αυτά τα σημεία χωρίς να προκαλεί πρόβλημα. Οι άνθρωποι που έχουν αποικιστεί με C. auris μπορούν να τον μεταφέρουν στα ρούχα τους και τις επιφάνειες του κρεβατιού τους, και αυτό να οδηγήσει σε εστίες. Τελικά, ο μύκητας μπορεί να να εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος προκαλώντας σηψαιμία ή σε πληγές, όπου μπορεί να προκαλέσει σοβαρές λοιμώξεις. Αυτό μπορεί να σκοτώσει τον ασθενή, εάν το ανοσοποιητικό του σύστημα έχει ήδη αποδυναμωθεί.

Ένας τρόπος που ο Candida Auris μπορεί να προκαλέσει σηψαιμία είναι από επιμολυνσμένους φλεβοκαθετήρες.

Το ποσοστό θνησιμότητας για τα άτομα που έχουν μολυνθεί (σε αντίθεση με τα αποικισμένα άτομα) είναι αρκετά υψηλό, μεταξύ 40% και 60%. Μια έρευνα που δημοσιεύθηκε πέρυσι στο περιοδικό Emerging Infectious Diseases έδειξε ότι σχεδόν το 50% των ασθενών του δείγματος που μολύνθηκαν από τον μύκητα στις ΗΠΑ από το 2016 έως το 2018, πέθαναν μέσα σε 90 ημέρες από τη διάγνωσή τους, ωστόσο, η μελέτη αυτή εξέτασε μόνο 51 περιστατικά. Το ποσοστό θνησιμότητας είναι υψηλό λόγω της αντοχής στα υπάρχοντα αντιμυκητιακά φάρμακα και της αυξημένης επίπτωσης της λοίμωξης σε ευάλωτες ομάδες ασθενών, όπως οι ανοσοκατεσταλμένοι και οι βαρέως πάσχοντες σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.

Δείτε επίσης