Αρτηριακή υπέρταση, το συχνότερο χρόνιο νόσημα της εποχής μας

Γράφει ο Γιώργος Κοχιαδάκης*

Υπολογίζεται και πάνω από 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση και ότι ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί κατά περίπου 15-20%, έως το 2025. Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 3 εκατομμύρια Έλληνες με αρτηριακή υπέρταση.

Αυτή η υψηλή επίπτωση της αρτηριακής υπέρτασης αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς πως αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη νοσημάτων του καρδιαγγειακού συστήματος, όπως αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, εμφράγματα του μυοκαρδίου και καρδιακή ανεπάρκεια, καθώς και για πρώιμο θάνατο γι’ αυτούς τους λόγους. Συχνά, μάλιστα, η υπέρταση συνυπάρχει με άλλες παθολογικές καταστάσεις, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και η νεφρική ανεπάρκεια, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την ποιότητα ζωής και την πρόγνωση των ασθενών αυτών.

Από την άλλη πλευρά, γνωρίζουμε από μεγάλες μελέτες πως η μείωση της αρτηριακής πίεσης σχετίζεται με σημαντική μείωση του κινδύνου για εμφάνιση μειζόνων καρδιαγγειακών επιπλοκών. Ελάττωση της συστολικής αρτηριακής πίεσης κατά 10 mmHg και της διαστολικής πίεσης κατά 5 mmHg σχετίζεται με 20% μείωση αυτών των κινδύνων. Καθίσταται, έτσι, σαφής η αναγκαιότητα για έγκαιρη και αποτελεσματική διάγνωση και αντιμετώπιση της υπέρτασης, με την Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία να συνιστά επίπεδα συστολικής αρτηριακής πίεσης κάτω από 140 mmHg και διαστολικής κάτω από 90 mmHg στον γενικό πληθυσμό, και ακόμη χαμηλότερα (κάτω από 130/80 mmHg) σε ειδικές ομάδες υψηλότερου κινδύνου.

Για την επίτευξη των στόχων αυτών έχουμε στη διάθεση μας διάφορα εργαλεία. Πρώτιστης σημασίας είναι οι παρεμβάσεις που αφορούν στην ευαισθητοποίηση και την προώθηση ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής. Η ενθάρρυνση της σωματικής δραστηριότητας και άσκησης, η υιοθέτηση προτύπων υγιεινούς και ισορροπημένης διατροφής, η προσπάθεια διατήρησης φυσιολογικού σωματικού βάρους, και ο περιορισμός του προσλαμβανόμενου αλατιού από τη διατροφή αποτελούν βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους πρέπει να επικεντρώνουμε τις προσπάθειες μας.

Παράλληλα, έχουμε πια στην εποχή μας διαθέσιμα μια σειρά από αντιυπερτασικά φάρμακα (όπως αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου ή των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης, διουρητικά, αναστολείς των διαύλων ασβεστίου ή των υποδοχέων των αλατοκορτικοειδών κ.α) με υψηλή αποτελεσματικότητα και μικρά ποσοστά ανεπιθύμητων ενεργειών, που επιφέρουν, κατά περίπτωση, όχι μόνο μείωση των τιμών της αρτηριακής πίεσης, αλλά καρδιοπροστατευτικές και νεφροπροστατευτικές επιδράσεις. Η τρέχουσα πρακτική, βασισμένη στις επικαιροποιημένες συστάσεις για την αντιμετώπιση της υπέρτασης, είναι η χρήση, εξ αρχής, συνδυασμού αντιυπερτασικών φαρμάκων, ιδανικά σε σταθερούς συνδυασμούς ενός χαπιού, ώστε να αυξάνεται κατά το δυνατόν ο βαθμός συμμόρφωσης των ασθενών στη θεραπεία.

Επιπρόσθετα, ειδικά για ασθενείς που δεν ανέχονται την φαρμακευτική αγωγή ή εμφανίζουν ανθεκτικές μορφές υπέρτασης, δοκιμάζονται τα τελευταία χρόνια, με ενθαρρυντικά αποτελέσματα, και επεμβατικές μέθοδοι για την αντιμετώπιση της υπέρτασης, όπως η απονεύρωση των νεφρικών αρτηριών.

Η επάρκεια των θεραπευτικών επιλογών δεν θα πρέπει, ωστόσο, να επιφέρει επανάπαυση. Η αρτηριακή υπέρταση συχνά είναι σιωπηλή και παραμένει αδιάγνωστη, ενώ τα υπάρχοντα δεδομένα υποδεικνύουν ότι σε περισσότερους από τους μισούς διαγνωσμένους υπερτασικούς ασθενείς δεν επιτυγχάνεται ικανοποιητική ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης (λόγω πλημμελούς συμμόρφωσης στην αγωγή, αδράνειας των θεραπόντων ιατρών, προβλημάτων στην παρακολούθηση κ.ά).

Θα πρέπει, λοιπόν, όλοι οι εμπλεκόμενοι -επαγγελματίες υγείας, συστήματα υγείας και πρόληψης, αλλά και ασθενείς- να παραμένουν ευαισθητοποιημένοι, ενημερωμένοι, αποφασισμένοι με στόχο την, κατά το δυνατόν, πιο έγκαιρη διάγνωση και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης και των συνεπακόλουθων επιπλοκών της.

*Ο Γιώργος Κοχιαδάκης είναι Καθηγητής Καρδιολογίας και Πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας.

Δείτε επίσης