Πολλοί άνθρωποι αγωνίζονται να κάνουν υγιεινές επιλογές τροφίμων και ποτών και σύμφωνα με τις Διατροφικές Κατευθυντήριες Γραμμές προς τους Αμερικανούς (DGA). Ο μέσος Αμερικανός καταναλώνει λίγα φρούτα, λαχανικά, δημητριακά ολικής αλέσεως, όσπρια και γαλακτοκομικά τρόφιμα -και περισσότεροι από τους μισούς Αμερικανούς έχουν τουλάχιστον μία χρόνια ασθένεια που σχετίζεται με τη διατροφή.
Για να βελτιωθεί η συνολική ποιότητα της διατροφής, η Jill Nicholls, υποστηρίζει σε ένα άρθρο της στο Frontiers in Nutrition ότι οι άνθρωποι χρειάζονται εργαλεία που να είναι αξιόπιστα και εφαρμόσιμα, και τα στοιχεία δείχνουν ότι ο γλυκαιμικός δείκτης υπολείπεται των παραπάνω.
Ο γλυκαιμικός δείκτης χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο και ερμηνεύεται ως ένα μέτρο της συνολικής ποιότητας των τροφίμων με υδατάνθρακες, με ορισμένους να υποστηρίζουν την ευρύτερη υιοθέτησή του ως εργαλείο δημόσιας υγείας.
Αλλά η στενή εστίασή του σε μια μόνο διάσταση των τροφίμων που περιέχουν υδατάνθρακες μπορεί να αποσπάσει την προσοχή του κοινού από προσεγγίσεις για τη βελτίωση της υγείας που είναι προσβάσιμες, προσιτές, πολιτιστικά κατάλληλες και περιβαλλοντικά βιώσιμες, ανέφερε η Nicholls, ιδιοκτήτρια της Food Context, LLC. «Στην καλύτερη περίπτωση, είναι μια ελλιπής μέτρηση της ποιότητας των τροφίμων με υδατάνθρακες. Στη χειρότερη, μπορεί να είναι αντιπαραγωγική για την επίτευξη των διατροφικών συστάσεων που ορίζονται στις Διατροφικές Κατευθυντήριες Γραμμές προς τους Αμερικανούς», επισημαίνει.
Προορίζεται για άτομα με διαβήτη τύπου 1, όχι για το ευρύ κοινό
Ο γλυκαιμικός δείκτης αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1980 ως εργαλείο διαχείρισης της γλυκόζης του αίματος για άτομα με διαβήτη τύπου 2. Μετρά την ικανότητα των διαθέσιμων υδατανθράκων σε ένα τρόφιμο να αυξάνει τη γλυκόζη του αίματος. Προσδιορίζεται από τη μέτρηση της γλυκόζης στο αίμα μετά την κατανάλωση 50 γραμμαρίων υδατανθράκων, συγκριτικά με την καθαρή γλυκόζη ή το λευκό ψωμί.
Οι τροφές που περιέχουν υδατάνθρακες είναι αρκετά ποικίλες και συμβάλλουν σημαντικά στα διατροφικά πρότυπα, ωστόσο ο γλυκαιμικός δείκτης μετρά μόνο την απόκριση της γλυκόζης. Δεν λαμβάνει υπόψη τη συνολική περιεκτικότητα σε θρεπτικά συστατικά και η έρευνα έχει δείξει ότι μπορεί να μην είναι ακριβής προγνωστικός δείκτης της συνολικής ποιότητας της διατροφής.
Και επειδή τα τρόφιμα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη δεν είναι απαραίτητα υψηλά σε βασικά θρεπτικά συστατικά, η υπερβολική εξάρτηση από τις τιμές του γλυκαιμικού δείκτη μπορεί να οδηγήσει σε επιλογές τροφίμων που δεν συνάδουν με τις τρέχουσες διατροφικές οδηγίες. Επιλογές με υψηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες, όπως παγωτό και ζαχαρωτά, για παράδειγμα, μπορεί να έχουν χαμηλές τιμές γλυκαιμικού δείκτη, ενώ άλλες τροφές με θρεπτικά συστατικά μπορεί να έχουν υψηλό γλυκαιμικό δείκτη, όπως τα καρότα, οι πατάτες και τα δημητριακά.
Εξαιρετικά εξατομικευμένη μέτρηση της γλυκαιμικής απόκρισης
«Η αξιοπιστία του γλυκαιμικού δείκτη έχει εξεταστεί από την εισαγωγή του πριν από 40 χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των κριτικών σχετικά με τη μεθοδολογία και ερωτημάτων σχετικά με τη σχέση μεταξύ της τιμής του γλυκαιμικού δείκτη ενός τροφίμου και της πραγματικής γλυκαιμικής απόκρισης μετά το γεύμα», ανέφερε η Nicholls.
Επειδή οι τιμές του γλυκαιμικού δείκτη υπολογίζονται με βάση τα τρόφιμα που καταναλώνονται μεμονωμένα και αναλύονται υπό τυπικές εργαστηριακές συνθήκες, η εφαρμογή στον πραγματικό κόσμο μπορεί να είναι περιορισμένη.
«Σύμφωνα με το μοντέλο του γλυκαιμικού δείκτη, το λίπος, η πρωτεΐνη και οι φυτικές ίνες αντιμετωπίζονται ως εντελώς ανεξάρτητες μεταβλητές, αλλά αυτή η υπόθεση έρχεται σε αντίθεση με τις τρέχουσες απόψεις σχετικά με την κατανόησή μας για το πώς τα διατροφικά πρότυπα επηρεάζουν την υγεία με βάση όλες τις συνεισφορές τροφίμων και ποτών», εξήγησε.
Μεγάλο μέρος της έρευνας έχει δείξει μια σημαντική διακύμανση τόσο στις γλυκαιμικές αποκρίσεις μεταξύ των ατόμων όσο και για το ίδιο το άτομο απέναντι σε ένα συγκεκριμένο τρόφιμο. Το εύρος του γλυκαιμικού δείκτη για τα «προϊόντα ρυζιού», για παράδειγμα, είναι από 19 έως 116, με μέση τιμή για το λευκό ρύζι 73 και για το καστανό ρύζι 65. Το εύρος για τις βραστές πατάτες είναι από 38 έως 103, με μέση τιμή 73. Οι διαφορές μπορεί να οφείλονται στην ποικιλία, στις μεθόδους μαγειρέματος ή στη θερμοκρασία αποθήκευσης.
Επομένως, παραμένει ασαφές εάν ο γλυκαιμικός δείκτης είναι μια ιδιότητα των τροφίμων ή χαρακτηριστικό κάθε ατόμου ατόμου που καταναλώνει αυτά τα τρόφιμα. Μια σειρά παραγόντων εκτός από τη σύνθεση των γευμάτων μπορεί να επηρεάσει τον ατομικό μεταβολισμό των υδατανθράκων, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου γεύματος, της σωματικής δραστηριότητας και των συνηθειών ύπνου.
Βοηθάει στο αδυνάτισμα;
Επιπλέον, ο γλυκαιμικός δείκτης μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα χρήσιμος για την απώλεια βάρους, Η μελέτη Diet Intervention Examining the Factors Interacting with Treatment Success (DIETFITS), μια μεγάλη, 12μηνη μελέτη «υγιεινών» παραλλαγών διατροφής που ήταν είτε χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά (51% υδατάνθρακες, με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη) είτε χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες (27% υδατάνθρακες και χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη), που τέσταρε την επίδρασή στην απώλεια βάρους σε 609 ενήλικες.
Όλοι οι συμμετέχοντες στην DIETFITS έλαβαν καθοδήγηση να επιλέξουν τρόφιμα υψηλής ποιότητας, πλούσια σε θρεπτικά συστατικά, όπως περισσότερα λαχανικά και λιγότερα πρόσθετα σάκχαρα, ραφιναρισμένα αλεύρια και τρανς λιπαρά. Η μελέτη δεν βρήκε διαφορά στη μέση απώλεια βάρους μεταξύ των δύο ομάδων δίαιτας, ένα αποτέλεσμα που διέφερε από προηγούμενες μελέτες οι οποίες συνέκριναν δίαιτες χαμηλών λιπαρών και υδατανθράκων. Οι ερευνητές ανέφεραν ότι η υψηλή ποιότητα και των δύο διατροφών, και όχι οι διαφορές τους στα μακροθρεπτικά συστατικά, συνέβαλαν καθοριστικά στα ευρήματα.
Ένας αμφίβολος προγνωστικός παράγοντας για την υγεία
Η έρευνα δείχνει επίσης ότι ο γλυκαιμικός δείκτης μπορεεί να μην είναι η καλύτερη μέτρηση της ποιότητας των τροφίμων με υδατάνθρακες για την αξιολόγηση μιας δίαιτας και την πρόληψη χρόνιων ασθενειών.
Σε μια μετα-ανάλυση ( Reynolds et al.) διαπιστώθηκε ότι η συσχέτιση μεταξύ του γλυκαιμικού δείκτη και του κινδύνου μη μεταδοτικών ασθενειών ήταν χαμηλή έως πολύ χαμηλή σε σύγκριση με τις φυτικές ίνες ή τα δημητριακά ολικής αλέσεως. Η κατανάλωση ολόκληρων τροφών με θρεπτικά συστατικά ως μέρος ισορροπημένων γευμάτων κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι ένας εύκολος τρόπος για να βελτιώσετε τις γλυκαιμικές αποκρίσεις και να βελτιώσετε την ποιότητα της δίαιτας χωρίς να παρακολουθείτε τον γλυκαιμικό δείκτη των τροφίμων.
«Η Μεσογειακή Διατροφή είναι ένα παράδειγμα ενός διατροφικού προτύπου που έχει συσχετιστεί με μειωμένο κίνδυνο ασθενειών· ωστόσο, δεν έχουν όλα τα τρόφιμα σε ένα μεσογειακό διατροφικό μοτίβο χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη», πρόσθεσε η Nicholls. Κλινικές δοκιμές έδειξαν αδιάσειστα στοιχεία ότι τα τρόφιμα με υψηλό γλυκαιμικό δείκτη που καταναλώνονται στο πλαίσιο διατροφικών προτύπων υψηλής ποιότητας μπορούν να αποφέρουν βελτιώσεις στους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου και τα σχήματα απώλειας βάρους μπορεί να εξαρτώνται λιγότερο από τις γλυκαιμικές αποκρίσεις από το αναμενόμενο.
«Τα στοιχεία δείχνουν όλο και περισσότερο ότι είναι η συνολική διατροφή που μετράει. Η βελτίωση της συνολικής ποιότητας των διατροφικών προτύπων ενός ατόμου μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα σε μια ποικιλία χρόνιων ασθενειών που σχετίζονται με τη διατροφή, αλλά το αποτέλεσμα οποιασδήποτε μεμονωμένης επιλογής τροφής εξαρτάται και από τα άλλα τρόφιμα και ποτά που καταναλώνονται, τη σωματική δραστηριότητα και άλλες επιλογές τρόπου ζωής. Αν και ο γλυκαιμικός δείκτης μπορεί να φωτίζει ορισμένες στενές γνώσεις, κρατά επίσης πολλές από αυτές τις σχετικές μεταβλητές στο σκοτάδι», σύμφωνα με τη Nicholls.
Πηγή: Jill Nicholls, Perspective: The Glycemic Index Falls Short as a Carbohydrate Food Quality Indicator to Improve Diet Quality, Frontiers in Nutrition (2022). DOI: 10.3389/fnut.2022.896333.