Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) αποτελεί μια από τις πιο συχνές μεταβολικές νόσους, για την εμφάνιση της οποίας ευθύνονται τόσο γενετικοί, όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Τα άτομα με ΣΔ συνήθως γνωρίζουν τις επιπτώσεις που αυτός έχει στην υγεία του καρδιαγγειακού συστήματος, τους νεφρούς και τους οφθαλμούς τους, ελάχιστοι όμως είναι ενήμεροι για την εμφάνιση πληθώρας στοματικών εκδηλώσεων ως αποτέλεσμα της νόσου.
«Αντιμετωπίζουμε πολλά προβλήματα στοματικής υγείας σε διαβητικούς ασθενείς, η βαρύτητα των οποίων εξαρτάται από την ηλικία εμφάνισης της νόσου, τη χρονιότητα και το βαθμό γλυκαιμικού ελέγχου» επισημαίνει με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για τον Διαβήτη, η κ. Πελαγία Ασημάκη, Χειρουργός-Οδοντίατρος, «όπως περιοδοντική νόσος, ξηροστομία, λοιμώξεις των ιστών του στόματος, στοματοδυνία και ομαλός λειχήνας.
Από τις παραπάνω, αναμφισβήτητα η πιο σημαντική επιπλοκή που συναντούμε σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη είναι η ανάπτυξη περιοδοντικής νόσου. Ο όρος περιοδοντική νόσος ή περιοδοντίτιδα χρησιμοποιείται για λοιμώξεις που οφείλονται σε μικρόβια της χλωρίδας του στόματος και προσβάλλουν τους ιστούς που περιβάλλουν και στηρίζουν τα δόντια. Στην αρχή, η φλεγμονή περιορίζεται μόνο στα ούλα και ονομάζεται ουλίτιδα. Εάν η ουλίτιδα μείνει αθεράπευτη, τότε πιθανόν να εξελιχθεί σε περιοδοντίτιδα, όπου η φλεγμονή προχωράει σε μεγαλύτερο βάθος κάτω από τα ούλα, καταστρέφει τα οστά των γνάθων και οδηγεί προοδευτικά σε απώλεια στήριξης των δοντιών. Το αποτέλεσμα, είναι ότι τα δόντια γίνονται ευκίνητα και μπορεί να χαθούν», τονίζει η ειδικός.
Ο σακχαρώδης διαβήτης προδιαθέτει στην ανάπτυξή της περιοδοντικής νόσου και επιταχύνει την πρόκληση βλαβών από αυτήν. Γι’ αυτό και τα άτομα με διαβήτη, εμφανίζουν μεγαλύτερη απώλεια δοντιών. Μάλιστα, η περιοδοντίτιδα αναπτύσσεται ταχύτερα και σε βαρύτερη μορφή σε κακώς ή μη ρυθμισμένους ασθενείς, ενώ οι καλά ρυθμισμένοι δεν διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξής της από ότι τα υγιή άτομα χωρίς διαβήτη.
«Ένα άλλο πρόβλημα είναι η ξηροστομία, δηλαδή η ενοχλητική αίσθηση της ξηρότητας του στόματος που προκαλείται από την ελάττωση της ροής του σάλιου μέσα σε αυτό. Ο διαβήτης μπορεί να προκαλέσει μείωση της έκκρισης του σάλιου καθώς και μεταβολές στη σύσταση του. Αποτέλεσμα της ξηροστομίας είναι η ελλιπής εφύγρανση και λίπανση του στοματοφάρυγγα, οι δυσκολίες στη μάσηση και στην πέψη των τροφών, καθώς και διαταραχές στη γεύση και κακοσμία του στόματος. Επιπρόσθετα, η συνεχής ξηρότητα αυξάνει τις πιθανότητες μολύνσεων του στόματος καθώς και τον κίνδυνο τερηδονισμού των δοντιών, διότι τα βακτήρια της οδοντικής πλάκας δρουν σε ένα περιβάλλον όπου λείπει η αντιμικροβιακή προστασία του σάλιου και τα επίπεδα της γλυκόζης είναι αυξημένα. Η κατάσταση αυτή μάλιστα, μπορεί να επιδεινωθεί με την ηλικία αλλά και με την ταυτόχρονη λήψη κάποιων φαρμάκων όπως αντιυπερτασικά, διουρητικά, αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά, αντιισταμινικά και άλλα».
«Επιπλέον» τονίζει η κ. Ασημάκη, «οι ασθενείς με αρρύθμιστο ΣΔ, είναι ευάλωτοι στην ανάπτυξη λοιμώξεων και εμφανίζουν μειωμένη ικανότητα των ιστών για επούλωση. Το γεγονός αυτό οφείλεται στη μικροαγγειοπάθεια του διαβήτη, τις διαταραχές του ανοσοποιητικού και τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, καθώς και στα σωματικά υγρά που ευνοούν την ανάπτυξη των μικροβίων. Έτσι, συχνά συναντούμε στο ιατρείο σε διαβητικούς ασθενείς, λοιμώξεις μικροβιακής, ιογενούς ή μυκητιασικής αιτιολογίας».
Στις μικροβιακές λοιμώξεις της στοματικής κοιλότητας συγκαταλέγονται τα περιοδοντικά αποστήματα, τα οδοντοφατνιακά αποστήματα, τα αποστήματα των μαλακών μορίων και η ελκονεκρωτική ουλίτιδα. Στις λοιμώξεις ιογενούς αιτιολογίας περιλαμβάνεται η ερπητική ουλοστοματίτιδα που προκαλείται από τον ιό του απλού έρπητα και προσβάλλει το στοματικό βλεννογόνο με γενικευμένο πόνο, φυσαλιδοποίηση, λεμφαδενοπάθεια και πυρετό.
Μια άλλη εκδήλωση που συναντάται στα στόματα των διαβητικών, είναι οι μυκητιασικές λοιμώξεις, για τις οποίες συνήθως ευθύνεται ο μύκητας Candida Albicans. Η αποίκηση του στοματικού βλεννογόνου από την Candida ονομάζεται καντιντίαση. Η καντιντίαση μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε επιφάνεια του στόματος και χαρακτηρίζεται από λευκωπές βλάβες που σχηματίζουν πλάκες, καλύπτονται από κρεμώδες επίχρισμα ή από επώδυνες ερυθηματώδεις βλάβες στις γωνίες των χειλιών και πολύ συχνά κάτω από τις τεχνητές κινητές οδοντοστοιχίες, εξαιτίας κακής εφαρμογής και πλημμελούς υγιεινής της οδοντοστοιχίας. Στον σακχαρώδη διαβήτη, η καντιντίαση ευνοείται από την αυξημένη συγκέντρωση γλυκόζης στο σάλιο.
«Στην επούλωση των ιστών, σημαντικό ρόλο παίζει ο γλυκαιμικός έλεγχος» σημειώνει η κ. Ασημάκη, «καθώς σε κακώς ρυθμισμένους διαβητικούς ασθενείς η επούλωση των χειρουργικών τραυμάτων παρατείνεται επί μακρύτερο χρονικό διάστημα σε σύγκριση με τα άτομα χωρίς διαβήτη και έχει δυσμενή αποτελέσματα στην αποκατάσταση του οστού μετά από εξαγωγές.
Ένα άλλο πρόβλημα της στοματικής υγείας που εμφανίζεται σε διαβητικούς ασθενείς είναι η γλωσσοδυνία και η στοματοδυνία, δηλαδή επώδυνες καταστάσεις που εντοπίζονται στα ούλα, τα χείλη και τη γλώσσα και χαρακτηρίζονται από έντονο αίσθημα καύσου. Ο διαβήτης εμπλέκεται σε τέτοιου είδους καταστάσεις λόγω της περιφερικής νευροπάθειας που προκαλεί. Στις περιπτώσεις αυτές, η έναρξη του πόνου είναι αιφνίδια, εμφανίζεται κατά τις πρωινές ώρες και εντείνεται στη διάρκεια της ημέρας. Ο πόνος αυτός μπορεί να διαρκέσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Εκτός από τις καυσαλγίες, η περιφερική νευροπάθεια του διαβήτη μπορεί να εκδηλωθεί και με διαφόρου βαθμού παραισθησίες, μούδιασμα στην κορυφή της γλώσσας και διαταραχές της γεύσης.
Υπάρχει συσχέτιση του ομαλού λειχήνα με τον σακχαρώδη διαβήτη. Πρόκειται για μια χρόνια νόσο που προσβάλλει το δέρμα και τους βλεννογόνους. Στο στόμα, εμφανίζεται πιο συχνά στις παρειές, στα ούλα και στη γλώσσα. Ο ομαλός λειχήνας χαρακτηρίζεται από ένα δίκτυο λευκών γραμμών που δίνουν την εντύπωση δαντέλας (δικτυωτή μορφή) ή από πολύ επώδυνες διαβρώσεις και έλκη (διαβρωτική μορφή). Οι βλάβες αυτές παρουσιάζουν διαστήματα με υφέσεις και εξάρσεις και παραμένουν άγνωστης αιτιολογίας».
Ο τακτικός οδοντιατρικός έλεγχος μπορεί να συμβάλλει στην έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση των προβλημάτων της στοματικής κοιλότητας από τον σακχαρώδη διαβήτη. Πολλές φορές δε οι παρατηρήσεις του οδοντιάτρου μπορούν να βοηθήσουν και στη διάγνωση της ίδιας της νόσου, σε κάποιες περιπτώσεις, οδηγώντας τον ασθενή σε περαιτέρω έλεγχο της υγείας του. Η καλή στοματική υγεία θα πρέπει να αποτελεί βασικό στόχο για κάθε διαβητικό ασθενή, διότι οι παθολογικές εκδηλώσεις στην στοματική κοιλότητα είναι δυνατόν να επηρεάσουν και να επιδεινώσουν την ρύθμιση του σακχαρώδους διαβήτη. Αυτό συμβαίνει διότι κάθε φλεγμονή μέσα στο στόμα, έχει ως αποτέλεσμα να απελευθερώνονται ουσίες που μειώνουν την ικανότητα δέσμευσης της ινσουλίνης από τους υποδοχείς στην επιφάνεια των κυττάρων. Έτσι, αυξάνονται τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα και απορρυθμίζεται ο διαβήτης.
Επιπλέον, όταν έχουμε χρόνιες παθήσεις στο στόμα λόγω του διαβήτη, προκαλείται δυσφαγία που επηρεάζει δυσμενώς την δίαιτα και τους διατροφικούς στόχους του διαβητικού ασθενούς. Από την άλλη, η δυσμορφία των ούλων εξαιτίας της περιοδοντίτιδας και η αντιαισθητική εικόνα των δοντιών εξαιτίας της τερηδόνας έχουν συναισθηματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις στην υγεία του ασθενούς.
«Ο οδοντιατρικός έλεγχος συστήνεται δύο φορές το χρόνο για τους ενόδοντες ασθενείς και τουλάχιστον μια φορά για όσους έχουν χάσει τα δόντια τους. Ο καλός γλυκαιμικός έλεγχος σε συνδυασμό με τον τακτικό οδοντιατρικό έλεγχο καθώς και οι σωστές συνήθεις στοματικής υγιεινής και φροντίδας αποτελούν ασπίδα για την υγεία του διαβητικού», καταλήγει η κυρία Ασημάκη.