Kάνναβη κανναβιδιόλη (CBD) και τετραϋδροκανναβινόλη (THC): Ποια είναι τα οφέλη;

Τα τελευταία πέντε χρόνια, έχει προκληθεί μια έκρηξη ενδιαφέροντος για τις ενδεχόμενες ιατρικές δυνατότητες της κανναβιδιόλης, μιας ουσίας που προέρχεται από την κάνναβη και ονομάζεται εν συντομία CBD. Μετά από δεκαετίες συζητήσεων, όλα άλλαξαν το 2018, όταν έγινε νόμιμη για τους Αμερικανούς αγρότες η καλλιέργεια της βιομηχανικής κάνναβης (hemp), που είναι πλούσια σε CBD. Η ίδια η κάνναβη έχει τεράστια αξία ως καλλιέργεια για την παραγωγή βιοκαυσίμων, κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ζωοτροφών. Το έλαιο της κανναβιδιόλης -ένα συμπυκνωμένο εκχύλισμα που εξάγεται από το φυτό- μπορεί να έχει πολυάριθμες φαρμακευτικές ιδιότητες οι οποίες όμως πρέπει να επιβεβαιωθούν.

Η CBD έγινε πολύ γνωστή χάρη στους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης. Για οποιοδήποτε θέμα που σχετίζεται με την υγεία μερικοί ρωτάνε: “δοκίμασες έλαιο CBD;” Η κανναβιδιόλη διαφημίζεται ως θαύμα της φύσης. Είναι τέτοια η δημοτικότητάς της, που θα νόμιζε κανείς ότι πρόκειται για μαγικό μόριο. Πριν όμως αρχίσει κανείς να εξετάζει τι έχει βρει η επιστήμη, καλό είναι να έχει μια ξεκάθαρη ιδέα γύρω από το τι σημαίνουν οι όροι: hemp, κάνναβη και μαριχουάνα. 

Ορισμένοι λένε ότι η hemp, η κάνναβη και η μαριχουάνα είναι διαφορετικά ονόματα για το ίδιο είδος φυτού που ονομάζεται Cannabis sativa. Άλλοι όμως τονίζουν ότι ενώ το είδος του φυτού είναι πράγματι ένα, υπάρχουν διάφορες “ράτσες” -όπως οι ράτσες των σκύλων. Ενώ κάποιοι μπορεί να μην θέλουν να κάνουν διακρίσεις, ο νόμος τις κάνει. Νομικά, η βασική διαφορά μεταξύ της hemp και της μαριχουάνας είναι η περιεκτικότητα σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC). Αυτή είναι η κύρια ουσία μεταξύ των 100 και πλέον κανναβινοειδών που βρίσκονται στο φυτό και είναι υπεύθυνη για την πρόκληση ευφορίας, το λεγόμενο “φτιάξιμο” ή “μαστούρωμα”. Η CBD είναι η δεύτερη πιο σημαντική ουσία μετά την THC και η οποία δεν προκαλεί αλλαγές στη διάθεση.

Η περιεκτικότητα σε THC μπορεί να ποικίλει μεταξύ των φυτών της κάνναβης. Ο όρος hemp χρησιμοποιείται στις ΗΠΑ για να την κάνναβη που περιέχει κάτω από 0,3% THC ανά ξηρό βάρος. Όταν οι άνθρωποι λένε μαριχουάνα, εννοούν την κάνναβη που μπορεί να δημιουργήσει ευφορία. Νομικά, η μαριχουάνα αναφέρεται στην κάνναβη που έχει πάνω από 0,3% THC ανά ξηρό βάρος. Η κάνναβη με λιγότερο από 0,3%, δηλαδή η hemp, μπορεί ελεύθερα να καλλιεργηθεί για τη δημιουργία διαφόρων ειδών προϊόντων, όπως: χαρτί, είδη ένδυσης, κλωστοϋφαντουργικά, ζωοτροφές, πλαστική ύλη, και προϊόντα διατροφής, όπως σπόροι, γάλα, πρωτεΐνες ή λάδι. Επειδή η hemp επιτρέπεται να καλλιεργηθεί ονομάζεται βιομηχανική κάνναβη. Πολλοί άνθρωποι στη βιομηχανία χρησιμοποιούν απλώς τη λέξη κάνναβη αντί για μαριχουάνα, αλλά αυτό μπορεί να προκαλέσει σύγχυση -επειδή η κάνναβη περιλαμβάνει τόσο την hemp όσο και την μαριχουάνα που διακρίνονται νομικά.

Οι έρεευνες σχετικά με την CBD παρέχουν ορισμένα υποσχόμενα στοιχεία για το ρόλο της στη θεραπεία ενός ευρέος φάσματος ιατρικών παθήσεων. Αλλά χρειάζεται προσοχή. Οι αυστηρές επιστημονικές μελέτες είναι περιορισμένες, και το μάρκετινγκ προηγείται των ισχυρών αποδεικτικών στοιχείων. Οι “σειρήνες” της αγοράς διαφημίζουν το έλαιο CBD ως πανάκεια -ένα ελιξίριο για την αϋπνία, το άγχος, τον νευροπαθητικό πόνο, τον καρκίνο και τις καρδιακές παθήσεις. Υπάρχουν λίγα αυστηρά επιστημονικά στοιχεία που υποστηρίζουν αυτούς τους πολλούς ισχυρισμούς, και μεγάλο μέρος της έρευνας έχει πραγματοποιηθεί σε ζωικά μοντέλα. 

Πώς δουλεύει η CBD;

Τα φάρμακα επηρεάζουν το σώμα δεσμεύοντας και δρώντας σε πρωτεΐνες, συνήθως στην επιφάνεια των κυττάρων του σώματος, που ονομάζονται υποδοχείς. Αυτοί οι υποδοχείς στέλνουν στη συνέχεια σήματα στα κύτταρα που μπορούν να επηρεάσουν τις λειτουργίες τους. Η κάνναβη έχει επίδραση στο σώμα επειδή ο άνθρωπος -και πολλά ζώα- έχουν υποδοχείς που ονομάζονται «υποδοχείς κανναβινοειδών».

Υπάρχουν δύο γνωστοί υποδοχείς που είναι υπεύθυνοι για τις επιδράσεις της κάνναβης. Ο υποδοχέας CB1 είναι υπεύθυνος για το “φτιάξιμο” που προκαλεί η κάνναβη. Αυτοί οι υποδοχείς είναι κυρίως σε νευρικά κύτταρα που βρίσκονται σε όλο το σώμα, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου. Η CBD δεν προκαλεί ευφορία επειδή δεν δεσμεύεται ούτε δρα στους υποδοχείς CB1. Η CBD δεν επιδρά ούτε στον άλλο υποδοχέα, τον CB2, που βρίσκεται κυρίως στα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος.

Αντίθετα, η THC δεσμεύει και ενεργοποιεί και τους δύο υποδοχείς. Οι μελέτες δείχνουν ότι η CBD, δρα σε αρκετούς άλλους τύπους υποδοχέων συμπεριλαμβανομένου του υποδοχέα της σεροτονίνης 5-HT1A, ο οποίος μπορεί να βοηθήσει στη ρύθμιση του ύπνου, της διάθεσης, του άγχους και του πόνου. Άρα η CBD επιδρά στο σώμα, το ίδιο και η THC. Ωστόσο, οι επιστήμονες δεν έχουν κατανοήσει ακόμη τους ακριβείς τρόπους. 

Κάποιοι πιστεύουν ότι η CBD είναι ένα “πολυφάρμακο” που σημαίνει ότι θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική για τη θεραπεία μιας σειράς ιατρικών παθήσεων. Ο λόγος είναι ότι επηρεάζει περισσότερες από μία διεργασίες μέσα στο σώμα. Φαίνεται να είναι ένας αντιφλεγμονώδης παράγοντας και αναλγητικό, παρόμοιο με τις λειτουργίες της ασπιρίνης, και άρα μπορεί να είναι χρήσιμη για τη θεραπεία ατόμων που υποφέρουν από φλεγμονώδη πόνο, όπως αρθρίτιδα, πονοκεφάλους και πόνους στο σώμα. Ωστόσο, αυτά τα οφέλη πρέπει να αποδειχτεί ότι δεν οφείλονται στο φαινόμενο του εικονικού φαρμάκου. 

Οφέλη για δύο μορφές επιληψίας

Έχουν περάσει περίπου εννιά χρόνια από τότε που ένα είδος μαριχουάνας πήρε το όνομά του από τη Charlotte Figi, ένα κορίτσι στις ΗΠΑ που έπασχε από ανίατη επιληψία μέχρι που της χορηγήθηκε έλαιο που εξήχθη από το στέλεχος αυτό. Ο πατέρας της Charlotte είδε ένα διαδικτυακό βίντεο ενός παιδιού από την Καλιφόρνια με επιληπτικές κρίσεις, το οποίο υποβλήθηκε σε θεραπεία με μαριχουάνα. Όπως αποδείχθηκε, η δραστική ουσία που βοήθησε την Charlotte δεν ήταν η THC αλλά η CBD.

Με βάση τα κλινικά στοιχεία, η GW Pharmaceuticals ανέπτυξε ένα δικό της εκχύλισμα CBD που ονομάζεται Epidiolex. Οι κλινικές δοκιμές με το Epidiolex για τις ενδείξεις του συνδρόμου Dravet και του συνδρόμου Lennox Gastaut, δύο μορφών παιδιατρικής επιληψίας, ήταν εξαιρετικά θετικές. Τον Ιούνιο του 2018, ο Αμερικανικός FDA ενέκρινε το Epidiolex για τη θεραπεία αυτών των δύο μορφών επιληψίας σε παιδιά που δεν αποκρίνονται σε άλλες θεραπείες.

Εν τω μεταξύ, καθώς οι κλινικές δοκιμές για το Epidiolex ήταν σε εξέλιξη, μια σημαντική μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα έδειξε έναν πιθανό μηχανισμό για τις εκπληκτικές επιδράσεις της CBD στα σύνδρομα Dravet και Lennox Gastaut. Αυτά τα δύο σύνδρομα σχετίζονται με γενετικές μεταλλάξεις σε δύο γονίδια που είναι σημαντικά για τη ρύθμιση των ιόντων νατρίου.

Τα νευρικά κύτταρα ρυθμίζουν τον τρόπο με τον οποίο στέλνουν τα σήματά τους με ιόντα -μόρια που έχουν θετικό ή αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο και ρέουν μέσα και έξω από τα κύτταρα. Τα βασικά ιόντα που ρυθμίζουν τη σηματοδότηση των νευρικών κυττάρων είναι το νάτριο, το κάλιο, το ασβέστιο και το χλώριο. Κινούνται μέσα και έξω από το κύτταρο μέσω πόρων που είναι γνωστοί ως κανάλια ιόντων. Σε πολλές μορφές επιληψίας η κίνηση των ιόντων δεν γίνεται σωστά και αυτό οδηγεί σε ανώμαλη πυροδότηση των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου που μεταφράζεται σε επιληψία.

Και στις δύο μορφές επιληψίας που είναι αποτελεσματική η CBD υπάρχουν αλλαγές στα κανάλια που ελέγχουν τη ροή του νατρίου μέσα και έξω από τα νευρικά κύτταρα -κάτι που ονομάζεται «καναλοπάθεια νατρίου». Η μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα διαπίστωσε ότι η CBD μπορεί να αναστείλει την ανώμαλη ροή των ιόντων νατρίου στα νευρικά κύτταρα που έχουν διαύλους νατρίου -και κάτι πολύ σημαντικό, η CBD δεν φαίνεται να επηρεάζει τη ροή του νατρίου στα υγιή νευρικά κύτταρα.

Αν και η CBD έχει αξιοσημείωτες επιδράσεις σε αυτούς τους διαύλους νατρίου, αυτό δεν σημαίνει ότι παράγει οπωσδήποτε σημαντικά οφέλη σε άλλες μορφές επιληψίας, όπως αυτές που συνδέονται με προβλήματα ρύθμισης της ροής των ιόντων καλίου στα κύτταρα. Αυτός ο τύπος παιδιατρικής επιληψίας είναι ανθεκτικός σε όλες τις θεραπείες, συμπεριλαμβανομένης της CBD.

Τί γίνεται με τον πόνο;

Υπάρχουν ισχυρισμοί της “αγοράς” ότι η CBD μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση του πόνου. Πράγματι, αυξανόμενα στοιχεία σε εργαστηριακές μελέτες δείχνουν ότι η CBD μπορεί να είναι χρήσιμη για τη θεραπεία και την πρόληψη του νευροπαθητικού πόνου, μια απόκριση που μπορεί να οφείλεται σε βλάβη των νευρικών κυττάρων.

Σε ένα μοντέλο ποντικού αυτού του τύπου πόνου, οι ενέσεις CBD απέτρεψαν την ανάπτυξη ενός χαρακτηριστικού συμπτώματος του νευροπαθητικού πόνου, που ονομάζεται “μηχανική αλλοδυνία”. Αυτή είναι μια αίσθηση πόνου που οφείλεται σε ένα μη επιβλαβές ερέθισμα, σαν την αίσθηση του ρούχου σε μια περιοχή του δέρματος με ηλιακό έγκαυμα. Μελέτη από το Πανεπιστήμιο McGill στο Μόντρεαλ του Καναδά, έδειξε ότι η από του στόματος χορήγηση CBD παράγει αυτά τα αποτελέσματα σε αρουραίους.

Και στις δύο αυτές μελέτες, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι τα αποτελέσματα είναι πιθανό να οφείλονται σε δράσεις της CBD στους υποδοχείς της σεροτονίνης. Μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Κεντάκι πρότεινε ότι η CBD που εφαρμόζεται στο δέρμα (διαδερμική), μπορεί να μειώσει τη φλεγμονή σε ένα μοντέλο αρθρίτιδας σε αρουραίους. Αλλά μελέτες από το Πανεπιστήμιο Temple έχουν δείξει ότι η CBD δεν λειτουργεί για όλους τους τύπους πόνου όταν δοκιμάζεται σε ζώα.

Μια προειδοποίηση για αυτά τα ευρήματα είναι ότι δεν λειτουργούν στον άνθρωπο όλα τα μόρια που παράγουν αποτελέσματα για τον πόνο στα τρωκτικά. Επιπλέον, οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες εξέτασαν τα αποτελέσματα μέσω έγχυσης CBD. Μέχρι στιγμής, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία που δείχνουν θεραπευτικά αποτελέσματα για τον πόνο, είτε της βρώσιμης είτε της διαβλεννογονικής -της χορήγησης σε μια βλεννογόνο μεμβράνη. Υπάρχουν μόνο περιορισμένα στοιχεία για τη χρήση της διαδερμικής CBD. Έτσι, μέχρι να διεξαχθούν περισσότερες μελέτες, η διαφημιστική εκστρατεία ότι η CBD μπορεί να αντιμετωπίσει με επιτυχία διάφορες μορφές πόνου στους ανθρώπους είναι πρόωρη. 

Ανεξέλεγκτα τα μη συνταγογραφούμενα CBD

Ενώ η συνταγογραφούμενη CBD είναι ασφαλής όταν χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις οδηγίες, η αγορά ελαίων CBD χωρίς ιατρική συνταγή είναι άναρχη και δεν είναι απαραίτητα ασφαλής, καθώς δεν υπάρχουν κανονιστικές απαιτήσεις για την παρακολούθηση του τι υπάρχει μέσα στο προϊόν. 

Σε μια μελέτη του 2017, Δανοί ερευνητές έλαβαν δείγματα προϊόντων CBD που είχαν αγοράσει ασθενείς και ανέλυσαν το περιεχόμενό τους. Κανένα από τα 21 δείγματα δεν περιείχε την αναφερόμενη ποσότητα της συσκευασίας. Από αυτά τα δείγματα, 13 είχαν ελάχιστη έως καθόλου CBD και πολλά περιείχαν σημαντικά επίπεδα THC, της ένωσης που οδηγεί σε “φτιάξιμο” και υποτίθεται ότι δεν έπρεπε να υπάρχει.

Επιπλέον, ο έλεγχος για τυχόν μολυσματικές ουσίες που μπορεί να βρίσκονται σε προϊόντα τα οποία κυκλοφορούν χωρίς συνταγή είναι ανύπαρκτος. Ο FDA έχει εκδώσει δεκάδες προειδοποιητικές επιστολές σε εταιρείες που εμπορεύονται μη εγκεκριμένα σκευάσματα. Παρά την εμπορία ελαίων CBD ως φυτικής προέλευσης, το κοινό θα πρέπει να γνωρίζει για τους κινδύνους τυχόν άγνωστων ενώσεων στα προϊόντα ή τις ακούσιες αλληλεπιδράσεις με τα συνταγογραφούμενα φάρμακα.

Οι ρυθμιστικές κατευθυντήριες γραμμές για τη CBD απλώς λείπουν. Τον Ιανουάριο του 2023, ο FDA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το υπάρχον πλαίσιο «δεν είναι κατάλληλο για τη CBD» και είπε ότι θα χαράξει μια πορεία προς τα εμπρός. Ο οργανισμός ανέφερε ότι «απαιτείται μια νέα ρυθμιστική οδός που εξισορροπεί την επιθυμία των ατόμων για πρόσβαση σε προϊόντα CBD με τη ρυθμιστική εποπτεία που απαιτείται για τη διαχείριση των κινδύνων».

Παρότι φυσικό προϊόν, η CBD μπορεί να λειτουργεί ως φάρμακο, όπως η ασπιρίνη ή η παρακεταμόλη, αλλά πρέπει να κατανοηθούν καλύτερα τα οφέλη και οι κίνδυνοι. Αποβάλλεται από το σώμα από τα ίδια ηπατικά ένζυμα που αφαιρούν μια ποικιλία φαρμάκων όπως αραιωτικά αίματος, αντικαταθλιπτικά και φάρμακα μεταμόσχευσης οργάνων.

Η προσθήκη ελαίου CBD στη λίστα φαρμάκων σας χωρίς ιατρική συμβουλή θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη και να επηρεάσει τα συνταγογραφούμενα φάρμακά σας. Είναι πιθανόν η CBD να αποδειχθεί ότι έχει μια θέση στα ράφια των φαρμακείων, αλλά όχι έως ότου η ιατρική κοινότητα καθορίσει τη σωστή μορφή λήψης και δοσολογίας για συγκεκριμένες ιατρικές παθήσεις.

Έχει οφέλη η THC;

Tο ανθρώπινο σώμα παράγει εκ φύσεως χημικές ουσίες που μοιάζουν με την THC, την ψυχοδραστική ουσία της μαριχουάνας. Είναι σαν να έχει τη δική του εκδοχή ενός φυτού μαριχουάνας μέσα του, που παράγει συνεχώς μικρές ποσότητες ενδοκανναβινοειδών οι οποίες ρυθμίζουν πολλές σωματικές λειτουργίες όπως ο ύπνος, η διάθεση, η όρεξη, η μάθηση, η μνήμη, η θερμοκρασία του σώματος, ο πόνος, οι λειτουργίες του ανοσοποιητικού και η γονιμότητα.

Το ενδοκανναβινοειδές σύστημα στον εγκέφαλο ρυθμίζει την επικοινωνία στις συνάψεις, γεγονός που εξηγεί την ικανότητά του να επηρεάζει ένα ευρύ φάσμα σωματικών λειτουργιών. Αλλά όταν τα ενδοκανναβινοειδή ενεργοποιούν τους υποδοχείς CB1 δεν προκαλούν την μεγάλη επίδραση της μαριχουάνας. Ο λόγος είναι ότι το σώμα παράγει μικρότερες ποσότητες κανναβινοειδών και ορισμένα ένζυμα τα διασπούν γρήγορα.

Η THC μπορεί να έχει φαρμακευτικές ιδιότητες που συνδέονται με την ικανότητά της να αντισταθμίζει μια ανεπάρκεια ή ένα ελάττωμα στην παραγωγή ή τις λειτουργίες των ενδοκανναβινοειδών. Για παράδειγμα, οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι οι άνθρωποι που βιώνουν ορισμένους τύπους χρόνιου πόνου μπορεί να έχουν μειωμένη παραγωγή ενδοκανναβινοειδών. Τα άτομα που καταναλώνουν μαριχουάνα για ιατρικούς σκοπούς αναφέρουν σημαντική ανακούφιση από τον πόνο. Επειδή η THC είναι ένα κανναβινοειδές που μειώνει τον πόνο, μπορεί να συμβάλλει στην αντιστάθμιση της μειωμένης παραγωγής ή άλλων λειτουργικών προβλημάτων των ενδοκανναβινοειδών.

Η αποκρυπτογράφηση του ρόλου των ενδοκανναβινοειδών είναι ένας αναδυόμενος τομέας έρευνας. Έχει φανεί στο εργαστήριο ότι ορισμένα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος παράγουν ενδοκανναβινοειδή που μπορούν να ρυθμίσουν τη φλεγμονή και άλλες ανοσολογικές λειτουργίες μέσω της ενεργοποίησης των υποδοχέων CB2. Επίσης, τα ενδοκανναβινοειδή είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά στη μείωση των εξουθενωτικών επιπτώσεων των αυτοάνοσων νοσημάτων.

Πρέπει να βρεθούν περισσότερα στοιχεία για τις συνέπειες που έχουν στην υγεία τα διάφορα ελαττώματα στο ενδοκανναβινοειδές σύστημα και για το πώς θα μπορούσε η THC να φανεί χρήσιμη. Η THC συνδέεται με υποδοχείς των ενδοκανναβινοειδών προκαλώντας μια ποικιλία αποκρίσεων. Πιστεύεται ότι η THC μειώνει τη φλεγμονή με τρόπο παρόμοιο με τα αντιφλεγμονώδη φάρμακα όπως είναι η ιβουπροφαίνη.

Δείτε επίσης