Πώς η φαρμακευτική κάνναβη δρα στο σώμα;

Τα τελευταία χρόνια έχει προκληθεί μια έκρηξη ενδιαφέροντος για τις ιατρικές δυνατότητες της κάνναβης. To φυτό έχει πάνω από 100 ουσίες που αποκαλούνται κανναβινοειδή. Οι δύο πιο άφθονες είναι η τετραϋδροκανναβινόλη ή THC (πιο συγκεκριμένα Delta-9 THC) και η κανναβιδιόλη ή CBD. Και οι δύο ουσίες έχουν ιατρικά οφέλη, μερικά διαφορετικά και μερικά επικαλυπτόμενα.

Η THC έχει κακή φήμη γιατί είναι υπεύθυνη για την πρόκληση ευφορίας, το λεγόμενο “φτιάξιμο” ή “μαστούρωμα”, αλλά η CBD, δεν προκαλεί αλλαγές στη διάθεση -ή έχει ανεπαίσθητη δράση- και αυτός είναι ο λόγος που έχει προσελκύσει περισσότερο την προσοχή των επιστημόνων. Το 2018 ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ενέκρινε την CBD ως συμπληρωματική θεραπεία των κρίσεων που σχετίζονται με δύο επιληπτικά σύνδρομα (Lennox-Gastaut και Dravet) για άτομα άνω των 2 ετών. Το 2020, η CBD εγκρίθηκε για χρήση ως συμπληρωματική θεραπεία κρίσεων σχετιζόμενων με την οζώδη σκλήρυνση για ασθενείς ηλικίας 2 ετών και άνω.

Στις ΗΠΑ, η καλλιέργεια ποικιλιών κάνναβης που περιέχει κάτω από 0,3% THC ανά ξηρό βάρος σε κάθε μέρος του φυτού είναι νόμιμη και ονομάζεται hepm. Όταν έχει πάνω από 0,3% THC ονομάζεται μαριχουάνα -αν και συνήθως η μαριχουάνα που διακινείται στην αγορά περιέχει περίπου 15% THC. Χημικά, υπάρχει μια μικροδιαφορά μεταξύ CBD και THC, που όμως έχει σημαντικό αντίκτυπο στο πώς αυτά τα δύο μόρια δρουν στο σώμα. Η CBD και η THC έχουν τον ίδιο μοριακό τύπο -21 άτομα άνθρακα, 30 άτομα υδρογόνου και δύο άτομα οξυγόνου- αλλά ο τρόπος με τον οποίο είναι διατεταγμένα τα άτομα είναι διαφορετικός. Πρακτικά, η διαφορά που αναγνωρίζεται πιο συχνά είναι ότι η CBD δεν προκαλεί τα ευφορικά αποτελέσματα της THC.

Ορισμένες ουσίες επηρεάζουν το ανθρώπινο σώμα δρώντας σε πρωτεΐνες που βρίσκονται στην επιφάνεια των κυττάρων και ονομάζονται υποδοχείς. Αυτοί οι υποδοχείς στέλνουν στη συνέχεια σήματα στα κύτταρα επηρεάζοντας τις λειτουργίες τους. Η κάνναβη έχει επίδραση στο σώμα επειδή έχουμε «υποδοχείς κανναβινοειδών».

Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι υποδοχέων κανναβινοειδών: o CB1 και ο CB2. Είναι διάσπαρτoι σε όλο το σώμα, αλλά οι CB1 είναι πιο συγκεντρωμένοι στον εγκέφαλο και το κεντρικό νευρικό σύστημα και οι CB2 είναι πιο πολύ συγκεντρωμένοι στο ανοσοποιητικό σύστημα. Και οι δύο τύποι υποδοχέων υπάρχουν στο δέρμα, το συκώτι, τα νεφρά, την καρδιά και άλλα όργανα.

Η THC δεσμεύει και ενεργοποιεί και τους δύο υποδοχείς. Όταν δεσμεύει τον CB1 προκαλεί το “φτιάξιμο”. Η CBD δεν προκαλεί ευφορία επειδή δεν δεσμεύεται στους υποδοχείς αυτούς. Η CBD δρα σε άλλους τύπους υποδοχέων συμπεριλαμβανομένου του υποδοχέα της σεροτονίνης 5-HT1A, ο οποίος μπορεί να βοηθήσει στη ρύθμιση του ύπνου, της διάθεσης, του άγχους και του πόνου. Ωστόσο, οι επιστήμονες δεν έχουν κατανοήσει ακόμη τους ακριβείς τρόπους που η CBD επιδρά στο σώμα.

Τα κανναβινοειδή είναι κυρίως μια θεραπεία που στοχεύει στα συμπτώματα. Λειτουργούν αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο τα συμπτώματα -σωματικά ή ψυχικά- καταγράφονται στο συνειδητό επίπεδο. Τροποποιώντας το νευρικό σύστημα, αυτές οι χημικές ουσίες έχουν τη δύναμη να αλλάξουν την αντίληψη ενός ατόμου π.χ. για τον πόνο ή το άγχος.

Το ενδοκανναβινοειδές σύστημα

Τα φυτικά κανναβινοειδή ανακαλύφθηκαν στη δεκαετία του 1930 και η CBD εντοπίστηκε το 1940. Καθώς η ψυχαγωγική χρήση της κάνναβης έγινε ευρέως διαδεδομένη στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, οι επιστήμονες ήθελαν να μάθουν περισσότερα για το πώς η κάνναβη αλλάζει τη δραστηριότητα του εγκεφάλου. Υπέθεσαν ότι το ανθρώπινο σώμα έχει υποδοχείς για αυτά τα μόρια και καθώς έσκαβαν βαθύτερα, ανακάλυψαν το 1992 ότι το σώμα παράγει τα δικά του κανναβινοειδή ως μέρος αυτού που ονομάζεται ενδοκανναβινοειδές σύστημα. Το σύστημα αυτό παίζει σημαντικό ρόλο στη λειτουργία του εγκεφάλου, στην ανοσοποιητική δραστηριότητα και στη διατήρηση της ισορροπίας των οργάνων μας.

Έκτοτε η έρευνα αποκάλυψε ότι τα ενδοκανναβινοειδή είναι κρίσιμα για πολλές φυσιολογικές λειτουργίες που ρυθμίζουν την ανθρώπινη υγεία. Μια ανισορροπία στην παραγωγή τους ή στην απόκριση του σώματος σε αυτά, μπορεί να οδηγήσει σε κλινικές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένης της παχυσαρκίας, των νευροεκφυλιστικών, καρδιαγγειακών και φλεγμονωδών ασθενειών. Το ενδοκανναβινοειδές σύστημα είναι ένας βασικός και ντελικάτος ρυθμιστής που ελέγχει ένα ευρύ φάσμα φυσιολογικών διεργασιών όπως η επούλωση πληγών, η αρτηριακή πίεση, η αντίληψη του πόνου, η παραγωγή εγκεφαλικών κυττάρων, ο μεταβολισμός της γλυκόζης και η λειτουργία του ανοσοποιητικού για τον έλεγχο της φλεγμονής.

Όταν βρίσκεστε αντιμέτωποι με μια απειλή, προκαλείται ένα κύμα ορμονών του στρες όπως η κορτιζόλη και η αδρεναλίνη, ώστε να μπορείτε να ενεργήσετε κατάλληλα -«πάλη ή φυγή» όπως είναι κοινώς γνωστό. Μόλις η απειλή δεν είναι πλέον παρούσα, το ενδοκανναβινοειδές σύστημα μειώνει την απόκριση στο στρες και επαναφέρει τις ορμόνες στην αρχική τους τιμή. Ομοίως, όταν είστε άρρωστοι, χρειάζεστε τον πυρετό για να πολεμήσετε τα μικρόβια και το ενδοκανναβινοειδές σύστημα ανεβάζει τη θερμοκρασία του σώματος μέσω του υποδοχέα CB1. Όταν ο εισβολέας εξαλειφθεί και δεν χρειάζεστε πλέον τον πυρετό, πέφτει το ανοσοποιητικό σύστημα για να επανέλθει η θερμοκρασία στο κανονικό.

Το ενδοκανναβινοειδές σύστημα βοηθάει επίσης να ξεχνάμε και αυτό δεν είναι περίεργο γιατί αν θυμόμασταν κάθε λεπτομέρεια του τι συμβαίνει κάθε δευτερόλεπτο κάθε ημέρας, δεν θα μπορούσαμε να λειτουργήσουμε σαν λογικοί άνθρωποι. Ρυθμίζει τόσο τη βασική μας μνήμη όσο και την «εξάλειψη της μνήμης», ώστε να ξεχνάμε ό,τι δεν είναι σημαντικό να θυμόμαστε. Τα κύρια μέρη του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος είναι τέσσερα:

Υποδοχείς κανναβινοειδών: Είναι μικροσκοπικές “πύλες” που βρίσκονται στην επιφάνεια των κυττάρων στον εγκέφαλο, το κεντρικό νευρικό σύστημα και σε άλλα όργανα. Λαμβάνουν σήματα σχετικά με το τι συμβαίνει στο σώμα, ώστε τα κύτταρα να μπορούν να κάνουν τις ενέργειες που απαιτούνται.

Ενδοκανναβινοειδή: Είναι τα φυσικά μόρια που συνδέονται με τους υποδοχείς τους και όταν συμβαίνει αυτό ενεργοποιούνται διάφορες λειτουργίες. Έχουν ανακαλυφθεί πάνω από 12 ενδοκανναβινοειδή, αλλά δύο είναι πιο βασικά: η 2-αραχιδονοϋλογλυκερόλη (2AG) και η ανανδαμίδη (από την σανσκριτική λέξη ananda, που σημαίνει ευδαιμονία). Μετά την επίδραση στους υποδοχείς, η επίδραση μεταφέρεται στην επιφάνεια του πυρήνα σε υποδοχείς που είναι γνωστοί ως PPARs και ρυθμίζουν την έκφραση γονιδίων και τον ενεργειακό μεταβολισμό, καθώς και άλλες φυσιολογικές διεργασίες.

Ένζυμα: Είναι πρωτεΐνες που επιταχύνουν τις χημικές αντιδράσεις. Κάποια συμμετέχουν στη δημιουργία των ενδοκανναβινοειδών όταν χρειάζεται να παραχθούν και άλλα και στην αποδόμησή τους όταν χρειάζεται να καταστραφούν.

Μεταφορείς: Είναι μόρια που μεταφέρουν τα ενδοκανναβινοειδή εκεί που πρέπει. Πρόκειται για πρωτεΐνες που δεσμεύουν λιπαρά οξέα -τα κανναβινοειδή είναι λιπίδια- και λειτουργούν σαν μοριακά υποβρύχια.

Το ενδοκανναβινοειδές σύστημα μπορεί να είναι απορυθμισμένο, που σημαίνει ότι είτε είναι εξασθενημένο είτε δεν λειτουργεί κανονικά και αυτό ανακαλύφθηκε ότι συμβαίνει σε πολλές παθήσεις, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου, του διαβήτη, του Αλτσχάιμερ, του χρόνιου πόνου και των διαταραχών ύπνου. Τα αυτοάνοσα νοσήματα αποτελούν συχνά μια έκφραση της δυσλειτουργίας του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος. Όταν δεν είναι σε ισορροπία δεν μπορεί να μειωθεί η φλεγμονώδη απόκριση. Το 2013 επιστήμονες των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (NIH) των ΗΠΑ, ανέφεραν ότι «η ρύθμιση της δραστηριότητας του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος μπορεί να έχει θεραπευτικό δυναμικό σε όλες σχεδόν τις ασθένειες που επηρεάζουν τον άνθρωπο».

Η θεωρία είναι ότι οι ουσίες της κάνναβης μπορούν να βοηθήσουν ένα απορυθμισμένο ενδοκανναβιοειδές σύστημα. Η THC λειτουργεί όπως τα φυσικά κανναβινοειδή ενώ η CBD αυξάνει τις επιδράσεις των φυσικών κανναβινοειδών. Η THC συνδέεται απευθείας με τους υποδοχείς CB1 και CB2 και τους ενεργοποιεί για να στείλουν σήματα που καταλήγουν σε μια φυσιολογική απόκριση (λιγότερος πόνος, λιγότερη φλεγμονή, μείωση της αρτηριακής πίεσης, χαλάρωση, κ.λπ.). Η CBD ρυθμίζει τη σηματοδότηση που προκαλείται από την THC ή τα ενδογενή κανναβινοειδή, ωστόσο οι ερευνητές εξακολουθούν να προσπαθούν να καταλάβουν τι ακριβώς το κάνει. Φαίνεται ότι η CBD δρα ως «αναστολέας επαναπρόσληψης» που παρατείνει τον φυσικό κύκλο ζωής των φυσικών ενδοκανναβινοειδών, ώστε να προσφέρουν περισσότερα οφέλη. Ρυθμίζει τη δραστηριότητα των υποδοχέων CB1 και CB2, μετριάζοντας τον πρώτο υποδοχέα και ενισχύοντας τον δεύτερο. Αυτός ο συνδυασμός μπορεί να έχει επίδραση στις μεταβολικές διαταραχές, την παχυσαρκία, τις ηπατικές παθήσεις και άλλες ασθένειες. Πιστεύεται ότι η CBD μειώνει τη φλεγμονή στον εγκέφαλο αλλάζοντας τα επίπεδα ασβεστίου στα εγκεφαλικά κύτταρα, κάτι που παίζει ρόλο στην επικοινωνία μεταξύ των κυττάρων.

Τα κανναβινοειδή και οι υποδοχείς τους δημιουργούν αποτελέσματα που είναι είτε τοπικά, είτε συστημικά (σε όλο το σώμα). Για παράδειγμα, εάν μια λοσιόν κάνναβης εφαρμοστεί στο χέρι ή το πόδι, υπάρχει τοπική απόκριση -επειδή τα κανναβινοειδή έχουν άμεση επίδραση στα τοπικά νεύρα.

Πόνος: Θεωρία και πράξη

Οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι οι άνθρωποι που βιώνουν ορισμένους τύπους χρόνιου πόνου μπορεί να έχουν μειωμένη παραγωγή ενδοκανναβινοειδών. Έτσι, η THC και η CBD μπορεί να έχουν ιατρικές ιδιότητες που συνδέονται με την ικανότητά τους να αντισταθμίζουν μια ανεπάρκεια -ένα ελάττωμα στην παραγωγή ή τις λειτουργίες των ενδοκανναβινοειδών.

Η δύναμη του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος να παρέχει ανακούφιση από τον πόνο φάνηκε στην περίπτωση της 74άχρονης Jo Cameron, μιας γυναίκας από τη Σκωτία που διαπιστώθηκε ότι έχει δύο γενετικές μεταλλάξεις οι οποίες την προστατεύουν από τον πόνο και το άγχος. Το σώμα της παράγει ελάχιστη ποσότητα από ένα ένζυμο που διασπά την ανανδαμίδη, ένα βασικό ενδοκανναβινοειδές. Η γυναίκα αυτή έχει διπλάσια ανανδαμίδη από το κανονικό και το αποτέλεσμα είναι να μην βιώνει πόνο ακόμα και όταν τραυματίζεται. Η περίπτωσή της βοηθά να κατανοηθεί ο σημαντικός ρόλο του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος όταν πρόκειται για τη διαχείριση του πόνου.

Ο πόνος διακρίνεται σε διάφορες φάσεις: την παραγωγή και μετάδοση σημάτων πόνου, την ερμηνεία της σηματοδότησης από τον εγκέφαλο, τον τρόπο που σχηματίζονται οι αναμνήσεις πόνου και την εμπειρία του χρόνιου πόνου. Τα φάρμακα για τη διαχείριση του πόνου συνήθως συνταγοποιούνται μόνο για την αντιμετώπιση ενός από αυτούς τους μηχανισμούς: Για παράδειγμα, η ιβουπροφαίνη ηρεμεί την αρχική μετάδοση του σήματος πόνου από την πηγή του. Τα οπιούχα επιτίθενται στην υποδοχή και την ερμηνεία των σημάτων πόνου στον εγκέφαλο, και μπορούν να επηρεάσουν την ανάμνηση του πόνου. Η κάνναβη φαίνεται να αντιμετωπίζει πολλαπλούς μηχανισμούς. Η θεωρία είναι πως όταν ρέουν άφθονα τα κανναβινοειδή στο αίμα, ο εγκέφαλος λαμβάνει ένα φιλτραρισμένο μήνυμα σχετικά με τον πόνο, ακόμα κι αν χιλιάδες νεύρα στο χέρι στέλνουν σήματα πόνου.

Ωστόσο οι μελέτες έχουν δείξει μικτά αποτελέσματα. Αν και τα προϊόντα κάνναβης, όπως η CBD, μπορεί να χρησιμοποιούνται ευρέως για τη μείωση του πόνου, δεν είναι σαφές ακόμα το πόσο αποτελεσματικά είναι. Υποτίθεται ότι οι υποδοχείς CB1 αναστέλλουν την υπερβολική νευρωνική διέγερση και δραστηριότητα και έτσι διατηρούν την ομοιόσταση. Με τη σύνδεση με τον προσυναπτικό υποδοχέα CB1, τα κανναβινοειδή αναστέλλουν την εισροή ασβεστίου, μειώνουν την απελευθέρωση ορισμένων νευροδιαβιβαστών και ρυθμίζουν τον πόνο. Οι υποδοχείς CB1 διαδραματίζουν επίσης ρόλο στα επίπεδα της σπονδυλικής στήλης. Από την άλλη πλευρά, η ενεργοποίηση του υποδοχέα CB2 μειώνει τον πόνο μειώνοντας τη φλεγμονή.

Μια ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε το 2023 περιλαμβάνοντας 77 άρθρα βρήκε ότι η χρήση φαρμακευτικής κάνναβης παρέχει επαρκή διαχείριση του πόνου. «Οι ασθενείς που υποφέρουν από χρόνιο μη κακοήθη πόνο μπορεί να ωφεληθούν από την ιατρική κάνναβη λόγω της ευκολίας και της αποτελεσματικότητάς της», έγραψαν οι ερευνητές. Εντωμεταξύ, η φαρμακευτική κάνναβη μπορεί να ανακουφίσει με ασφάλεια τον πόνο του καρκίνου βρήκε μια πολυκεντρική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο BMJ Supportive & Palliative Care. Πάνω από τους μισούς ασθενείς που υποβάλλονται σε αντικαρκινική θεραπεία βιώνουν πόνο. Ισχυρά οπιοειδή μαζί με άλλα φάρμακα, όπως αντιφλεγμονώδη και αντισπασμωδικά, συνταγογραφούνται για την ανακούφιση του πόνου. Ωστόσο, 1 στους 3 ασθενείς εξακολουθεί να αισθάνεται πόνο, στον οποίο προστίθενται οι παρενέργειες των οπιοειδών όπως η ναυτία, η υπνηλία, η δυσκοιλιότητα και η αναπνευστική καταστολή. Η φαρμακευτική κάνναβη φάνηκε να είναι ασφαλής και καλά ανεκτή από τους ασθενείς και η ισορροπημένη αναλογία μεταξύ THC και CBD συσχετίστηκε με καλύτερη ανακούφιση από τον πόνο από ό,τι τα προϊόντα όπου κυριαρχούσε είτε η THC είτε η CBD.

Ωστόσο, μια μετα-ανάλυση του 2022 έδειξε ότι η κάνναβη δεν είναι καλύτερη στην ανακούφιση του πόνου από ένα εικονικό φάρμακο. Οι ερευνητές εξέτασαν τα αποτελέσματα τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών στις οποίες η κάνναβη συγκρίθηκε με ένα εικονικό φάρμακο για τη θεραπεία του κλινικού πόνου -20 μελέτες στις οποίες συμμετείχαν περίπου 1.500 άτομα. Οι μελέτες εξέτασαν μια ποικιλία διαφορετικών καταστάσεων, όπως ο νευροπαθητικός πόνος, ο οποίος προκαλείται από βλάβη στα νεύρα και η σκλήρυνση κατά πλάκας. Δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ κάνναβης και εικονικού φαρμάκου για τη μείωση του πόνου. Μια άλλη μελέτη έδειξε ότι η CBD δεν ήταν αποτελεσματική ως φάρμακο για τον πόνο της οστεοαρθρίτιδας, ακόμη και σε υψηλές δόσεις.

Βιοδιαθεσιμότητα και καθαρότητα

Μια ιδιομορφία των κανναβινοειδών είναι ότι η άριστη δοσολογία μπορεί να διαφέρει σημαντικά σε κάθε άνθρωπο και άρα η θεραπεία πρέπει να είναι εξατομικευμένη. Συστήνεται η χορήγηση να ξεκινά με χαμηλή δοσολογία και να αυξάνεται αργά ώστε κάθε άνθρωπος να υπολογίσει την ιδανική για αυτόν. Σε περίπτωση που ένα άτομο υπερβεί την ιδανική δοσολογία, η αποτελεσματικότητα θα μειωθεί, συνεπώς συστήνεται η διατήρηση ημερολογίου για την εύρεση της σωστής δοσολογίας και εφόσον υπολογιστεί, να λαμβάνεται καθημερινή λήψη. 

Η CBD πωλείται ως έλαιο ή εγχύεται σε τρόφιμα και ποτά, και κυκλοφορεί ως θεραπεία για ορισμένες καταστάσεις, όπως το άγχος, ο πόνος και η σκλήρυνση κατά πλάκας. Αλλά υπάρχει ένα μεγάλο μειονέκτημα με τα προϊόντα που πωλούνται: η βιοδιαθεσιμότητα, η οποία είναι η αναλογία ενός φαρμάκου που χρησιμοποιείται πραγματικά από το σώμα. Μόλις καταναλωθεί το δραστικό συστατικό ενός προϊόντος CBD, μόνο μια μικρή ποσότητα -χαμηλή όσο το 6%- εισέρχεται στην κυκλοφορία και γίνεται διαθέσιμη στον εγκέφαλο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ληφθούν σημαντικές ποσότητες CBD για να υπάρχει αποτέλεσμα.

Ένα πρόβλημα με τα προϊόντα CBD που κυκλοφορούν στην αγορά είναι ότι μπορεί να περιέχουν συστατικά που δεν αναγράφονται στην ετικέτα. Τα περισσότερα δεν ελέγχονται από τις ρυθμιστικές αρχές, επομένως κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί την καθαρότητά τους. Μια μελέτη που αφορούσε σε προϊόντα CBD διαπίστωσε ότι το 25% περιείχε λιγότερη ποσότητα από ό,τι αναγραφόταν στην ετικέτα και μερικά περιείχαν επίσης THC.

Δείτε επίσης