Παχυσαρκία: Πώς επιδρά το περιβάλλον στα γονίδια;

Σημαντική αύξηση του σωματικού βάρους καταγράφεται από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα και οι ερευνητές αναζητούν τις αιτίες. Η παχυσαρκία έχει σχεδόν τριπλασιαστεί παγκοσμίως από το 1975, αλλά η προέλευση της “επιδημίας” εξακολουθεί να είναι ασαφής. Προηγούμενες μελέτες έχουν προτείνει μια αλληλεπίδραση μεταξύ των γονιδίων και του περιβάλλοντος, αλλά περιορίζονται από μια στενή ηλικία.

Τα άτομα με γενετική προδιάθεση για παχυσαρκία διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο παραπανίσιου βάρους καθώς τα γονίδιά τους αλληλεπιδρούν με ένα ολοένα και περισσότερο «παχυσαρκογενές» περιβάλλον στο οποίο υπάρξουν πολλές εύγευστες τροφές.

Το αποτέλεσμα είναι ένας υψηλότερος δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) τις τελευταίες δεκαετίες, σύμφωνα με νορβηγική μελέτη που δημοσίευσε στο British Medical Journal.

Η μελέτη έδειξε ότι ο ΔΜΣ έχει αυξηθεί όχι μόνο για τους έχοντες γενετική προδιάθεση αλλά και για τους μη έχοντες -από τη δεκαετία του 1960- υπονοώντας ότι το περιβάλλον παραμένει ο κύριος παράγοντας στην επιδημία της παχυσαρκίας.

Το πώς η επίδραση της γενετικής προδιάθεσης στην παχυσαρκία διαφέρει καθώς τα περιβάλλοντα γίνονται όλο και πιο παχυσαρκογενή είναι άγνωστο. Έτσι οι ερευνητές στη Νορβηγία έθεσαν ως στόχο να μελετήσουν τις αλλαγές στον ΔΜΣ σε πέντε δεκαετίες και να αξιολογήσουν την επίδραση του περιβάλλοντος στον ΔΜΣ ανάλογα με τη γενετική προδιάθεση.

Τα συμπεράσματα βασίζονται σε δεδομένα από 118.959 άτομα ηλικίας 13-80 ετών στη Nord-Trøndelag Health Study κατά την οποία υπήρξαν επαναλαμβανόμενες μετρήσεις ύψους και βάρους μεταξύ 1963 και 2008. Από αυτούς, 67.305 συμπεριλήφθηκαν στις αναλύσεις της συσχέτισης μεταξύ γενετικής προδιάθεσης και ΔΜΣ.

Μετά τη συνεκτίμηση των πιθανών επιρροών, τα στοιχεία δείχνουν μια αξιοσημείωτη αύξηση του ΔΜΣ στη Νορβηγία ξεκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Επιπλέον, όσοι γεννήθηκαν μετά το 1970 είχαν σημαντικά υψηλότερο ΔΜΣ σε νεαρή ηλικία.

Όταν οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε πέντε ίσες ομάδες (το ανώτατο πέμπτο ήταν το πιο γενετικά ευαίσθητο σε υψηλότερο ΔΜΣ και το κατώτατο πέμπτο ήταν το λιγότερο), ο ΔΜΣ διέφερε σημαντικά μεταξύ του υψηλότερου και του κατώτερου πέμπτου για όλες τις ηλικίες, κάθε δεκαετία. Η διαφορά αυτή αυξήθηκε σταδιακά από τη δεκαετία του 1960 έως τη δεκαετία του 2000.

Για παράδειγμα, για τους άνδρες των 35 ετών με προδιάθεση υπήρχε 1,2 υψηλότερος ΔΜΣ από εκείνους χωρίς προδιάθεση στη δεκαετία του 1960, ενώ η διαφορά ήταν 2,09 στη δεκαετία του 2000. Για γυναίκες της ίδιας ηλικίας, οι αντίστοιχοι ΔΜΣ ήταν 1,77 και 2,58. Η διαφορά του ΔΜΣ κατά 0,89 και 0,81 για άνδρες και γυναίκες, αντίστοιχα, θα μπορούσε να αποδοθεί στην αλληλεπίδραση γονιδίων-περιβάλλοντος, είπαν οι ερευνητές.

Η μελέτη δείχνει ότι η γενετική προδιάθεση αλληλεπιδρά με το παχυσαρκογενές περιβάλλον και αυτό οδήγησε σε υψηλότερο ΔΜΣ τις τελευταίες δεκαετίες.

Η μεγαλύτερη κατανόηση της διακύμανσης μεταξύ των ανθρώπων είναι βασική, λένε οι Αμερικανοί ερευνητές σε ένα συνημμένο άρθρο. Για παράδειγμα, ο ΔΜΣ φαίνεται να ποικίλλει μεταξύ των πληθυσμιακών ομάδων μέσα σε ένα δεδομένο πληθυσμό με την πάροδο του χρόνου και οι περισσότερες από αυτές τις μεταβολές παραμένουν ανεξήγητες. Είναι απαραίτητο να εξεταστεί τόσο ο μέσος ΔΜΣ όσο και η διακύμανσή του.

Δείτε επίσης