Μονοκλωνική γαμμαπάθεια αδιευκρίνιστης σημασίας

Οι πλασματοκυτταρικές δυσκρασίες είναι μια ομάδα νοσημάτων που χαρακτηρίζονται από τη δυσλειτουργία των πλασματοκυττάρων, μιας υποομάδας ώριμων Β-λεμφοκυττάρων που παράγει ειδικές πρωτεΐνες που αποτελούν τα αντισώματα του οργανισμού. Εχουμε έτσι παρουσία παραπρωτεΐνης αλλιώς μονοκλωνικής ανοσοσφαιρίνης οποία εμφανίζεται στην περιοχή των γ-σφαιρινών στην ηλεκτροφόρηση ορού οπότε καιτο όνομα μονοκλωνική γαμμαπάθεια. Η μονοκλωνική γαμμαπάθεια αδιευκρίνιστης σημασίας (MGUS: monoclonal gammopathy of undetermined significance¨μονοκλωνική γαμμαπάθεια απροσδιόριστου δυναμικού) αποτελεί τη συχνότερη πλασματοκυτταρική δυσκρασία και ορίζεται από την παρουσία μονοκλωνικής παραπρωτεΐνης η οποία δεν σχετίζεται με κάποιο κλινικό σύμπτωμα και δεν χρήζει θεραπείας.

Γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες εμπλέκονται στην παθογένεια της νόσου, όμως δεν έχουν καθοριστεί ακόμα οι ακριβείς μηχανισμοί. Η συχνότητα της ΜΓΑΣ αυξάνεται με την ηλικία (περίπου 3,2% των ανθρώπων άνω των 50 ετών και 7,5% άνω των 85) και είναι συχνότερη στους άνδρες, στη μαύρη φυλή και σε ασθενείς με χρόνια φλεγμονώδη αυτοάνοσα νοσήματα.

Είναιπολύ σημαντικό η διαγνωστική προσέγγιση των ασθενών με MGUS να είναι ολοκληρωμένη, καθώς με βάση το προφίλ στη διάγνωση καθορίζεται και η πρόγνωση της νόσου. Υπολογίζεται ότι η παρουσία ΜΓΑΣ σχετίζεται με 1% πιθανότητα ανά έτος ανά ασθενή να εμφανίσει πολλαπλό μυέλωμα, μακροσφαιριναιμία του Waldenstrom, AL αμυλοείδωση ή άλλο λεμφοϋπερπλαστικό νόσημα. Υπάρχουν εργαλεία πρόβλεψης κινδύνου εξέλιξης σε συμπτωματικό μυέλωμα, όπως το PANGEA σκορ το οποίο περιλαμβάνει βιοδείκτες και αξιολογεί και τη διακύμανσή τους μέσα στο διάστημα παρακολούθησης των ασθενών. Ετσι είναι σημαντικό οι ασθενείς με MGUS να παρακολουθούνται επαρκώς και συστηματικά.

Με βάση δεδομένα που έχουν προκύψει τα τελευταία έτη φαίνεται πως η μονοκλωνική παραπρωτεΐνη έχει μοναδικές φυσικοχημικές και ανοσολογικές ιδιότητες και ακόμα και σε χαμηλά επίπεδα, με τη διάγνωση να εμπίπτει στην κατηγορία του MGUS, μπορεί να σχετίζονται με μια σειρά από κλινικά σημαντικά συμπτώματα. Ορίζεται έτσι η μονοκλωνική γαμμαπάθεια κλινικής σημασίας, που περιλαμβάνει μια ομάδα νοσημάτων όπου έχουμε χαμηλά ποσοστά κλωνικών πλασματοκυττάρων Β-λεμφοκυττάρων, μονοκλωνική παραπρωτεΐνη και βλάβη οργάνου. Το όργανο μπορεί να είναι το νεφρό, το δέρμα,τοπεριφερικό νευρικό σύστημα, το ενδοθήλιο κ.ά. Οι ασθενείς αυτοί χρήζουν θεραπείαςπου στοχεύει στην εξάλειψη του κλώνου. Συμπερασματικά, οι ασθενείς με MGUS πρέπει να παραπέμπονται σε εξειδικευμένα κέντρα αναφοράς για να διασφαλίζεται η ολοκληρωμένη προσέγγιση στη διάγνωση και την παρακολούθησή τους.

Πόσο συχνή είναι;

Με ευαίσθητες τεχνικές ανίχνευσης, πάνω από 10% των ατόμων άνω των 50 ετών είχαν μονοκλωνική γαμμαπάθεια αδιευκρίνιστης σημασίας, έδειξε μια σχετικά πρόσφατη μελέτη,

Ο επιπολασμός της μονοκλωνικής γαμμοπάθειας αδιευκρίνιστης σημασίας έχει εξεταστεί σε μεγάλο βαθμό σε λευκούς πληθυσμούς ευρωπαϊκής καταγωγής. Σε αυτή τη μελέτη, οι ερευνητές εξέτασαν τον επιπολασμό της ΜΓΑΣ σε πληθυσμούς δυνητικά υψηλότερου κινδύνου χρησιμοποιώντας φασματομετρία μάζας, μια εξαιρετικά ευαίσθητη τεχνική ανίχνευσης.

Ο πληθυσμός της μελέτης των 7.600 ατόμων προήλθε από μια μελέτη προσυμπτωματικού ελέγχου των ΗΠΑ (PROMISE) και τη Mass General Brigham Biobank. Το ένα τρίτο των συμμετεχόντων αυτοπροσδιορίστηκαν ως μαύροι και περίπου οι μισοί είχαν οικογενειακό ιστορικό αιματολογικής κακοήθειας. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες ήταν μεταξύ 30 και 70 ετών. Τα ευρήματα ταξινομήθηκαν ως MGUS (συγκέντρωση μονοκλωνικής πρωτεΐνης ορού ≥0,2 g/L) ή MGIP (Monoclonal Gammopathy of Indeterminate Potential: μονοκλωνική γαμμαπάθεια απροσδιόριστου δυναμικού), συγκέντρωση 0,015–0,2 g/L).

Τα ευρήματα ήταν τα εξής:

Ο επιπολασμός οποιασδήποτε μονοκλωνικής γαμμαπάθειας, που ανιχνεύτηκε με φασματομετρία μάζας, αυξάνεται ανάλογα με την ηλικία.

Μεταξύ των ατόμων ηλικίας άνω των 50 ετών, ο επιπολασμός της MGUS ήταν 17% στους μαύρους, 13% στους μη μαύρους με οικογενειακό ιστορικό αιματολογικής κακοήθειας και 10% μεταξύ εκείνων που δεν είχαν κανένα από τα δύο χαρακτηριστικά υψηλού κινδύνου. Αντίθετα, ο επιπολασμός της MGIP ήταν περίπου 30% και στις τρεις ομάδες κινδύνου.

Οι περισσότερες περιπτώσεις MGUS ήταν IgG, ενώ οι περισσότερες περιπτώσεις MGIP ήταν IgM. Κατά τη διάμεση παρακολούθηση 5 ετών, η MGUSσυσχετίστηκε με την ανάπτυξη αιματολογικής κακοήθειαςλεμφοειδούς τύπου, αλλά το MGIP όχι.

Διαπιστώνουμε ότι με ευαίσθητες μεθόδους ανίχνευσης, οι μονοκλωνικές γαμμαπάθειες είναι πιο συχνές από ό,τι έχουν αναφερθεί προηγουμένως, είπαν οι ερευνητές. Ορισμένες ομάδες κινδύνου έχουν επιπολασμό κάπως υψηλότερο από το μέσο όρο. Οι περιπτώσεις που ταξινομούνται εδώ ως MGIP είναι κάτω από το όριο ανίχνευσης για συμβατική ηλεκτροφόρηση πρωτεϊνών ορού με ανοσοκαθήλωση, η οποία χρησιμοποιείται από τα περισσότερα εργαστήρια. Οι συγγραφείς προτείνουν ότι ορισμένες από τις μονοκλωνικές πρωτεΐνες σε αυτήν την πρόσφατα χαρακτηρισμένη κατηγορία MGIP είναι παροδικές (δηλ. σχετίζονται με φλεγμονή), ενώ άλλες μπορεί να είναι πρώιμοι πρόδρομοι για ενδεχόμενη MGUS ή αιματολογική κακοήθεια.

Αυτά τα ευρήματα του επιπολασμού της MGIP αυξάνουν σημαντικά τον πληθυσμό που διατρέχει κίνδυνο εξέλιξης σε πλασματοκυτταρικές δυσκρατίες (π.χ. MGUS, μυέλωμα, αμυλοείδωση) και άλλες λεμφοϋπερπλασιαστικές διαταραχές. Επιπλέον, ακόμη και μια πολύ χαμηλής συγκέντρωσης παραπρωτεΐνη μπορεί να οδηγήσει σε περιφερική νευροπάθεια και νεφροπάθειες, όπως η πολλαπλασιαστική σπειραματονεφρίτιδα με μονοκλωνικές εναποθέσεις IgG, όπου η παραπρωτεΐνη μπορεί να μην ανιχνεύεται από τις τρέχουσες δοκιμασίες. Επομένως, πρόσθετες αναλύσεις των MGUS και MGIP θα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον σε άλλους πληθυσμούς σε κίνδυνο και περιβάλλοντα ασθενειών.

Δείτε επίσης