Φυσικά και χημικά αντηλιακά: Ποια είναι η διαφορά τους;

Η έκθεση στον ήλιο είναι η νούμερο ένα αιτία καρκίνου του δέρματος -συμπεριλαμβανομένης της πιο θανατηφόρας μορφής, του μελανώματος. Μπορεί να επιταχύνει τη γήρανση, να προκαλέσει δερματικά εγκαύματα, ερύθημα (δερματική αντίδραση), μέλασμα (κηλίδες από τον ήλιο) και άλλες μορφές υπερμελάγχρωσης -όλα αυτά προκαλούνται από την ηλιακή υπεριώδη ακτινοβολία.

Tόσο το καλοκαίρι όσο και το χειμώνα, είμαστε εκτεθειμένοι σε υπέρυθρη ακτινοβολία, καθώς και σε ακτίνες UVA και UVB (υπεριώδη ακτινοβολία). Η UVB είναι κυρίως υπεύθυνη για το ηλιακό έγκαυμα και βλάβες στο DNA -μπορεί να προκαλέσει καρκίνους του δέρματος ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας έκθεσης. Η UVA συμβάλλει και αυτή σε αυτές τις διαδικασίες αλλά λιγότερο. Ωστόσο, η UVA μπορεί να διεισδύσει βαθύτερα στο δέρμα, γεγονός που μπορεί να βλάψει το κολλαγόνο -μια βασική πρωτεΐνη του δέρματος που το διατηρεί σφριγηλό και ελαστικό. Αυτό μπορεί να κάνει το δέρμα να γεράσει πιο γρήγορα, οδηγώντας σε ρυτίδες, λεπτές γραμμές και αλλαγές στη μελάγχρωση.

Η ποσότητα της ακτινοβολίας UVA και UVB που φθάνει στην επιφάνεια της Γης αλλάζει ανάλογα με τις εποχές και το γεωγραφικό πλάτος. Κοντά στον ισημερινό, η ποσότητα της ακτινοβολίας UVA και UVB καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους παραμένει αρκετά σταθερή, αλλά σε υψηλότερα γεωγραφικά πλάτη, όπως το Λονδίνο, δεν υπάρχει σχεδόν καμία ακτινοβολία UVB τους χειμερινούς μήνες -ενώ υπάρχει κάποια ακτινοβολία UVA.

Τα αντηλιακά έχουν σχεδιαστεί για να μειώνουν την έκθεση τόσο στις ακτίνες UVB όσο και στις ακτίνες UVA -αν και συνήθως είναι πιο αποτελεσματικά στη μείωση της UVB. Θεωρούνται ασφαλή και τείνουν να έχουν λίγες δυσμενείς επιπτώσεις, επομένως δεν χρειάζεται να ανησυχείτε πολύ για τη χρήση ενός αντηλιακού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένα σημεία που πρέπει να λάβετε υπόψη, ειδικά εάν έχετε δερματικές παθήσεις. Για παράδειγμα, ένα αντηλιακό μπορεί να επιδεινώσει την ακμή και να προκαλέσει ερεθισμό και αλλεργικές αντιδράσεις -αν και αυτά είναι σπάνια. Υπάρχουν επίσης αναδυόμενες ανησυχίες από ρυθμιστικούς φορείς σχετικά με την απορρόφηση των φίλτρων UV στο σώμα. Ωστόσο, οι συνέπειες μιας τέτοιας απορρόφησης και οι πιθανές επιπτώσεις στην υγεία δεν είναι καλά καθορισμένες και απαιτούν περισσότερη έρευνα.

Δεν λειτουργούν όμως όλα τα αντηλιακά με τον ίδιο τρόπο. Ίσως έχετε ακούσει για «φυσικά» και «χημικά» αντηλιακά. Ποια είναι η διαφορά και ποιο είναι το κατάλληλο για εσάς;

Πώς ταξινομούνται τα αντηλιακά

Τα αντηλιακά ομαδοποιούνται ανάλογα με τη χρήση των ανόργανων και οργανικών φίλτρων υπεριώδους (UV). Τα χημικά αντηλιακά χρησιμοποιούν οργανικά φίλτρα όπως κινναμωμικά (cinnamates) -χημικά που σχετίζονται με το λάδι κανέλας- και βενζοφαινόνες. Τα φυσικά αντηλιακά (μερικές φορές ονομάζονται μεταλλικά) χρησιμοποιούν ανόργανα φίλτρα όπως το οξείδιο του τιτανίου και του ψευδαργύρου. Αυτά τα φίλτρα αποτρέπουν τις επιπτώσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας στο δέρμα.

Τα οργανικά φίλτρα UV λέγονται χημικά επειδή τα μόρια αλλάζουν για να σταματήσουν την υπεριώδη ακτινοβολία να φτάσει στο δέρμα. Τα ανόργανα φίλτρα είναι γνωστά ως φυσικά φίλτρα, επειδή λειτουργούν μέσω φυσικών μέσων, όπως το μπλοκάρισμα, η διασπορά και η αντανάκλαση της υπεριώδους ακτινοβολίας.

Η αποτελεσματικότητα των φίλτρων στο φυσικό αντηλιακό εξαρτάται από παράγοντες όπως το μέγεθος των σωματιδίων ο τρόπος με τον οποίο αναμειγνύονται στην κρέμα ή τη λοσιόν, την ποσότητα που χρησιμοποιείται και τον δείκτη διάθλασης (η ταχύτητα που το φως διασχίζει μια ουσία) κάθε φίλτρου. Όταν το μέγεθος των σωματιδίων στα φυσικά αντηλιακά είναι μεγάλο, κάνει το φως να ανακλάται και να διασκορπίζεται περισσότερο.

Τα φυσικά αντηλιακά μπορεί να είναι πιο εμφανή στο δέρμα, γεγονός που μπορεί να μειώσει την αισθητική εμφάνιση. Αλλά οι νανοσωματιδιακές μορφές τους (με σωματίδια μικρότερα από 100 νανόμετρα) μπορούν να βελτιώσουν την αισθητική εμφάνιση των κρεμών στο δέρμα και την προστασία από την υπεριώδη ακτινοβολία, επειδή τα σωματίδια σε αυτό το εύρος μεγέθους απορροφούν περισσότερη ακτινοβολία από ό,τι αντανακλούν. Αυτά μερικές φορές χαρακτηρίζονται ως «αόρατα» σκευάσματα ψευδαργύρου ή μετάλλων και θεωρούνται ασφαλή.

Τα χημικά φίλτρα UV λειτουργούν απορροφώντας τις ακτίνες UV υψηλής ενέργειας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα μόρια του φίλτρου να αλληλεπιδρούν με το ηλιακό φως και να αλλάζουν χημικά. Όταν τα μόρια επιστρέφουν στη βασική τους κατάσταση (χαμηλότερης ενέργειας), απελευθερώνουν ενέργεια ως θερμότητα, κατανεμημένη σε όλο το δέρμα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε δυσάρεστες αντιδράσεις για άτομα με ευαισθησία στο δέρμα.

Γενικά, τα φίλτρα UV προορίζονται να παραμένουν στην επιφάνεια της επιδερμίδας για να την προστατεύουν από την υπεριώδη ακτινοβολία. Όταν εισέρχονται στο χόριο (στο στρώμα του συνδετικού ιστού) και στην κυκλοφορία του αίματος, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ευαισθησία του δέρματος και να αυξήσει τον κίνδυνο τοξικότητας. Το προφίλ ασφάλειας των χημικών φίλτρων εξαρτάται από το αν το μικρό μοριακό τους μέγεθος τους επιτρέπει να διεισδύσουν στο δέρμα.

Τα χημικά αντηλιακά, σε σύγκριση με τα φυσικά, προκαλούν περισσότερες παρενέργειες στο δέρμα λόγω χημικών αλλαγών στα μόριά τους. Επιπλέον, ορισμένα χημικά φίλτρα, όπως το διβενζοϋλομεθάνιο τείνουν να διασπώνται μετά την έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία. Αυτά τα υποβαθμισμένα προϊόντα δεν μπορούν πλέον να προστατεύσουν το δέρμα από την υπεριώδη ακτινοβολία και, εάν διεισδύσουν στο δέρμα, μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στα κύτταρα.

Τα φυσικά αντηλιακά είναι λόγω της σταθερότητάς τους -διατηρούν την ακεραιότητα και την αποτελεσματικότητα του προϊόντος όταν εκτίθενται στο ηλιακό φως- πιο κατάλληλα για παιδιά και άτομα με δερματικές αλλεργίες ή ευαίσθητο δέρμα παρόλο που οι παλιές εκδόσεις τους είναι παχιές και κολλώδεις.

Αν και τα συστατικά του αντηλιακού φίλτρου σπάνια μπορούν να προκαλέσουν αληθινή αλλεργική δερματίτιδα, οι ασθενείς με φωτοδερματώσεις (όπου το δέρμα αντιδρά στο φως) και έκζεμα διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο και πρέπει να προσέχουν και να ζητούν συμβουλές. Ο τρόπος για να ελέγξετε εάν θα έχετε αντίδραση σε ένα φυσικό ή χημικό αντηλιακό είναι να το δοκιμάσετε σε μια μικρή περιοχή του δέρματός σας.

Το καλύτερο αντηλιακό για να επιλέξετε είναι αυτό που παρέχει προστασία ευρέος φάσματος, είναι ανθεκτικό στο νερό και τον ιδρώτα, έχει υψηλό δείκτη αντηλιακής προστασίας (SPF), είναι εύκολο να εφαρμοστεί και έχει χαμηλό κίνδυνο αλλεργίας. Ο δείκτης SPF μετρά πόσο γρήγορα καίγεται το δέρμα με και χωρίς το αντηλιακό κάτω από έντονο φως UV. Εάν το δέρμα χρειάζεται 10 λεπτά για να καεί χωρίς αντηλιακό και 300 λεπτά για να καεί με το αντηλιακό, ο δείκτης προστασίας είναι 30 (300 διαιρούμενο με 10).

Μαζί με το μακιγιάζ;

Εκτός από τα «πρωτογενή αντηλιακά», τα οποία είναι αποκλειστικά προϊόντα αντηλιακής προστασίας, ένας παράγοντας αντηλιακής προστασίας (SPF) βρίσκεται επίσης σε πολλά προϊόντα ομορφιάς, όπως foundation, πούδρες και ενυδατικές κρέμες. Αυτά ονομάζονται «δευτερεύοντα αντηλιακά» επειδή έχουν άλλον πρωταρχικό σκοπό από την αντηλιακή προστασία.

Είναι το SPF στο μακιγιάζ ή τις ενυδατικές κρέμες αρκετό για να προστατεύει όλη την ημέρα; Όχι. Ένα SPF 30 αναμεμειγμένο σε foundation δεν θα είναι τόσο αποτελεσματικό όσο ένα κύριο αντηλιακό SPF 30. Επίσης, όταν οι άνθρωποι χρησιμοποιούν μια ενυδατική κρέμα ή μακιγιάζ που περιλαμβάνει SPF, γενικά δεν κάνουν ότι συνήθως κάνουν με τα αντηλιακά: να βάζουν αρκετά πηχτή ποσότητα καλύπτοντας όλες τις εκτεθειμένες στον ήλιο περιοχές και να εφαρμόζουν τακτικά. Σε μια μελέτη, 39 γυναίκες έβαλαν το συνηθισμένο τους μακιγιάζ/ενυδατική κρέμα με SPF και φωτογραφήθηκαν με υπεριώδη ακτινοβολία το πρωί και μετά ξανά το απόγευμα, χωρίς να εφαρμόσουν ξανά. Η φωτογράφηση με υπεριώδη ακτινοβολία επέτρεψε στους ερευνητές να οπτικοποιήσουν πόση προστασία εξακολουθούσαν να παρέχουν αυτά τα προϊόντα. Διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες έχασαν ορισμένες περιοχές του προσώπου με την αρχική εφαρμογή και τα προϊόντα SPF παρείχαν λιγότερη κάλυψη το απόγευμα.

Ένα άλλο θέμα είναι ο τύπος του προϊόντος. Ένα υγρό foundation μπορεί να εφαρμοστεί πιο πυκνά από το μακιγιάζ σε σκόνη, το οποίο γενικά εφαρμόζεται ελαφρά. Οι ειδικοί προτείνουν 2 mg αντηλιακού ανά 2 τετραγωνικά εκατοστά δέρματος. Για το πρόσωπο, τα αυτιά και το λαιμό, αυτό είναι περίπου ένα κουταλάκι του γλυκού (5 mL) αλλά δεν χρησιμοποιείτε τόση πούδρα. Επίσης πρέπει να ξέρετε ότι κατά τη στρώση, οι παράγοντες SPF δεν είναι προσθετικοί. Εάν έχετε αντηλιακό με SPF 30 και μακιγιάζ με SPF 15, αυτό δεν ισούται με SPF 45. Θα λάβετε την προστασία από το υψηλότερο προϊόν -το SPF 30.

Πρέπει να βάζετε αντηλιακό πριν ή μετά το μακιγιάζ; Εξαρτάται από το αν χρησιμοποιείτε χημικό ή φυσικό αντηλιακό. Τα χημικά αντηλιακά απορροφώνται κάπως στο δέρμα για να μπλοκάρουν τις ακτίνες του ήλιου, ενώ τα φυσικά αντηλιακά κάθονται στην επιφάνεια του δέρματος και λειτουργούν ως ασπίδα. Για μέγιστη αντηλιακή προστασία όταν χρησιμοποιείτε χημικά αντηλιακά, εφαρμόστε πρώτα αντηλιακό, μετά ενυδατική κρέμα και μετά μακιγιάζ. Δώστε στο αντηλιακό λίγα λεπτά να στεγνώσει και να βυθιστεί στο δέρμα πριν ξεκινήσετε να βάζετε άλλα προϊόντα. Το χημικό αντηλιακό πρέπει να το εφαρμόζεται 20 λεπτά πριν βγείτε σε εξωτερικούς χώρους.

Τι γίνεται το χειμώνα;

Ενώ είναι λογικό να φοράτε αντηλιακό κάθε μέρα το καλοκαίρι, όταν οι ακτίνες του ήλιου είναι πιο ισχυρές, πολλοί αναρωτιούνται εάν υπάρχει όφελος με το να βάζουν αντηλιακό τους χειμερινούς μήνες. Ενώ η έκθεσή μας στις ακτίνες του ήλιου είναι πιθανώς ελάχιστη, η βλάβη του δέρματος από την έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία συσσωρεύεται με τις δεκαετίες, επομένως οτιδήποτε που μπορεί να γίνει για να μειωθεί η ζημιά με την πάροδο του χρόνου είναι ωφέλιμο.

Ένα μέρος όπου η χρήση του χειμερινού αντηλιακού είναι ιδιαίτερα σημαντική είναι όταν κάνετε σκι ή σνόουμπορντ -ή όταν πρόκειται να μείνετε έξω για μεγάλες χρονικές περιόδους, σε μεγαλύτερα υψόμετρα και ιδιαίτερα σε χιονισμένα βουνά. Τόσο το υψόμετρο όσο και το χιόνι μπορούν να αυξήσουν τις δόσεις της ακτινοβολίας UVA και UVB που λαμβάνετε. Το χιόνι μπορεί να αντανακλά έως και το 80% της υπεριώδους ακτινοβολίας που εκπέμπεται από τον ήλιο -σχεδόν διπλασιάζοντας τις δόσεις που λαμβάνεται. Επίσης, για κάθε αύξηση 1.000 ποδιών υψόμετρο (περίπου 300 μέτρα), υπάρχει 10% αύξηση στην έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι απαραίτητο να προστατεύετε το δέρμα και τα μάτια φορώντας αντηλιακά, ρούχα και γυαλιά ηλίου που εμποδίζουν και τους δύο τύπους ακτίνων UV.

Η βιταμίνη D;

Από την άλλη πλευρά, η έκθεση στον ήλιο έχει οφέλη. Πώς ισορροπούνται οι ζημιές και τα οφέλη; Η υπεριώδης ακτινοβολία οδηγεί στην παραγωγή βιταμίνης D που είναι πολύ σημαντική για τη διατήρηση γερών οστών και έχει πολλά άλλα οφέλη για την υγεία. Αλλά η βιταμίνη D μάλλον δεν είναι η όλη ιστορία. Η ηλιοφάνεια, συμπεριλαμβανομένης της υπεριώδους ακτινοβολίας, πιστεύεται ότι επηρεάζει την υγεία με άλλους τρόπους, όπως η βελτίωση της διάθεσής μας και η μείωση του κινδύνου αυτοάνοσων ασθενειών και λοιμώξεων. Έτσι, για πολλούς, η αποφυγή του ήλιου και η λήψη συμπληρώματος βιταμίνης D μπορεί να μην είναι η καλύτερη προσέγγιση.

Πόσος χρόνος χρειάζεται για να παραχθεί βιταμίνη D; Είναι κάπως περίπλοκο. Ο χρόνος που απαιτείται εξαρτάται από την ποσότητα του δέρματος που εκτίθεται και από την ένταση της ακτινοβολίας UVB. Το καλοκαίρι, όλοι εκτός από εκείνους με βαθιά μελάγχρωση του δέρματος μπορούν να παράγουν αρκετή βιταμίνη D σε μόλις πέντε λεπτά το μεσημέρι, υπό την προϋπόθεση ότι φοράνε σορτς και μπλουζάκι. Το χειμώνα είναι μια διαφορετική ιστορία και μπορεί να χρειαστεί σχεδόν μια ώρα στη μέση της ημέρας.

Tι γίνεται με όσους έχουν πιο σκούρο δέρμα; Τα άτομα με βαθιά μελάγχρωση, καφέ έως μαύρο δέρμα συσσωρεύουν βλάβες στο DNA με πιο αργό ρυθμό. Η μελανίνη, η καφέ χρωστική ουσία στο δέρμα, απορροφά τα φωτόνια UV και η υψηλή περιεκτικότητα σε μελανίνη στους πιο σκούρους τόνους δέρματος παρέχει 60 φορές περισσότερη προστασία σε σχέση με ένα πολύ ανοιχτόχρωμο δέρμα. Ο κίνδυνος ανεπάρκειας βιταμίνης D είναι γι’ αυτούς τους ανθρώπους πολύ υψηλότερος από τον κίνδυνο καρκίνου του δέρματος. Τα άτομα με δέρμα που μαυρίζει εύκολα διατρέχουν ενδιάμεσο κίνδυνο.

Δείτε επίσης