Πως αντιμετωπίζεται η καρδιακή ανεπάρκεια

Γράφει η Αλεξία Σταυράτη*

Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι ένα κλινικό σύνδρομο κατά το οποίο η καρδιά αδυνατεί να εξωθήσει την απαιτούμενη για τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού ποσότητα αίματος, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται συμπτώματα όπως δύσπνοια, εύκολη κόπωση, μειωμένη αντοχή στην άσκηση, οίδημα, νυκτερινός βήχας και αίσθημα παλμών. Επειδή τα συμπτώματα αυτά είναι συνηθισμένα και παρουσιάζονται σε πολλές παθολογικές καταστάσεις, αρκετές φορές είναι δύσκολη η διάκριση μεταξύ της καρδιακής ανεπάρκειας και άλλων παθήσεων. 

Η καρδιακή ανεπάρκεια αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως επιδημία της εποχής μας, με τον αριθμό των ασθενών που πάσχουν από τη νόσο να βαίνει διαρκώς αυξανόμενος και να αναμένεται περαιτέρω αύξηση τα επόμενα χρόνια λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της βελτίωσης στην πρόγνωση άλλων καρδιολογικών και μη παθήσεων που οδηγούν τελικά σε καρδιακή ανεπάρκεια. Αφορά περίπου το 2% του ενήλικου πληθυσμού στις ανεπτυγμένες χώρες, αλλά σε άτομα ηλικίας άνω των 70 ετών αυτό το ποσοστό αυξάνεται σε πάνω από 10%. Παγκοσμίως 26 εκατομμύρια άτομα πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια και πάνω από 37 εκατομμύρια πάσχοντες δεν έχουν ακόμη διαγνωσθεί. Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια έχουν αυξημένα ποσοστά νοσηρότητας και θνητότητας καθώς και ανάγκη για συχνές νοσηλείες. Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την πρόγνωσή τους.

Η διαχείριση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια περιλαμβάνει διαδοχικά βήματα που ξεκινούν από την υποψία ύπαρξης της νόσου, την αρχική διερεύνηση και αντιμετώπιση, την παραπομπή σε καρδιολόγο για την οριστική διάγνωση, την πλήρη διερεύνηση της αιτιολογίας, την επιλογή της βέλτιστης θεραπευτικής στρατηγικής (φαρμακευτική ή/και επεμβατική) και τέλος τη διαχρονική παρακολούθηση. Ένα σημαντικό τμήμα αυτής της διαχείρισης μπορεί να γίνει στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (γενικοί ιατροί ή/και παθολόγοι), ιδιαίτερα σε ότι αφορά  στον εντοπισμό εκείνων που έχουν αυξημένη πιθανότητα να πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια και στην έγκαιρη παραπομπή τους σε Καρδιολόγο ή/και σε εξειδικευμένα κέντρα καρδιακής ανεπάρκειας για την ολοκληρωμένη και βέλτιστη αντιμετώπιση. Στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί αρκετά ιατρεία καρδιακής ανεπάρκειας σε Γενικά Νοσοκομεία σε όλη την επικράτεια.

Οι αιτίες που μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση καρδιακής ανεπάρκειας είναι πολλές, με κυριότερες τη στεφανιαία νόσο, τις βαλβιδοπάθειες, τις αρρυθμίες, την υπέρταση, τον σακχαρώδη διαβήτη και τις μυοκαρδιοπάθειες (κληρονομικές ή από επίκτητους παράγοντες όπως τοξικές ουσίες, αλκοόλ, χημειοθεραπεία).

Η υποψία ύπαρξης καρδιακής ανεπάρκειας τίθεται αρχικά από το ιστορικό και την κλινική εξέταση του ασθενή, ενώ σημαντική βοήθεια μπορεί να δώσει ένας αρχικός εργαστηριακός έλεγχος που περιλαμβάνει τη μέτρηση των επιπέδων των νατριουρητικών πεπτιδίων (μία ιδιαίτερα χρήσιμη εξέταση για τη διάγνωση και παρακολούθηση των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια), την ακτινογραφία θώρακα, το ηλεκτροκαρδιογράφημα και το υπερηχοκαρδιογράφημα. Αν μετά την αρχική διερεύνηση παραμένει πιθανή η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας ο ασθενής παραπέμπεται σε καρδιολόγο για την οριστική διάγνωση, την περαιτέρω διερεύνηση και την επιλογή της θεραπευτικής στρατηγικής.

Μετά την οριστική διάγνωση γίνεται ταξινόμηση με βάση το Κλάσμα Εξώθησης της αριστερής κοιλίας (υπερηχοκαρδιογραφική μέτρηση που αντανακλά την ικανότητα της καρδιάς να συστέλλεται και να εξωθεί αίμα στην περιφέρεια). Υπάρχει πλέον κοινή Παγκόσμια Ταξινόμηση σε τρεις κατηγορίες: με μειωμένο (≤40%), με ήπια μειωμένο (41-49%) και με διατηρημένο Κλάσμα Εξώθησης ( ≥50%). Η θεραπευτική στρατηγική μπορεί να διαφέρει σε κάθε κατηγορία.

Η αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας βασίζεται στην επιλογή της κατάλληλης φαρμακευτικής ή/και επεμβατικής αγωγής σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση τυχόν άλλων παθήσεων που μπορεί να συνυπάρχουν και να επηρεάζουν την εξέλιξη της νόσου (υπέρταση, διαβήτης, νεφρική ανεπάρκεια, αναιμία, παθήσεις θυρεοειδούς κτλ) και την αλλαγή του τρόπου ζωής των ασθενών. Οι στόχοι της θεραπείας είναι η βελτίωση της κλινικής κατάστασης, της λειτουργικής ικανότητας και της ποιότητας ζωής των ασθενών, καθώς επίσης και η μείωση των νοσηλειών και της θνητότητας. 

Όλοι οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, ανεξάρτητα από την κατηγορία στην οποία ανήκουν με βάση το κλάσμα εξώθησης, έχουν ένδειξη αγωγής με μία νέα κατηγορία φαρμάκων, τους αναστολείς του κοινού συμμεταφορέα νατρίου-γλυκόζης (SGLT2i, δαπαγλιφλοζίνη και εμπαγλιφλοζίνη). Οι μελέτες αλλά και τα πρώτα στοιχεία από καταγραφές έχουν δείξει σημαντικό όφελος από αυτά τα φάρμακα τα οποία είναι διαθέσιμα στη χώρα μας και αποζημιώνονται από το ασφαλιστικό σύστημα. Οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια με μειωμένο κλάσμα εξώθησης, και σε ορισμένες περιπτώσεις και εκείνοι με ήπια μειωμένο ή διατηρημένο κλάσμα εξώθησης, έχουν ένδειξη να λάβουν επιπλέον αγωγή με αναστολείς του άξονα ρενίνης-αγγειοτενσίνης, με αναστολείς νεπρυλισίνης, με β-αναστολείς και με ανταγωνιστές της αλδοστερόνης. Επιπλέον υπάρχει η δυνατότητα  εμφυτεύσιμων συσκευών για την αντιμετώπιση των αρρυθμιών και την πρόληψη του αιφνιδίου καρδιακού θανάτου (αμφικοιλιακοί βηματοδότες, απινιδωτές) όταν χρειάζεται. 

Σημαντικός είναι και ο τρόπος ζωής των ασθενών με την υιοθέτηση μίας ισορροπημένης διατροφής, τον περιορισμό της πρόσληψης υγρών, τη διατήρηση ενός υγιούς σωματικού βάρους, την τακτική άσκηση, τη διακοπή του καπνίσματος και τον περιορισμό της πρόσληψης αλκοόλ. 

Η οριστική διάγνωση και η ολοκληρωμένη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας γίνονται από καρδιολόγο αλλά η συμβολή των γιατρών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στην ανίχνευση των ασθενών με αυξημένη πιθανότητα να πάσχουν από τη νόσο, στην αρχική αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, στη βελτιστοποίηση της φαρμακευτικής αγωγής με βάση τις οδηγίες καρδιολόγου, στον έλεγχο της συμμόρφωσης των ασθενών καθώς και στη διαχρονική παρακολούθηση είναι σημαντική.

*Η Αλεξία Σταυράτη είναι Πρόεδρος Ομάδας Εργασίας Καρδιακής Ανεπάρκειας της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, Διευθύντρια, Υπεύθυνη Μονάδας Καρδιακής Ανεπάρκειας Καρδιολογικού Τμήματος Νοσοκ. «Γ. Παπανικολάου» Θεσσαλονίκης.

Δείτε επίσης