Η ανεπάρκεια σιδήρου στην εγκυμοσύνη

Η σιδηροπενία (έλλειψη σιδήρου) είναι η πιο συχνή διατροφική ανεπάρκεια στην εγκυμοσύνη και συχνά οδηγεί σε σιδηροπενική αναιμία η οποία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών στη μητέρα, όπως πρόωρο τοκετό, καισαρική τομή, αιμορραγία μετά τον τοκετό, και θνησιμότητα, καθώς και επιπλοκές στο έμβρυο, όπως χαμηλό βάρος γέννησης και καθυστέρηση της ανάπτυξης. 

Η Ομάδα Εργασίας για την Πρόληψη των ΗΠΑ (USPSTF) εξέτασε τα στοιχεία σχετικά με τα οφέλη και τους κινδύνους του ελέγχου και της αποκατάστασης σιδήρου σε ασυμπτωματικές έγκυες γυναίκες, με ή χωρίς αναιμία, για να επικαιροποιήσει τις προηγούμενες συστάσεις της που δημοσιεύθηκαν πριν από σχεδόν μια δεκαετία. Οι συστάσεις αυτές δημοσιεύθηκαν προσφάτως στο έγκριτο περιοδικό Journal of the American Medical Association (JAMA). 

Μετά από ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και των διαθέσιμων δεδομένων, δεν βρέθηκαν επαρκή στοιχεία που να υποστηρίζουν ότι ο προληπτικός έλεγχος και η αποκατάσταση σιδήρου στις ασυμπτωματικές (χωρίς αναιμία) γυναίκες κατά την εγκυμοσύνη βελτιώνει την υγεία της μητέρας και του νεογνού.

Επιπλέον, διαπίστωσαν ανεπαρκή στοιχεία για να καθορίσουν την ισορροπία των οφελών και των κινδύνων της τακτικής αποκατάστασης σιδήρου όσον αφορά την πρόληψη ανεπιθύμητων επιπλοκών στην υγεία της μητέρας και του νεογνού. Προκύπτει έτσι ένα σημαντικό κενό στα δεδομένα που είναι διαθέσιμα, καθώς η USPSTF, δεν κατάφερε να βρει επαρκείς μελέτες για να απαντήσει σε 4 από τα 5 βασικά ερωτήματα που είχε θέσει, αναδεικνύοντας ένα σημαντικό κενό στη γνώση.

Η απουσία των στοιχείων δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως αρνητική συσχέτιση, αλλά υπογραμμίζει την ανάγκη για περαιτέρω μελέτες. Ένας από τους λόγους που προκύπτει η έλλειψη των δεδομένων είναι η απουσία συμφωνίας στην επιστημονική κοινότητα όσον αφορά την εφαρμογή του προσυμπτωματικού ελέγχου.

Επίσης, αν και γνωρίζουμε ότι η φερριτίνη ορού, ένας δείκτης των αποθεμάτων σιδήρου στο σώμα, έχει την υψηλότερη ευαισθησία και ειδικότητα για τη διάγνωση της ανεπάρκειας σιδήρου στην εγκυμοσύνη, δεν έχουν καθοριστεί σταθερά διαγνωστικά όρια που να αποτελούν ένδειξη για την χορήγηση αποκατάστασης σιδήρου.

Προκύπτει λοιπόν ότι τα δεδομένα για τη διαχείριση της ανεπάρκειας σιδήρου στην εγκυμοσύνη είναι επειγόντως απαραίτητα, και η έλλειψή τους μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση των ανισοτήτων στην υγεία λόγω έλλειψης σύστασης για έλεγχο ή αποκατάστασης σιδήρου σε περίπτωση ανεπαρκών στοιχείων. Τέλος τα σκευάσματα σιδήρου από το στόμα είναι μια καλά εδραιωμένη ασφαλής και αποτελεσματική θεραπεία για την ανεπάρκεια σιδήρου και τη σιδηροπενική αναιμία.

Είναι πιθανό όμως ότι οι δόσεις που χορηγήθηκαν στις περισσότερες από τις διαθέσιμες μελέτες να ήταν ανεπαρκείς για επαρκή πλήρωση των αποθηκών σιδήρου και τελικά να έχουν οδηγήσει στην έλλειψη οφέλους που παρατηρήθηκε. Μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να αξιολογήσουν τα αποτελέσματα της αποκατάστασης σιδήρου σε τρεις διακριτές ομάδες: συμμετέχοντες που έχουν επαρκή επίπεδα σιδήρου, συμμετέχοντες με ανεπάρκεια σιδήρου χωρίς αναιμία, και συμμετέχοντες με σιδηροπενική αναιμία.

Καθώς τα ποσοστά ανεπάρκειας σιδήρου κατά την εγκυμοσύνη αυξάνονται, ενδέχεται να αυξηθεί και η νοσηρότητα κατά την εγκυμοσύνη. Λόγω των σημαντικών επιπτώσεων στη δημόσια υγεία, είναι επίσης κρίσιμο να διεξαχθούν επιπλέον μελέτες για την εξέταση των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων του ελέγχου και της θεραπείας της υποκλινικής ανεπάρκειας σιδήρου.

Δείτε επίσης