Ψωρίαση, μια νόσος με πολλά πρόσωπα

Γράφει η Χαριτωμένη Βαβούλη*

Η ψωρίαση είναι μια συχνή, μη μεταδοτική, αυτοάνοση, φλεγμονώδης δερματοπάθεια που μπορεί να αφορά μέχρι και το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού. Είναι χρόνια, με περιοδικές υφέσεις και εξάρσεις. Η συχνότερη κλινική μορφή της (η οποία αντιστοιχεί στο 80% περίπου των περιστατικών), είναι η ψωρίαση κατά πλάκας, που χαρακτηρίζεται από ροδόχροες πλάκες, καλυπτόμενες από αργυρόχροα λέπια. Οι περιοχές του σώματος που επηρεάζονται συνήθως είναι το τριχωτό της κεφαλής, οι αγκώνες, τα γόνατα και ο κορμός. Μπορεί επίσης να προσβάλλει τα νύχια, να εμφανίζεται στις πτυχές του σώματος, όπως τις μασχάλες, κάτω από το στήθος και στην περιοχή των γεννητικών οργάνων.

Το συχνότερο σύμπτωμα της ψωρίασης είναι ο κνησμός. Η πλειοψηφία των περιπτώσεων ψωρίασης εμφανίζεται πριν από την ηλικία των 40, τις περισσότερες φορές σε ηλικία 20 έως 30 ετών, ενώ παρατηρείται μία ακόμα κορύφωση γύρω από την ηλικία των 50-60 ετών. Η εικόνα της ψωρίασης παρουσιάζει ένα ευρύ φάσμα μορφών και ποικίλλει. Η κλινική διάγνωση είναι συνήθως εύκολη και χαρακτηριστική. Όταν η ψωρίαση μοιάζει με άλλες δερματικές νόσους η βιοψία του δέρματος μπορεί να βοηθήσει σημαντικά.

Η αιτιοπαθογένεια της ψωρίασης, τι δηλαδή την προκαλεί, δεν έχει πλήρως ξεκαθαριστεί, είναι σύνθετη και πολλά μένουν ακόμη να αποσαφηνιστούν. Είναι δυνατό να προκαλείται από πολλούς παράγοντες. Θεωρείται ότι σε άτομα με κληρονομικότητα όταν επιδράσουν παράγοντες του περιβάλλοντος, τροποποιείται η ανοσία και εκδηλώνεται το νόσημα. Εκλυτικοί παράγοντες μπορεί να είναι ένα τραύμα από χειρουργική τομή, ένα έγκαυμα, τα τατουάζ, οι λοιμώξεις π.χ. αναπνευστικού, φάρμακα όπως το λίθιο, ορισμένα αντιυπερτασικά (β-αναστολείς), η ιντερφερόνη, κ.α. Διάφορες ορμονικές μεταβολές που συμβαίνουν για παράδειγμα στις γυναίκες κατά την εμμηνόπαυση, μετά τον τοκετό μπορούν να επηρεάσουν τη νόσο. Ψυχολογικοί παράγοντες όπως το άγχος, το στρες, η συναισθηματική φόρτιση έχουν αρνητική επίδραση. Το αλκοόλ και το κάπνισμα δρουν επίσης επιβαρυντικά. Διάφοροι εποχιακοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο. Οι χειμερινοί μήνες, το υγρό και ψυχρό κλίμα επιδεινώνουν την ψωρίαση. Η ύπαρξη κάποιας γενετικής προδιάθεσης διαπιστώνεται συχνά. Το 1/3 των ασθενών φαίνεται να έχει θετικό οικογενειακό ιστορικό. Όμως, μπορεί κάποιος να εμφανίσει ψωρίαση χωρίς κανένα συγγενή πάσχοντα ή τα παιδιά ενός γονιού με ψωρίαση, να μην εμφανίσουν ποτέ ψωρίαση.

Η ψωρίαση είναι μια νόσος με πολλά πρόσωπα και μπορεί να επηρεάσει αρκετά όργανα. Τα τελευταία χρόνια έχει αναγνωριστεί η συστηματική φύση του νοσήματος. Δεν θεωρείται απλά ένα δερματικό νόσημα, αλλά μία νόσος με υψηλή συννοσηρότητα, λόγω της φλεγμονής. Η ψωριασική νόσος χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη ποικιλία κλινικών εκδηλώσεων και εκτός από το δέρμα, το τριχωτό και τα νύχια, μπορεί να προσβάλλει τις αρθρώσεις, το έντερο, τους οφθαλμούς. Η ψωριασική αρθρίτιδα εμφανίζεται σε ποσοστό έως και 30% των περιπτώσεων. Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης αρτηριακής υπέρτασης, σακχαρώδους διαβήτη, παχυσαρκίας, υπερλιπιδαιμίας και μεταβολικού συνδρόμου, που συνδέονται και με υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων. Μπορεί να συνυπάρχει με τις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου (νόσο Crohn, ελκώδη κολίτιδα). Υπάρχει συσχετισμός με άλλα νοσήματα που αφορούν την νευρολογική και ψυχιατρική σφαίρα όπως η αγχώδης διαταραχή, η ενεργός κατάθλιψη, ο αυτοκτονικός ιδεασμός και ο αλκοολισμός.

Εξατομικευμένη θεραπεία

Η θεραπεία εξατομικεύεται ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς και τις ιδιαίτερες εκδηλώσεις του νοσήματος. Ισχύουν κάποιοι γενικοί κανόνες που εφαρμόζονται στις περισσότερες περιπτώσεις. Όταν η ψωρίαση είναι ήπια και εντοπισμένη σε κάποια σημεία η τοπική θεραπεία αποτελεί τη συχνότερη επιλογή. Η χρήση της φωτοθεραπείας με υπεριώδη ακτινοβολία (UV) που εκπέμπουν ειδικές λάμπες έχει καθιερωθεί ως μια αποτελεσματική επιλογή θεραπείας για κάποιες μορφές πιο εκτεταμένης ψωρίασης. Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄90 έχει χρησιμοποιηθεί και το excimer laser που εκπέμπει μονοχρωματικό φως για τη θεραπεία εντοπισμένων ανθεκτικών βλαβών.

Οι συστηματικές θεραπείες έχουν ένδειξη για τη μέτρια έως και σοβαρή κατά πλάκας ψωρίαση και λαμβάνονται είτε από το στόμα, είτε υποδορίως, είτε ενδοφλεβίως. Η χορήγησή τους απαιτεί εργαστηριακό έλεγχο στα πλαίσια της πρόληψης. Προτού κάποιος υποβληθεί σε συστηματική αγωγή πρέπει να κάνει εργαστηριακές εξετάσεις που θα προτείνει ο δερματολόγος και να τις επαναλαμβάνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Υπάρχουν οι κλασικές θεραπείες, τα λεγόμενα μικρά μόρια και οι νεότερες που αφορούν τους γνωστούς βιολογικούς παράγοντες.

Οι βιολογικοί παράγοντες είναι προϊόντα βιοτεχνολογίας, γενετικής μηχανικής, όπως οι αναστολείς του παράγοντα νέκρωσης όγκων (TNF) και οι αναστολείς ιντερλευκινών (IL). Αυτά τα φάρμακα παρεμβαίνουν σε συγκεκριμένες διαδικασίες της παθογένειας του νοσήματος οι οποίες προκαλούν την αύξηση του ρυθμού πολλαπλασιασμού των κερατινοκυττάρων του δέρματος, τη φλεγμονή, τη διαταραχή της ανοσίας. Το τι φάρμακο θα χορηγηθεί θα το καθορίσει ο ίδιος ο γιατρός έπειτα από εξέταση και αφού λάβει υπόψιν τις συννοσηρότητες, την ψυχολογία του ασθενούς, την ποιότητα ζωής του, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει καθώς επίσης και τις προσδοκίες του από τη θεραπεία.

Πλέον η εξέλιξη της βιοτεχνολογίας φέρνει στην κυκλοφορία όλο και πιο στοχευμένες θεραπείες που συνδυάζουν μέγιστη αποτελεσματικότητα και αποδεκτό προφίλ ασφάλειας. Λόγω των συννοσηροτήτων και της συστηματικής φλεγμονής της ψωριασικής νόσου, υπάρχει η ανάγκη για τέτοιου είδους φάρμακα που επιτυγχάνουν και διατηρούν μακροπρόθεσμα την αποτελεσματικότητα στους περισσότερους ασθενείς και παράλληλα αναστέλλουν την εξέλιξη των συνοδών νοσημάτων όπως π.χ. η ψωριασική αρθρίτιδα. Η εμπειρία μας από τη χορήγησή τους διαρκώς αυξάνεται και εμπλουτίζεται με παρατηρήσεις και δεδομένα από την αντιμετώπιση της ψωρίασης και άλλων αυτοάνοσων νοσημάτων σε παγκόσμια κλίμακα.

Ορισμένοι ταυτίζουν την νόσο της ψωρίασης λανθασμένα με την μεταδοτική λοίμωξη του δέρματος την ψώρα που προκαλείται από ένα παράσιτο. Οι άνθρωποι πολλές φορές αποφεύγουν την επαφή με άτομα που έχουν ορατά σημάδια από ασθένειες. Η κοινωνία εστιάζει στην αψεγάδιαστη ομορφιά και την τέλεια εικόνα, οπότε είναι πιθανόν η εξωτερική εμφάνιση ενός ανθρώπου με ψωρίαση να επιφέρει αντιδράσεις. Το μεγαλύτερο πρόβλημα των ασθενών είναι ότι η νόσος επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα, τόσο της δικής τους ζωής, όσο και των συγγενών τους. Μπορεί να δυσκολεύονται στις κοινωνικές, προσωπικές, εργασιακές και σεξουαλικές τους σχέσεις.

Κάπου μέσα σε αυτόν τον βομβαρδισμό των μη ρεαλιστικών προτύπων ομορφιάς, στις τέλειες εικόνες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τα κοινωνικά στερεότυπα, η ανάγκη να αποδεχτούμε το αληθινό, το αφιλτράριστο γίνεται ολοένα και πιο σημαντική και επιτακτική. Η εμπεριστατωμένη ενημέρωση, η εκπαίδευση, η ψυχολογική υποστήριξη του ατόμου με ψωρίαση, της οικογένειας, η συμμετοχή σε ομάδες υποστήριξης ασθενών είναι μερικά πράγματα που μπορούν να γίνουν για την πρόληψη ή τη μείωση τέτοιων προκαταλήψεων. Η φαρμακευτική θεραπεία της ψωρίασης οδηγεί στην βελτίωση των ψυχολογικών επιπτώσεων, αλλά μπορεί να απαιτείται παράλληλα η συνεργασία δερματολόγου και επαγγελματιών ψυχικής υγείας. Χρειάζεται επίσης αύξηση της ευαισθητοποίησης του κοινού στις έννοιες και τις αξίες της ισότητας καθώς και της ανοχής, του σεβασμού του διαφορετικού. Να μάθουμε να λειτουργούμε με ενσυναίσθηση.

*Η κα Βαβούλη είναι Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος, Eπιμελήτρια Α’, Α΄ Κλινική Αφροδισίων και Δερματικών Νόσων Ιατρικής Σχολής Ε.Κ.Π.Α., Νοσοκομείο Αφροδισίων & Δερματικών Νόσων «Ανδρέας Συγγρός».

Δείτε επίσης