Έρευνες εδώ και χρόνια έχουν δείξει ότι η διαλειμματική νηστεία έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει την υγεία μας και να μειώσει την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου. Η διαλείπουσα νηστεία έχει κερδίσει μεγάλη προσοχή τα τελευταία χρόνια για τα πιθανά οφέλη της για την υγεία. Η νηστεία επηρεάζει το μεταβολισμό, με τον οποίο το σώμα σας επεξεργάζεται την τροφή και την ενέργεια. Μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο το σώμα απορροφά θρεπτικά συστατικά από τα τρόφιμα και καίει ενέργεια από τη ζάχαρη και το λίπος.
Διαλειμματική νηστεία σημαίνει εναλλαγή μεταξύ ωρών φαγητού και μη φαγητού. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές δίαιτες που εστιάζουν στο τι πρέπει να φάτε, αυτή η προσέγγιση εστιάζει στο πότε πρέπει να φάτε. Υπάρχουν πολλά προγράμματα διαλείπουσας νηστείας. Το πρόγραμμα 16/8 σημαίνει ότι τρώτε μόνο μέσα σε ένα “παράθυρο” οκτώ ωρών και μετά νηστεύετε για τις υπόλοιπες 16 ώρες. Μια άλλη δημοφιλής επιλογή είναι η δίαιτα 5:2, όπου τρώτε κανονικά για πέντε ημέρες και περιορίζετε τις θερμίδες για δύο ημέρες.
Ο περιορισμός της κατανάλωσης φαγητού μέσα σε ένα διάστημα οκτώ ωρών, μείωσε τον κίνδυνο ανάπτυξης και μετάστασης του καρκίνου του μαστού σε μοντέλα ποντικιών, έχουν αναφέρει ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο. Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Nature Communications, δείχνουν ότι η χρονικά περιορισμένη σίτιση βελτίωσε τη μεταβολική υγεία σε ποντίκια με καρκίνο του μαστού εξαιτίας της παχυσαρκίας τους.
«Προηγούμενη έρευνα έχει δείξει ότι η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο διαφόρων καρκίνων επηρεάζοντας αρνητικά τον τρόπο με τον οποίο το σώμα αντιδρά στα επίπεδα της ινσουλίνης και στους μεταβαλλόμενους κιρκάδιους ρυθμούς», δήλωσε ο ανώτερος συγγραφέας Nicholas Webster, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή UC San Diego. «Καταφέραμε να αυξήσουμε την ευαισθησία στην ινσουλίνη, να μειώσουμε την υπερινσουλιναιμία, να αποκαταστήσουμε τους κιρκάδιους ρυθμούς και να μειώσουμε την ανάπτυξη των όγκων τροποποιώντας απλώς το πότε και για πόσο καιρό τα ποντίκια είχαν πρόσβαση στην τροφή τους».
Ο καρκίνος του μαστού είναι ο δεύτερος πιο κοινός καρκίνος στις γυναίκες στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά από τον καρκίνο του δέρματος. Μία στις οκτώ γυναίκες θα αναπτύξει καρκίνο του μαστού. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μοντέλα θηλυκών ποντικών που μιμούνται καταστάσεις εμμηνόπαυσης για να διερευνήσουν εάν η χρονικά περιορισμένη σίτιση παχύσαρκων ποντικών θα επηρέαζε την ανάπτυξη των καρκινικών όγκων και θα μείωνε τη μετάσταση του καρκίνου του μαστού στους πνεύμονες. Συγκρίθηκαν τρεις ομάδες ποντικιών. Μια ομάδα είχε 24ωρη πρόσβαση σε φαγητό, μια δεύτερη είχε πρόσβαση σε τρόφιμα για οκτώ ώρες -τη νύχτα, όταν τα ποντίκια είναι δραστήρια- και μια τρίτη ομάδα είχε απεριόριστη διατροφή χαμηλών λιπαρών.
Τόσο η παχυσαρκία όσο και η εμμηνόπαυση μπορούν να διαταράξουν τους κιρκάδιους ρυθμούς, οι οποίοι με τη σειρά τους μπορούν να οδηγήσουν σε αντίσταση στην ινσουλίνη, προδιαθέτοντας σε χρόνιες ασθένειες όπως είναι ο καρκίνος.
Τα δεδομένα έδειξαν ότι τα αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης σε παχύσαρκους ποντικούς οδηγούν σε επιταχυνόμενη ανάπτυξη των καρκινικών όγκου. Η αύξηση των επιπέδων ινσουλίνης επιτάχυνε την ανάπτυξη των όγκων, ενώ η μείωση των επιπέδων ινσουλίνης θα μπορούσε να μιμηθεί την επίδραση της χρονικά περιορισμένης σίτισης. Η αντικαρκινική επίδραση του χρονικού περιορισμού της διατροφής οφείλεται στη βελτίωση της μεταβολικής υγείας και στη μείωση των επιπέδων ινσουλίνης, είπαν οι ερευνητές.
Η χρονικά περιορισμένη διατροφή έχει θετική επίδραση στο μεταβολισμό και δεν προκαλεί την πείνα και την ευερεθιστότητα που σχετίζονται με τη μακροχρόνια νηστεία ή τον περιορισμό των θερμίδων. Μέσω των ευεργετικών μεταβολικών αποτελεσμάτων της, η χρονικά περιορισμένη κατανάλωση τροφής μπορεί να προσφέρει μια εύχρηστη και αποτελεσματική στρατηγική για την πρόληψη και την αναστολή του καρκίνου του μαστού χωρίς να απαιτείται αλλαγή στη διατροφή ή τη σωματική δραστηριότητα.
Η αύξηση του κινδύνου του καρκίνου του μαστού είναι ιδιαίτερα υψηλή σε γυναίκες που είναι υπέρβαρες και έχουν περάσει στην εμμηνόπαυση. Για το λόγο αυτό, οι γιατροί συμβουλεύουν τις γυναίκες να υιοθετήσουν στρατηγικές απώλειας βάρους για την πρόληψη της ανάπτυξης των καρκινικών όγκων. Τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι ένα άτομο μπορεί να επωφεληθεί από το απλό χρονοδιάγραμμα των γευμάτων για να αποτρέψει τον καρκίνο του μαστού παρά να αλλάξει αυτό που τρώει.
Το μειονέκτημα
Μια άλλη μελέτη ωστόσο, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature, διαπίστωσε πως όταν τα ποντίκια έφαγαν ξανά μετά τη νηστεία, τα βλαστοκύτταρα του εντέρου τους, τα οποία βοηθούν στην επιδιόρθωση του εντέρου, έγιναν πιο ενεργά. Τα βλαστοκύτταρα ήταν καλύτερα στην αναγέννηση σε σύγκριση με εκείνα των ποντικών που είτε ήταν εντελώς νηστικά είτε έτρωγαν κανονικά. Αυτό υποδηλώνει ότι το σώμα μπορεί να θεραπεύεται καλύτερα όταν τρώει μετά τη νηστεία. Ωστόσο, αυτό μπορεί να έχει και ένα μειονέκτημα. Εάν υπάρχουν γενετικές μεταλλάξεις, η έκρηξη της αναγέννησης που βασίζεται στα βλαστοκύτταρα μετά το φαγητό μπορεί να διευκολύνει ξανά την ανάπτυξη του καρκίνου.
Οι πολυαμίνες -μικρά μόρια σημαντικά για την ανάπτυξη των κυττάρων- οδηγούν αυτή την αναγέννηση μετά την επανασίτιση. Αυτές οι πολυαμίνες μπορούν να παράγονται από το σώμα, να επηρεάζονται από τη διατροφή ή να προέρχονται από βακτήρια του εντέρου. Τα ευρήματα αυτής της μελέτης υποδεικνύουν ότι ενώ η νηστεία και η επανασίτιση μπορούν να βελτιώσουν τη λειτουργία και την αναγέννηση των βλαστοκυττάρων, μπορεί να υπάρξει αντιστάθμιση με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου, ειδικά εάν οι κύκλοι νηστείας και επανασίτισης επαναλαμβάνονται με την πάροδο του χρόνου.
Αν και αυτό έχει φανεί σε ποντίκια, η σχέση μεταξύ της διαλειμματικής νηστείας και του κινδύνου καρκίνου στους ανθρώπους είναι πιο περίπλοκη και δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητή. Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι η διαλείπουσα νηστεία μπορεί να βοηθήσει στην απώλεια βάρους, να βελτιώσει την αρτηριακή πίεση και τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και στη συνέχεια να μειώσει τον κίνδυνο διαβήτη και καρδιακών παθήσεων.
Έρευνες σε ανθρώπους δείχνουν ότι μπορεί να μειώσει το σωματικό βάρος, να βελτιώσει τη μεταβολική υγεία, να μειώσει τη φλεγμονή και να ενισχύσει τις διαδικασίες κυτταρικής επιδιόρθωσης, οι οποίες αφαιρούν κατεστραμμένα κύτταρα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να γίνουν καρκινικά. Ωστόσο, άλλες μελέτες προειδοποιούν ότι τα οφέλη της διαλείπουσας νηστείας είναι τα ίδια με αυτά που μπορούν να επιτευχθούν μέσω του περιορισμού των θερμίδων και ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου στους ανθρώπους.
Τι συμβαίνει σε άτομα με καρκίνο;
Σε μελέτες ατόμων που πάσχουν από καρκίνο, η νηστεία έχει αναφερθεί ότι προστατεύει από τις παρενέργειες της χημειοθεραπείας και βελτιώνει την αποτελεσματικότητα των θεραπειών για τον καρκίνο, ενώ μειώνει τη βλάβη στα υγιή κύτταρα. Η παρατεταμένη νηστεία σε ορισμένους ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο έχει αποδειχθεί ότι είναι ασφαλής και μπορεί ενδεχομένως να είναι σε θέση να μειώσει την ανάπτυξη του όγκου.
Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι ειδικοί συμβουλεύουν προσοχή. Μελέτες σε ποντίκια δείχνουν ότι η διαλείπουσα νηστεία θα μπορούσε να αποδυναμώσει το ανοσοποιητικό σύστημα και να κάνει το σώμα λιγότερο ικανό να καταπολεμήσει τις λοιμώξεις, οδηγώντας δυνητικά σε χειρότερα αποτελέσματα για την υγεία σε άτομα που δεν είναι καλά. Πάντως, δεν υπάρχουν προς το παρόν στοιχεία ότι η νηστεία αυξάνει τον κίνδυνο βακτηριακών λοιμώξεων στους ανθρώπους.
Η τρέχουσα άποψη για τη διαλειμματική νηστεία είναι ότι μπορεί να είναι ευεργετική, αλλά οι ειδικοί συμφωνούν ότι χρειάζεται περισσότερη έρευνα. Δεν κατανοούμε πλήρως τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, ειδικά όταν πρόκειται για τον κίνδυνο καρκίνου και άλλα ζητήματα που σχετίζονται με το ανοσοποιητικό.
Δεδομένου ότι υπάρχουν πολλές διαφορετικές μέθοδοι διαλειμματικής νηστείας και οι άνθρωποι αντιδρούν σε αυτές διαφορετικά, είναι δύσκολο να δοθούν συμβουλές που είναι αποτελεσματικές για όλους. Και επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι που συμμετείχαν στις μελέτες ήταν υπέρβαροι ή είχαν διαβήτη ή άλλα προβλήματα υγείας, δεν γνωρίζουμε πώς ισχύουν τα αποτελέσματα για τον ευρύτερο πληθυσμό. Για τα υγιή άτομα, η διαλείπουσα νηστεία θεωρείται γενικά ασφαλής αλλά μπορεί να μην είναι κατάλληλη για άτομα με ορισμένες ιατρικές παθήσεις, έγκυες ή θηλάζουσες και άτομα με ιστορικό διατροφικών διαταραχών.