Η δεκαετία του 1920 στην Αμερική και τα τρελοκόριτσα (flappers) της απελευθέρωσης

Η δεκαετία του 1920 ήταν μια αξιοσημείωτη περίοδος στην αμερικανική ιστορία. Μια εποχή αντίφασης με το παρελθόν. Το βιοτικό επίπεδο ανέβαινε τα προηγούμενα χρόνια και οι Αμερικανοί είχαν αρκετά χρήματα. Η μεταποιητική βιομηχανία είχε ανθίσει και η χώρα απολάμβανε ένα είδος ευημερίας που έκανε την Ευρώπη να ζηλεύει. Το έθνος ήταν εν ειρήνη και η ζωή από το 1920 έως το 1930 έγινε ζωντανή και ξέγνοιαστη στις ΗΠΑ.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, χιλιάδες γυναίκες διεξήγαγαν εκστρατείες για να αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου και τώρα ήρθε η ώρα των γυναικών. Οι γυναίκες μεγαλώνουν παιδιά, διατηρούν το σπίτι και παρέχουν συναισθηματική υποστήριξη στους συζύγους τους, ωστόσο, στη δεκαετία του 1920, αυτά φαίνονταν λιγότερο συμβατά για τη «Νέα Γυναίκα» που άρχισε να παρακολουθεί περισσότερο την εμφάνισή της και το στυλ των ρούχων της. Μπορούσε να περνά τα βράδια σε πάρτι και να βλέπει κινηματογραφικές ταινίες. Να παρακολουθεί τις τελευταίες ιστορίες των ηθοποιών του Χόλυγουντ και των άλλων διασημοτήτων. Ήταν η δεκαετία που η ζήτηση για ψυχαγωγία εξερράγη.

O βρυχηθμός

Για πολλούς ανθρώπους ήταν μια περίοδος διασκέδασης και μια νέα αίσθηση προσωπικής ελευθερίας. Όταν τα νεαρά κορίτσια δεν χόρευαν με τις λαϊκές μουσικές μπορούσαν να πάρουν το δρόμο με τα νέα τους αυτοκίνητα ή έβρισκαν άλλους τρόπους να διασκεδάσουν. Το παρατσούκλι της δεκαετίας Roaring Twenties εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σήμερα για να υποδηλώνει τη ελεύθερη και εύκολη ζωή που ζούσαν τότε οι Αμερικανοί.

Η φιγούρα της Νέας Γυναίκας.

Οι βουβές ταινίες των προηγούμενων χρόνων έδωσαν τη θέση τους σε ομιλούσες ταινίες. Οι Αμερικανοί ακολούθησαν τις καριέρες και τις ερωτικές ζωές των τρελά λατρεμένων σταρ του κινηματογράφου. Εξίσου λατρεμένες ήταν και αθλητικές φιγούρες των οποίων τα ονόματα παραμένουν θρυλικά.

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ οι άνδρες έλειπαν, οι γυναίκες είχαν αναλάβει δουλειές στη βιομηχανία, τις κατασκευές, την οδήγηση οχημάτων μεταφοράς, την παράδοση αλληλογραφίας και δουλειές γραφείου. Περίπου 2 εκατομμύρια γυναίκες επιπλέον άρχισαν να εργάζονται. Αυτή η εμπειρία είχε σαφώς αντίκτυπο στο να κερδίσουν οι γυναίκες το δικαίωμα ψήφου. Οι προεδρικές εκλογές της δεκαετίας του 1920 ήταν οι πρώτες στις οποίες μπορούσαν να ψηφίσουν οι γυναίκες αν και μόνο το 26% περίπου των επιλέξιμων γυναικών ψήφισαν.

Αυτές οι αλλαγές έκαναν τη δεκαετία του 1920 την πρώτη σύγχρονη δεκαετία. Ήταν αυτή που σηματοδότησε την έναρξη μιας μετατόπισης από τις αγροτικές αξίες των μικρών πόλεων του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα σε εκείνες του πιο αστικού, βιομηχανικού και τεχνολογικού κόσμου. Για ορισμένους ήταν επίσης μια δεκαετία απληστίας, υπερβολής και υλισμού. Χαρακτηρίζεται επίσης από ξέφρενη οικονομική κερδοσκοπία και ανεξέλεγκτο έγκλημα.

Οι νεαρές γυναίκες αισθάνθηκαν απελευθερωμένες να ντύνονται και να συμπεριφέρονται όπως επιλέγουν, αψηφώντας τις αποδεκτές συμβάσεις συμπεριφοράς. Διακρίνονταν από τα φουσκωμένα μαλλιά τους, τα φαρδιά πιο κοντά ρούχα, τα γυμνά μερικές φορές πόδια τους και την εξωφρενική συμπεριφορά τους. Ήταν η πρώτη σεξουαλική απελευθέρωση -η δεύτερη θα γινόταν τη δεκαετία του 1960. Οι τεχνολογικές εξελίξεις έπαιξαν οπωσδήποτε το ρόλο τους. Οι νέες οικιακές συσκευές, όπως τα πλυντήρια ρούχων και οι ηλεκτρικές σκούπες είχαν μειώσει τον χρόνο των οικιακών δουλειών.

Η Flapper

Η δεκαετία του 1920 σημαδεύτηκε από την εμφάνιση της flapper -ενός νέου τύπου γυναίκας που φορούσε κοντές φούστες, είχε κοντά μαλλιά, έβαζε κραγιόν και καλλυντικά και ακολουθούσε έναν τρόπο ζωής που περιελάμβανε κάπνισμα, ποτό και χορό σε κλαμπ τζαζ [δεν υπάρχει ακριβής μετάφραση θα μπορούσαμε να πούμε “τα τρελοκοριτσα”]. Ο στενός κορσές δεν ταίριαζε με το χορό, όπως και οι βαριές φούστες. Το Flapper, ένα περιοδικό αφιερωμένο σε αυτή τη νέα εικόνα της νεαρής γυναίκας, χρησιμοποίησε αυτόν τον χαρακτηρισμό το 1922: «Μαλλιά, πούδρα και ρουζ στο πρόσωπο, χρήση κραγιόν, μαδημένα φρύδια, χαμηλό κομμένο αμάνικο μπούστο, απουσία κορσέ».

Οι περιορισμοί στα ραντεβού και το σεξ χαλάρωσαν. Πριν από τη δεκαετία του 1920, οι γονείς επέβλεπαν στενά τα ζευγάρια αλλά τώρα το πανταχού παρόν αυτοκίνητο –το οποίο ένας δικαστής ανηλίκων ονόμασε «οίκο ανοχής με ρόδες», ήταν μια άνευ προηγουμένου σεξουαλική ελευθερία. Υπήρξε βέβαια και αντίδραση με πολλούς Αμερικανούς να σκανδαλίζονται από τις flappers. Οργανώσεις όπως το Anti-Flirt Association προσπάθησαν να πείσουν τις νεαρές γυναίκες να συμπεριφέρονται αξιοπρεπώς.

Μια πρωτοπόρος Αμερικανίδα ερευνήτρια ονόματι Katharine Bement Davis αμφισβήτησε την επικρατούσα άποψη ότι οι αξιοσέβαστες γυναίκες δεν βίωναν σεξουαλική επιθυμία. Το βιβλίο της Davis το 1929, «Factors in the Sex Life of Twenty-Two Hundred Women», ανέτρεψε αυτή τη σκέψη. Η Davis διένειμε ένα λεπτομερές ερωτηματολόγιο από το 1921 έως το 1923. Το δείγμα της μελέτης ήταν 1.000 παντρεμένες και 1.200 ανύπαντρες γυναίκες -λευκές, μορφωμένες και ευκατάστατες. Σχεδόν 1 στις 10 γυναίκες παραδέχτηκε ότι έκανε άμβλωση, παρόλο που ήταν παράνομη σε όλες τις Πολιτείες. Ήταν εντυπωσιακό ότι πάνω από τις μισές ανύπαντρες γυναίκες και σχεδόν το ένα τρίτο των παντρεμένων δήλωσαν ότι είχαν βιώσει «έντονες συναισθηματικές σχέσεις» με άλλες γυναίκες και περίπου οι μισές περιέγραψαν αυτές τις σχέσεις ως σεξουαλικές.

Οι δίαιτες

Το πάχος δεν ταίριαζε με τη νέα εποχή. Η εμφάνιση της φλάπερ ήταν αδύνατη και ανδρόγυνη. Παρόλο που η εικόνα ελαχιστοποιούσε το στήθος και τους γοφούς, εξέπεμπε αισθησιασμό. Η λεπτή σιλουέτα φαινόταν μοντέρνα και οι μεγάλες καμπύλες έμοιαζαν ντεμοντέ. Η διατήρηση του νέου ιδανικού μπορεί να απαιτούσε δίαιτα για πολλές γυναίκες ή τουλάχιστον συγκράτηση και η ζυγαριά μπάνιου έγινε βασικό προϊόν του νοικοκυριού. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά άρχισαν να απεικονίζουν το πάχος ως αποτέλεσμα ανεπαρκούς δύναμης της θέλησης. Η νέα σιλουέτα ήταν μια απόκλιση από τα προηγούμενα ιδανικά.

Αν και πάντα υπήρχαν οι δίαιτες, στη δεκαετία του 1920 αποθεώθηκαν. Το αδυνάτισμα περιλάμβανε νέους μεθόδους μείωσης του βάρους με τεχνητά μέσα που μπορεί να περιελάμβαναν χρήση ηλεκτρισμού. Το 1925, ένας δημοσιογράφος ανέφερε: «Το αδυνάτισμα έχει γίνει εθνικό χόμπι… μια τρέλα, ένας εθνικός φανατισμός, μια φρενίτιδα». Η εξαφάνιση του πάχους θα έκανε την γυναίκα πιο ελκυστική και πιο επιτυχημένη. Τα περιοδικά, ιδιαίτερα των θαυμαστών του Χόλυγουντ, ήταν από τις κύριες πλατφόρμες μέσω των οποίων διαδίδονταν οι νέες ιδέες. Ενώ οι κινηματογραφικές ταινίες έπαιξαν επίσης σημαντικό ρόλο, τα περιοδικά καθοδηγούσαν άμεσα τις γυναίκες στις προσπάθειές τους. Η κουλτούρα της κατανάλωσης αναπτύχθηκε μεταξύ 1880 και 1920 και τώρα οι διαφημίσεις έλεγαν ότι τα τσιγάρα ήταν αδυνατιστικά, κάτι που παρέμεινε για χρόνια.

Ξαφνικά, τα ωμά λαχανικά έγιναν της μόδας. Σέλινο, ντομάτες και μαρούλι προτείνονταν αντί για πατάτες. Οι λεπτές αστέρες του κινηματογράφου δεν έτρωγαν πατάτες, γλυκά ή βούτυρο και οι νεαρές γυναίκες τις μιμούνταν. Τα περιοδικά κάλυπταν εκτενώς τις δίαιτες των ηθοποιών και το αν έπαιρναν ή έχαναν κιλά. Σύμφωνα με τον ιστορικό Joshua Zeitz, η νηστεία ήταν πραγματικό δίλημμα για πολλές νεαρές γυναίκες, παρότι είχαν εισαχθεί νέες επεξεργασμένες λιχουδιές. Η δίαιτα των 18 ημερών του Χόλυγουντ ή δίαιτα του γκρέιπφρουτ ήταν της μόδας. Αλλά πολύ μεγαλύτερη επιρροή είχε η γιατρός Λούλου Χαντ Πίτερς που με το βιβλίο Diet & Health: With Key to the Calories, το 1918, διέδωσε την έννοια των θερμίδων -το πρώτο σε πωλήσεις μη λογοτεχνικό βιβλίο το 1922. Η Peters ήταν αρθρογράφος σε εφημερίδες και έγινε η πιο γνωστή και αγαπημένη γιατρός στην Αμερική.

Οι λαμπεροί νέοι της Βρετανίας

Οι γυναίκες άνω των 30 έλαβαν και αυτές δικαίωμα ψήφου στη Βρετανία. Εμφανίστηκε επίσης μια νέα αγορά για μυθιστορήματα, όπως το απαγορευμένο βιβλίο του Radcylffe Hall The Well of Loneliness (1928) που εστίαζε στις queer ζωές -αντί να τις υπαινίσσεται.

Στη Βρετανία, τολμηροί άντρες φοιτητές άρχισαν να μακιγιάρονται. Ένας από αυτούς ήταν ο Cecil Beaton, μελλοντικός φωτογράφος διασημοτήτων που χαιρόταν το cross-dressing. Ο Beaton έγινε μέρος ενός γκρουπ της υψηλής κοινωνίας που ήταν γνωστοί ως «bright young things». Ήταν συνήθως κοινωνικά προνομιούχοι, πολλοί από αυτούς ήταν queer και οι γελοιότητες τους παρακολουθούνταν ευρέως στα μέσα ενημέρωσης με ένα μείγμα φρίκης και γοητείας. Τα «things» πήραν στα σοβαρά το πάρτι και έδιναν μεγάλη προσοχή στα ντυσίματά τους. Το 1920, ένα περιοδικό της υψηλής κοινωνίας, το Sketch, ανέφερε ότι τα «freak party» έγιναν ξαφνικά μόδα.

Freak Merchants ή Bright Young People, πίνακες του Arthur Wallis Mills.

Στο παρελθόν τα ανδρικά ρούχα ήταν σκοτεινά αλλά τώρα κάποιοι ήθελαν να δοκιμάσουν τώρα νέα ρούχα, ανεξάρτητα από το πόσο περίεργα ήταν. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Quentin Crisp, του οποίου τα απομνημονεύματα The Naked Civil Servant (1968) δραματοποιήθηκαν ως ένα πρωτοποριακό τηλεοπτικό δράμα. Μια άλλη πηγή έμπνευσης ήταν το freak show. Αυτές οι επιδείξεις ήταν δημοφιλές στοιχείο των τσίρκων της εποχής. Πολλά τέτοια πάρτι ήταν θεματολογικά, όπως ένα που χαιρετίστηκε ως τα μεγαλύτερα «Διονύσια» του 1929.

Εύθραυστη ευημερία

Σε κάθε περίπτωση, ήταν μια εύθραυστη ευημερία όπως απέδειξε το χρηματιστηριακό και οικονομικό Κραχ του 1929 στην Αμερική, οδηγώντας σε ταχεία αλλαγή της διάθεσης. Η οικονομική ύφεση έκανε τους ανθρώπους να απομακρυνθούν από την επιδεικτικότητα και να γίνουν πιο νηφάλιοι. Τα χρήματα για τα πάρτι τελείωσαν και η προσοχή των μέσων ενημέρωσης υποχώρησε. Αλλά αυτό που δεν έφυγε ποτέ ήταν το ιδανικό της λεπτής φιγούρας.

Δείτε επίσης